Η Βασίλισσα του Χιονιού / 雪の女王 — грецькою та японською мовами. Сторінка 3

Грецько-японська книга-білінгва

Χανς Κρίστιαν Άντερσεν

Η Βασίλισσα του Χιονιού

ハンス・クリスチャン・アンデルセン

雪の女王

«Σίγουρα θα χαρεί πολύ να σε δει, να ακούσει πόσο μακρύ ταξίδι έκανες για χάρη του, και να μάθει πόσο δυστυχισμένοι είναι όλοι στο σπίτι απ’ όταν δεν ξαναγύρισε.»

そこで、カイちゃんにあって、ながいながい道中をして自分をさがしにやってきたことをきき、あれなりかえらないので、どんなにみんなが、かなしんでいるかしったなら、こうしてきてくれたことを、どんなによろこぶでしょう。

Ω, τι φόβος και χαρά μαζί!

まあ、そうおもうと、うれしいし、しんぱいでした。

Τώρα βάδιζαν στις σκάλες. Μια μοναχική λάμπα έκαιγε εκεί, και στο πλατύσκαλο έστεκε το ήμερο Κοράκι, γυρίζοντας το κεφάλι της πότε απ’ τη μια πλευρά, πότε απ’ την άλλη, κοιτάζοντας την Γκέρντα, που υποκλίνονταν όπως της είχε μάθει η γιαγιά της.

さて、からすとゲルダとは、かいだんの上にのぼりました。ちいさなランプが、たなの上についていました。そして、ゆか板のまん中のところには、飼いならされた女がらすが、じっとゲルダを見て立っていました。ゲルダはおばあさまからおそわったように、ていねいにおじぎしました。

«Ο καλός μου, μού είπε τόσα καλά για σένα αγαπητή μου, νεαρή κυρία,» είπε το ήμερο Κοράκι.» Είναι τόσο συγκινητική η ιστορία σου. Αν έχεις την καλοσύνη να πάρεις τη λάμπα, εγώ θα πάω εμπρός. Θα πάμε ίσια μπροστά, γιατί έτσι δεν θα συναντήσουμε κανέναν.»

「かわいいおじょうさん。わたしのいいなずけは、あなたのことを、たいそうほめておりました。」と、そのやさしいからすがいいました。「あなたの、そのごけいれきとやらもうしますのは、ずいぶんおきのどくなのですね。さあ、ランプをおもちください。ごあんないしますわ。このところをまっすぐにまいりましょう。もうだれにもあいませんから。」

«Μα νομίζω πως κάποιος είναι πίσω μας,» είπε η Γκέρντα, «και κάτι μας προσπέρασε βιαστικά, σαν σκοτεινή σκιά πάνω στον τοίχο· άλογα με κυματιστές χαίτες και λεπτά πόδια, κυνηγοί, κυρίες και κύριοι καβάλα στα άλογα.»

「だれか、わたしたちのあとから、ついてくるような気がすることね。」と、なにかがそばをきゅうに通ったときに、ゲルダはいいました。それは、たてがみをふりみだして、ほっそりとした足をもっている馬だの、それから、かりうどだの、馬にのったりっぱな男の人や、女の人だのの、それがみんなかべにうつったかげのように見えました。

«Αυτά είναι μονάχα όνειρα,» είπε το Κοράκι, «που έρχονται για να προκαλέσουν τις σκέψεις των υψηλών προσώπων. Πάει καλά, θα μπορέσεις να τα δεις καλύτερα στο κρεβάτι. Μπορώ όμως να παρατηρήσω πως, όταν απολαμβάνει κανείς τιμή και διάκριση, έχει μια ευγνώμων καρδιά.

「あれは、ほんの夢なのですわ。」と、からすがいいました。「あれらは、それぞれのご主人たちのこころを、りょうにさそいだそうとしてくるのです。つごうのいいことに、あなたは、ねどこの中であのひとたちのお休みのところがよくみられます。そこで、どうか、あなたがりっぱな身分におなりになったのちも、せわになったおれいは、おわすれなくね。」

«Τς, τς! Δεν αξίζει να μιλάμε γι’ αυτά τώρα,» είπε το Κοράκι του δάσους.

「それはいうまでもないことだろうよ。」と、森のからすがいいました。

«Έφτασαν τότε στην πρώτη σάλα, που ήταν ντυμένη με ροδαλό σατέν και ψεύτικα λουλούδια στον τοίχο. Εδώ τα όνειρα έτρεχαν εδώ κι εκεί, όμως βιάζονταν τόσο πολύ, που η Γκέρντα δεν μπορούσε να δει τα υψηλά πρόσωπα.

さて、からすとゲルダとは、一ばんはじめの広間にはいっていきました。そこのかべには、花でかざった、ばら色のしゅすが、上から下まで、はりつめられていました。そして、ここにもりょうにさそうさっきの夢は、もうとんで来ていましたが、あまりはやくうごきすぎて、ゲルダはえらい殿とのさまや貴婦人きふじん方を、こんどはみることができませんでした。

Η μια σάλα ήταν πιο εξαίσια από την άλλη, στ’ αλήθεια μπορούσε κανείς να τα χάσει απ’ την ομορφιά τους. Στο τέλος, έφτασαν στην κρεβατοκάμαρα.

ひろまから、ひろまへ行くほど、みどとにできていました。ただもうあまりのうつくしさに、まごつくばかりでしたが、そのうち、とうとうねままではいっていきました。

Το ταβάνι του δωματίου έμοιαζε μ’ ένα μεγάλο φοινικόδεντρο, που τα φύλλα του ήταν από γυαλί, ακριβό γυαλί. Εκεί στη μέση, από ένα χοντρό κλαδί κρέμονταν δύο κρεβάτια, που το καθένα τους έμοιαζε με έναν κρίνο.

そこのてんじょうは、高価なガラスの葉をひろげた、大きなしゅろの木のかたちになっていました。そして、へやのまんなかには、ふたつのベッドが、木のじくにあたる金のふとい柱につりさがっていて、ふたつとも、ゆりの花のようにみえました。

Το ένα ήταν λευκό, και σ’ αυτό ήταν ξαπλωμένη η Πριγκίπισσα. Το άλλο ήταν κόκκινο, κι εκεί έπρεπε να ψάξει για τον μικρό Κέι η Γκέρντα. Έσκυψε πάνω από τα κόκκινα πέταλα, και είδε έναν καστανό λαιμό. Ω! Αυτός ήταν, ο Κέι!

そのベッドはひとつは白くて、それには王女がねむっていました。もうひとつのは赤くて、そこにねむっている人こそ、ゲルダのさがすカイちゃんでなくてはならないのです。ゲルダは赤い花びらをひとひら、そっとどけると、そこに日やけしたくびすじが見えました。――ああ、それはカイちゃんでした。

Φώναξε τότε το όνομά του δυνατά κρατώντας κοντά τη λάμπα, και καθώς τα όνειρα έτρεξαν πάλι βιαστικά μέσα στο δωμάτιο, εκείνος ξύπνησε, γύρισε το κεφάλι του, και —δεν ήταν ο μικρός Κέι!

――ゲルダは、カイちゃんの名をこえ高くよびました。ランプをカイちゃんのほうへさしだしました。……夢がまた馬にのって、さわがしくそのへやの中へ、はいってきました。……その人は目をさまして、顔をこちらにむけました。ところが、それはカイちゃんではなかったのです。

Ο Πρίγκιπας του έμοιαζε μονάχα στο λαιμό, αλλά ήταν νεαρός και όμορφος. Πίσω από τα λευκά πέταλα του κρίνου, κρυφοκοίταξε η Πριγκίπισσα και ρώτησε να μάθει τι συμβαίνει. Τότε η μικρή Γκέρντα άρχισε να κλαίει και διηγήθηκε όλη την ιστορία της, μα κι όλα όσα είχαν κάνει για κείνη τα Κοράκια.

いまは王子となったその人は、ただ、くびすじのところが、カイちゃんににていただけでした。でもその王子はわかくて、うつくしい顔をしていました。王女は白いゆりの花ともみえるベッドから、目をぱちくりやって見あげながら、たれがそこにきたのかと、おたずねになりました。そこでゲルダは泣いて、いままでのことや、からすがいろいろにつくしてくれたことなどを、のこらず王子に話しました。

«Φτωχή μικρούλα!» είπαν μαζί ο Πρίγκιπας και η Πριγκίπισσα. Επαίνεσαν πολύ τα Κοράκια κι είπαν πως δεν είναι διόλου θυμωμένοι μαζί τους, όμως δεν θα έπρεπε να το ξανακάνουν χωρίς να ρωτήσουν. Ωστόσο, έπρεπε να τα ανταμείψουν για την καλή τους πράξη.

「それは、まあ、かわいそうに。」と、王子と王女とがいいました。そして、からすをおほめになり、じぶんたちはけっして、からすがしたことをおこりはしないが、二どとこんなことをしてくれるな、とおっしゃいました。それでも、からすたちは、ごほうびをいただくことになりました。

«Θέλετε να σας αφήσουμε να πετάξετε ελεύθεροι,» ρώτησε η Πριγκίπισσα, «ή μήπως προτιμάτε να μονιμοποιηθείτε ως κοράκια της αυλής του παλατιού, με όλα τα ψίχουλα της κουζίνας δικά σας;»

「おまえたちは、すきかってに、そとをとびまわっているほうがいいかい。」と、王女はたずねました。「それとも、宮中おかかえのからすとして、台所のおあまりは、なんでもたべることができるし、そういうふうにして、いつまでもごてんにいたいとおもうかい。」

Τα δυο Κοράκια κούνησαν το κεφάλι και προτίμησαν τη μόνιμη θέση, γιατί σκέφτηκαν τα γηρατειά τους, και είπαν:
«Είναι καλό να προνοεί κανείς για τα γηρατειά του.»

そこで、二わのからすはおじぎをして、自分たちが、としをとってからのことをかんがえると、やはりごてんにおいていただきたいと、ねがいました。そして、
「だれしもいっていますように、さきへいってこまらないように、したいものでございます。」と、いいました。

Ο Πρίγκιπας σηκώθηκε και άφησε την Γκέρντα να κοιμηθεί στο κρεβάτι του, κι αυτό ήταν ότι περισσότερο μπορούσε να κάνει.

王子はそのとき、ベッドから出て、ゲルダをそれにねかせ、じぶんは、それなりねようとはしませんでした。

Εκείνη δίπλωσε τα χεράκια της και σκέφτηκε, «Τι καλοί άνθρωποι και ζώα!» κι ύστερα αποκοιμήθηκε βαριά.

ゲルダはちいさな手をくんで、「まあ、なんといういい人や、いいからすたちだろう。」と、おもいました。それから、目をつぶって、すやすやねむりました。

Τα όνειρά ήρθαν ξανά κι έμοιαζαν τώρα με αγγέλους. Έσερναν ένα μικρό έλκηθρο, που μέσα του καθόταν ο μικρός Κέι και κουνούσε το κεφάλι· ήταν όμως μονάχα ένα όνειρο και γι’ αυτό εξαφανίστηκε αμέσως μόλις ξύπνησε.

すると、また夢がやってきて、こんどは天使のような人たちが、一だいのそりをひいてきました。その上には、カイちゃんが手まねきしていました。けれども、それはただの夢だったので、目をさますと、さっそくきえてしまいました。

Την επόμενη μέρα την έντυσαν από πάνω ως κάτω με μετάξι και βελούδο. Της πρότειναν αν ήθελε να μείνει στο παλάτι και να ζήσει εκεί μια ευτυχισμένη ζωή. Εκείνη όμως παρακάλεσε να της δώσουν μια μικρή άμαξα μ’ ένα άλογο να την σέρνει, κι ακόμα, ένα μικρό ζευγάρι παπούτσια. Ύστερα, είπε, θα πήγαινε ξανά έξω στον κόσμο, να ψάξει για τον Κέι.

あくる日になると、ゲルダはあたまから、足のさきまで、絹やびろうどの着物でつつまれました。そしてこのままお城にとどまっていて、たのしくくらすようにとすすめられました。でも、ゲルダはただ、ちいさな馬車と、それをひくうまと、ちいさな一そくの長ぐつがいただきとうございますと、いいました。それでもういちど、ひろい世界へ、カイちゃんをさがしに出ていきたいのです。

Της έδωσαν παπούτσια κι ένα γούνινο μανίκι για να ζεσταίνει τα χεράκια της· την έντυσαν στ’ αλήθεια πολύ όμορφα. Σαν ήταν έτοιμη να φύγει, μια ολοκαίνουργια άμαξα σταμάτησε μπροστά από την πόρτα. Ήταν από καθαρό χρυσάφι, ενώ ο αμαξάς, οι υπηρέτες και οι καβαλάρηδες ακόλουθοι, γιατί υπήρχαν και ακόλουθοι, φορούσαν όλοι χρυσά στέμματα.

さて、ゲルダは長ぐつばかりでなく、マッフまでもらって、さっぱりと旅のしたくができました。いよいよでかけようというときに、げんかんには、じゅん金のあたらしい馬車が一だいとまりました。王子と王女の紋章もんしょうが、星のようにひかってついていました。ぎょしゃや、べっとうや、おさきばらいが――そうです、おさきばらいまでが――金の冠かんむりをかぶってならんでいました。

Ο Πρίγκιπας και η Πριγκίπισσα βοήθησαν την μικρή να ανέβει στην άμαξα και της ευχήθηκαν καλή επιτυχία.

王子と王女は、ごじぶんで、ゲルダをたすけて馬車にのらせ、ぶじにいってくるようにおっしゃいました。

Το Κοράκι του δάσους, που είχε πια παντρευτεί, τη συνόδεψε για τα πρώτα τρία μίλια. Κάθισε δίπλα στην Γκέρντα, γιατί δεν μπορούσε να πετά ανάποδα. Το άλλο Κοράκι στάθηκε στην πόρτα και χτυπούσε τα φτερά της. Δεν μπορούσε να συνοδεύσει κι εκείνη την Γκέρντα, γιατί υπέφερε από πονοκεφάλους από τότε που μονιμοποιήθηκε κι άρχισε να τρώει πολύ.

もういまはけっこんをすませた森のからすも、三マイルさきまで、みおくりについてきました。このからすは、うしろむきにのっていられないというので、ゲルダのそばにすわっていました。めすのほうのからすは、羽根をばたばたやりながら、門のところにとまっていました。おくっていかないわけは、あれからずっとごてんづとめで、たくさんにたべものをいただくせいか、ひどく頭痛ずつうがしていたからです。

Το εσωτερικό της άμαξας ήταν ντυμένο με ζαχαρωτά δαμάσκηνα, και τα καθίσματα ήταν φρούτα και μελόψωμο.

その馬車のうちがわは、さとうビスケットでできていて、こしをかけるところは、くだものや、くるみのはいったしょうがパンでできていました。

«Στο καλό! Στο καλό!» φώναξαν ο Πρίγκιπας και η Πριγκίπισσα. Η Γκέρντα έκλαψε, και το Κοράκι το ίδιο. Έτσι πέρασαν τα πρώτα τρία μίλια. Τότε το Κοράκι την αποχαιρέτησε, κι αυτός ήταν ο πιο οδυνηρός αποχαιρετισμός απ’ όλους.

「さよなら、さよなら。」と、王子と王女がさけびました。するとゲルダは泣きだしました。――からすもまた泣きました。――さて、馬車が三マイル先のところまできたとき、こんどはからすが、さよならをいいました。この上ないかなしいわかれでした。

Πέταξε πάνω σ’ ένα δέντρο κι άρχισε να χτυπά τα μαύρα του φτερά για όσο έβλεπε την άμαξα, που έλαμπε από μακριά σαν ηλιαχτίδα…

からすはそこの木の上にとびあがって、馬車がいよいよ見えなくなるまで、黒いつばさを、ばたばたやっていました。馬車はお日さまのようにかがやきながら、どこまでもはしりつづけました。

Ιστορία πέμπτη: Η μικρή λησταρχίνα

第五のお話。おいはぎのこむすめ

Το ταξίδι τους συνεχίστηκε μέσα από το πυκνό το δάσος, όμως η άμαξα έλαμπε σαν ολόλαμπρος πυρσός και δεν ήθελε πολύ να θαμπώσει τα μάτια των ληστών,

それから、ゲルダのなかまは、くらい森の中を通っていきました。ところが、馬車の光は、たいまつのようにちらちらしていました。

ώσπου δεν άντεξαν άλλο να τη βλέπουν. «Είναι από χρυσάφι! Είναι από χρυσάφι!» φώναξαν κι όρμησαν καταπάνω της. Άρπαξαν τα άλογα, έριξαν κάτω τους ακόλουθους, τον αμαξά και τους υπηρέτες, και τράβηξαν την μικρούλα Γκέρντα έξω από την άμαξα.

それが、おいはぎどもの目にとまって、がまんがならなくさせました。
「やあ、金きんだぞ、金だぞ。」と、おいはぎたちはさけんで、いちどにとびだしてきました。馬をおさえて、ぎょしゃ、べっとうから、おさきばらいまでころして、ゲルダを馬車からひきずりおろしました。

«Τι παχουλή, τι όμορφη που είναι! Πρέπει να είναι ταϊσμένη με καρύδια κι αμύγδαλα,» είπε η μεγάλη λησταρχίνα, που είχε μια μακριά, άθλια γενειάδα και πυκνά φρύδια, που κρέμονταν πάνω από τα μάτια της.

「こりゃあ、たいそうふとって、かわいらしいむすめだわい。きっと、年中くるみの実みばかりたべていたのだろう。」と、おいはぎばばがいいました。女のくせに、ながい、こわいひげをはやして、まゆげが、目の上までたれさがったばあさんでした。

«Είναι σαν καλοταϊσμένο αρνάκι! Θα ‘ναι πολύ νόστιμη!» Τράβηξε τότε ένα μαχαίρι, κι η λεπίδα του άστραψε τρομερή.

「なにしろそっくり、あぶらののった、こひつじというところだが、さあたべたら、どんな味がするかな。」
そういって、ばあさんは、ぴかぴかするナイフをもちだしました。きれそうにひかって、きみのわるいといったらありません。

«Άουτς!» φώναξε άξαφνα η λησταρχίνα, σαν την δάγκωσε στ’ αυτί η μικρή της κόρη, που κρέμονταν στην πλάτη της. Ήταν τόσο άγρια κι ατίθαση αυτή η μικρή, που σχεδόν διασκέδαζε κανείς σαν την έβλεπε. «Παλιόπαιδο!» τσίριξε η μητέρα, κι η απόπειρα να σκοτώσει την Γκέρντα, απόμεινε στη μέση.

「あッ。」 そのとたん、ばあさんはこえをあげました。その女のせなかにぶらさがっていた、こむすめが、なにしろらんぼうなだだっ子で、おもしろがって、いきなり、母親の耳をかんだのです。
「このあまあ、なにょをする。」と、母親はさけびました。おかげで、ゲルダをころす、はなさきをおられました。

«Θέλω να παίξει μαζί μου. Θα μου δώσει το γούνινο μανίκι της και το όμορφο φόρεμά της. Και θα κοιμηθεί στο κρεβάτι μου!» είπε η μικρή λησταρχίνα κι έδωσε άλλη μια δαγκωνιά στη μητέρα της, τόσο δυνατή, που την έκανε να πηδήξει από τον πόνο κι άρχισε να τρέχει γύρω γύρω.
«Κοίτα την πως χορεύει!» χαχάνισαν οι ληστές.

「あの子は、あたいといっしょにあそぶのだよ。」と、おいはぎのこむすめは、いいました。
「あの子はマッフや、きれいな着物をあたいにくれて、晩にはいっしょにねるのだよ。」
こういって、その女の子は、もういちど、母親の耳をしたたかにかみました。それで、ばあさんはとびあがって、ぐるぐるまわりしました。おいはぎどもは、みんなわらって、
「見ろ、ばばあが、がきといっしょにおどっているからよ。」と、いいました。

«Θα μπω κι εγώ στην άμαξα,» είπε η μικρή λησταρχίνα, και δεν υπήρχε περίπτωση να μη γίνει το δικό της· τόσο πολύ κακομαθημένη και πεισματάρα ήταν.

「馬車の中へはいってみようや。」と、おいはぎのこむすめはいいました。このむすめは、わんぱくにそだって、おまけにごうじょうっぱりでしたから、なんでもしたいとおもうことをしなければ、気がすみませんでした。

Έτσι, μπήκε μαζί με την Γκέρντα στην άμαξα, και κίνησαν μακριά, πάνω από κούτσουρα κομμένων δέντρων, βαθιά, όλο και πιο βαθιά μέσα στο δάσος. Η μικρή λησταρχίνα είχε το ίδιο μπόι με την Γκέρντα, ήταν όμως πιο δυνατή, με πλατιούς ώμους και μαυρισμένη. Τα μάτια της ήταν ολόμαυρα κι έμοιαζαν σχεδόν μελαγχολικά. Αγκάλιασε την μικρή Γκέρντα και είπε:

それで、ゲルダとふたり馬車にのりこんで、きりかぶや、石のでている上を通って、林のおくへ、ふかくはいっていきました。おいはぎのこむすめは、ちょうどゲルダぐらいの大きさでしたが、ずっと、きつそうで、肩つきががっしりしていました。どす黒ぐろいはだをして、その目はまっ黒で、なんだかかなしそうに見えました。女の子は、ゲルダのこしのまわりに手をかけて、

«Όσο δεν είμαι δυσαρεστημένη μαζί σου, δεν πρόκειται κανείς να σε σκοτώσει. Είσαι, χωρίς αμφιβολία, μια Πριγκίπισσα, έτσι;»

「あたい、おまえとけんかしないうちは、あんなやつらに、おまえをころさせやしないことよ。おまえはどこかの王女じゃなくて。」と、いいました。

«Όχι,» είπε η Γκέρντα, κι αμέσως άρχισε να σκέφτεται όλα όσα της είχαν συμβεί και πόσο μεγάλη ήταν η έγνοια της για τον μικρό της Κέι.

「いいえ、わたしは王女ではありません。」と、ゲルダはこたえて、いままでにあったできごとや、じぶんがどんなに、すきなカイちゃんのことを思っているか、ということなぞを話しました。

Η μικρή λησταρχίνα την κοίταξε όλο σοβαρότητα και κούνησε το κεφάλι.
«Δεν πρόκειται να σε σκοτώσουν ούτε κι όταν θυμώσω μαζί σου: γιατί τότε θα το κάνω εγώ,» είπε, και σκούπισε τα μάτια της Γκέρντα, κι ύστερα, έβαλε τα δυο της χέρια στο γούνινο μανίκι που ήταν τόσο μαλακό και ζεστό.

おいはぎのむすめは、しげしげとゲルダを見て、かるくうなずきながら、
「あたいは、おまえとけんかしたって、あのやつらに、おまえをころさせやしないよ。そんなくらいなら、あたい、じぶんでおまえをころしてしまうわ。」と、いいました。
それからむすめは、ゲルダの目をふいてやり、両手をうつくしいマッフにつけてみましたが、それはたいへん、ふっくりして、やわらかでした。

Κάποτε η άμαξα σταμάτησε. Είχαν φτάσει στη μέση της αυλής του κάστρου ενός ληστή, που ήταν γεμάτο ρωγμές από πάνω ως κάτω, και μέσα απ’ τα ανοίγματα, πετούσαν καρακάξες και κουρούνες. Τα πελώρια σκυλιά πήδηξαν πάνω, κι έμοιαζαν πως μπορούσε το καθένα από δαύτα να καταπιεί κι από έναν ολόκληρο άνθρωπο· όμως δεν γαύγισαν καθόλου, γιατί ήταν απαγορευμένο.

さあ、馬車はとまりました。そこはおいはぎのこもる、お城のひろ庭でした。その山塞さんさいは、上から下までひびだらけでした。そのずれたわれ目から、大がらす小がらすがとびまわっていました。大きなブルドッグが、あいてかまわず、にんげんでもくってしまいそうなようすで、高くとびあがりました。でも、けっしてほえませんでした。ほえることはとめられてあったからです。

Στο μέσο μιας μεγάλης παλιάς και καπνισμένης σάλας, έκαιγε μια φωτιά πάνω στο πέτρινο πάτωμα. Ο καπνός χάνονταν κάτω από τις πέτρες αναζητώντας διέξοδο. Σ’ ένα τεράστιο καζάνι έβραζε μια σούπα, ενώ λαγοί και κουνέλια ψήνονταν στην σούβλα.

大きな、煤すすけたひろまには、煙がもうもうしていて、たき火が、赤あかと石だたみのゆか上でもえていました。煙はてんじょうの下にたちまよって、どこからともなくでていきました。大きなおなべには、スープがにえたって、大うさぎ小うさぎが、あぶりぐしにさして、やかれていました。

«Θα κοιμηθείς μαζί μου απόψε, παρέα με όλα μου τα ζώα,» είπε η μικρή λησταρχίνα, κι αφού έφαγαν και ήπιαν, πήγαν σε μια γωνιά στρωμένη με άχυρα και χαλιά.

「おまえは、こん夜は、あたいや、あたいのちいさなどうぶつといっしょにねるのよ。」と、おいはぎのこむすめがいいました。
ふたりはたべものと、のみものをもらうと、わらや、しきものがしいてある、へやのすみのほうへ行きました。

Εκεί δίπλα, πάνω σε κούρνιες και σανίδια, κάθονταν ίσαμε εκατό περιστέρια κι όλα φαίνονταν να κοιμούνται, κουνήθηκαν όμως λίγο μόλις πλησίασε η μικρή λησταρχίνα.

その上には、百ぱよりも、もっとたくさんのはとが、ねむったように、木摺きずりや、とまり木にとまっていましたが、ふたりの女の子がきたときには、ちょっとこちらをむきました。

«Είναι όλα δικά μου,» είπε, πιάνοντας από τα πόδια ένα που ήταν κοντά της, κι άρχισε να το κουνά τόσο δυνατά, όσο να κάνει τα φτερά του να φτερουγίσουν.

「みんな、このはと、あたいのものなのよ。」と、おいはぎのこむすめはいって、てばやく、てぢかにいた一わをつかまえて、足をゆすぶったので、はとは、羽根をばたばたやりました。

«Φίλησέ το,» φώναξε και πέταξε το περιστέρι πάνω στο πρόσωπο της Γκέρντα.

「せっぷんしておやりよ。」と、いって、おいはぎのこむすめは、それを、ゲルダの顔になげつけました。

«Εκεί πάνω είναι η παρέα του δάσους,» συνέχισε δείχνοντας μερικά ξυλάκια στερεωμένα μπροστά σε μια τρύπα, ψηλά πάνω στον στοίχο.

「あすこにとまっているのが、森のあばれものさ。」と、そのむすめは、かべにあけたあなに、うちこまれたとまり木を、ゆびさしながら、また話しつづけました。

«Θα είχανε πετάξει μακριά αν δεν τα είχα έτσι γερά κλεισμένα στο κλουβί. Κι αυτός εδώ, είναι ο γερο-αγαπημένος μου, ο Μπακ,» είπε και πιάστηκε από τα κέρατα ενός τάρανδου, που ήταν δεμένος από ένα λαμπερό χάλκινο δαχτυλίδι γύρω απ’ τον λαιμό του.

「あれは二わとも森のあばれものさ。しっかり、とじこめておかないと、すぐにげていってしまうの。ここにいるのが、昔からおともだちのベーよ。」こういって、女の子は、ぴかぴかみがいた、銅どうのくびわをはめたままつながれている、一ぴきのとなかいを、つのをもってひきだしました。

«Πρέπει να τον κρατάμε δεμένο κι αυτόν τον φιλαράκο, αλλιώς θα το σκάσει. Κάθε βράδυ τον γαργαλάω στον λαιμό με το κοφτερό μαχαίρι μου· τρομάζει πολύ!»

「これも、しっかりつないでおかないと、にげていってしまうの。だから、あたいはね、まい晩よくきれるナイフで、くびのところをくすぐってやるんだよ。すると、それはびっくりするったらありゃしない。」

Κι έβγαλε αμέσως ένα μακρύ μαχαίρι μέσα από μια σχισμή του τοίχου, και τ’ άφησε να λαμπυρίσει πάνω από τον λαιμό του καημένου του τάρανδου που άρχισε να κλωτσά. Η μικρή λησταρχίνα έβαλε τα γέλια και τράβηξε την Γκέρντα μαζί της στο κρεβάτι.

そういいながら、女の子はかべのわれめのところから、ながいナイフをとりだして、それをとなかいのくびにあてて、そろそろなでました。かわいそうに、そのけものは、足をどんどんやって、苦しがりました。むすめは、おもしろそうにわらって、それなりゲルダをつれて、ねどこに行きました。

«Σκοπεύεις να κρατάς το μαχαίρι ενώ κοιμάσαι;» ρώτησε η Γκέρντα, κοιτάζοντας τη λεπίδα του αρκετά φοβισμένη.

「あなたはねているあいだ、ナイフをはなさないの。」と、ゲルダは、きみわるそうに、それをみました。

«Πάντα κοιμάμαι με το μαχαίρι μου,» απάντησε η μικρή λησταρχίνα. «Κανείς δεν ξέρει τι μπορεί να συμβεί. Πες μου όμως, άλλη μια φορά, τα πάντα για τον μικρό Κέι και γιατί βγήκες μόνη σου στον κόσμο.»

「わたい、しょっちゅうナイフをもっているよ。」と、おいはぎのこむすめはこたえました。「なにがはじまるかわからないからね。それよか、もういちどカイちゃんって子の話をしてくれない、それから、どうしてこのひろい世界に、あてもなくでてきたのか、そのわけを話してくれないか。」

Κι η Γκέρντα τα είπε όλα από την αρχή, ενώ τα περιστέρια του δάσους έκαναν Κουού κουού από ψηλά στο κλουβί τους, και τα υπόλοιπα κοιμόνταν.

そこで、ゲルダははじめから、それをくりかえしました。森のはとが、頭の上のかごの中でくうくういっていました。ほかのはとはねむっていました。

Η μικρή λησταρχίνα είχε σφίξει το μπράτσο της γύρω από το λαιμό της Γκέρντα και με το μαχαίρι στο άλλο χέρι, ροχάλιζε τόσο δυνατά που όλοι την άκουγαν. Όμως η Γκέρντα δεν μπορούσε να κλείσει μάτι, γιατί δεν ήξερε αν θα ζούσε ή θα πέθαινε.

おいはぎのこむすめは、かた手をゲルダのくびにかけて、かた手にはナイフをもったまま、大いびきをかいてねてしまいました。けれども、ゲルダは、目をつぶることもできませんでした。ゲルダは、いったい、じぶんは生かしておかれるのか、ころされるのか、まるでわかりませんでした。

Οι ληστές κάθισαν γύρω από τη φωτιά, τραγούδησαν και ήπιαν, κι η μεγάλη λησταρχίνα χοροπήδησε τόσο, που τρόμαξε τη μικρή Γκέρντα.

たき火のぐるりをかこんで、おいはぎたちは、お酒をのんだり、歌をうたったりしていました。そのなかで、ばあさんがとんぼをきりました。


ちいさな女の子にとっては、そのありさまを見るだけで、こわいことでした。

«Κουού! Κουού!» είπαν τότε τα περιστέρια, «Εμείς έχουμε δει τον μικρό Κέι! Μια λευκή πουλάδα κουβαλά το έλκηθρό του. Εκείνος κάθεται στο έλκηθρο της Βασίλισσας του Χιονιού, που πέρασε από δω όσο εμείς καθόμασταν στη φωλιά μας. Φύσηξε πάνω μας, στα νεαρά, και όλα πέθαναν εκτός από εμάς τους δυο. Κουού! Κουού!»

そのとき、森のはとが、こういいました。
「くう、くう、わたしたち、カイちゃんを見ましたよ。一わの白いめんどりが、カイちゃんのそりをはこんでいました。カイちゃんは雪の女王のそりにのって、わたしたちが、巣にねていると、森のすぐ上を通っていったのですよ。雪の女王は、わたしたち子ばとに、つめたいいきをふきかけて、ころしてしまいました。たすかったのは、わたしたち二わだけ、くう、くう。」

«Τι λέτε εσείς εκεί πάνω;» φώναξε η Γκέρντα. «Πού πήγε η Βασίλισσα του Χιονιού; Ξέρετε πού πήγε;»

「まあ、なにをそこでいってるの。」と、ゲルダが、つい大きなこえをしました。「その雪の女王さまは、どこへいったのでしょうね。そのさきのこと、なにかしっていて。おしえてよ。」

«Χωρίς αμφιβολία, πήγε στη Λαπωνία, γιατί εκεί υπάρχει πάντοτε χιόνι και πάγος. Ρώτησε τον Τάρανδο, αυτόν που είναι δεμένος εκεί.»

「たぶん、ラップランドのほうへいったのでしょうよ。そこには、年中、氷や雪がありますからね。まあ、つながれている、となかいに、きいてごらんなさい。」

«Χιόνι και πάγος υπάρχει εκεί! Είναι εκεί, λαμπρό και όμορφο!» είπε ο Τάρανδος. «Εκεί μπορεί κανείς να τρέξει πάνω στις πελώριες αστραφτερές κοιλάδες! Η Βασίλισσα του Χιονιού έχει εκεί το εξοχικό της, μα η μόνιμη κατοικία της είναι ψηλά, κοντά στον Βόριο Πόλο, στο νησί που ονομάζεται Σπιτσβέργη.»

すると、となかいがひきとって、「そこには年中、氷や雪があって、それはすばらしいみごとなものですよ。」といいました。
「そこでは大きな、きらきら光る谷まを、自由にはしりまわることができますし、雪の女王は、そこに夏のテントをもっています。でも女王のりっぱな本城ほんじょうは、もっと北極のほうの、スピッツベルゲンという島の上にあるのです。」

«Ω, Κέι! Φτωχέ μου Κέι!» αναστέναξε η Γκέρντα.

「ああ、カイちゃんは、すきなカイちゃんは。」と、ゲルダはためいきをつきました。

«Θα κάτσεις επιτέλους ήσυχη;» είπε η μικρή λησταρχίνα. «Γιατί θα σε κάνω εγώ να κάτσεις.»

「しずかにしなよ。しないと、ナイフをからだにつきさすよ。」と、おいはぎのこむすめがいいました。

Σαν ήρθε το πρωί, η Γκέρντα διηγήθηκε στη μικρή λησταρχίνα όλα όσα της είπαν τα περιστέρια του Δάσους. Εκείνη την κοίταξε πολύ σοβαρή, ώσπου κούνησε το κεφάλι και είπε:
«Δεν έχει σημασία —δεν έχει σημασία. Ξέρεις που βρίσκεται η Λαπωνία;» ρώτησε τον Τάρανδο.

あさになって、ゲルダは、森のはとが話したことを、すっかりおいはぎのこむすめに話しました。するとむすめは、たいそうまじめになって、うなずきながら、
「まあいいや。どっちにしてもおなじことだ。」と、いいました。そして、「おまえ、ラップランドって、どこにあるのかしってるのかい。」と、むすめは、となかいにたずねました。

«Ποιος μπορεί να ξέρει καλύτερα από μένα;» είπε το ζωντανό, και τα μάτια του άρχισαν να αναπολούν. «Εκεί γεννήθηκα και μεγάλωσα —εκεί έτρεχα και χοροπηδούσα πάνω στους χιονισμένους αγρούς.»

「わたしほど、それをよくしっているものがございましょうか。」と、目をかがやかしながら、となかいがこたえました。「わたしはそこで生まれて、そだったのです。わたしはそこで、雪の野原を、はしりまわっていました。」

«Άκου,» είπε η μικρή λησταρχίνα στην Γκέρντα. «Οι άντρες έχουν φύγει, όμως η μητέρα μου είναι ακόμα εδώ, και θα μείνει. Όμως κοντά στο ξημέρωμα, πίνει πάντα μια γουλιά από το φλασκί της κι ύστερα κοιμάται λίγο. Τότε, θα κάνω κάτι για σένα.»

「ごらん。みんなでかけていってしまうだろう。おっかさんだけがうちにいる。おっかさんは、ずっとうちにのこっているのよ。でもおひるちかくなると、大きなびんからお酒をのんで、すこしのあいだ、ひるねするから、そのとき、おまえにいいことをしてあげようよ。」と、おいはぎのこむすめはゲルダにいいました。

Πήδηξε τότε απ’ το κρεβάτι κι έτρεξε στη μητέρα της.
«Καλημέρα γλυκιά μου μητέρα που είσαι σα γριά γίδα,» είπε καθώς την τραβούσε από το γένι, με τα χέρια τυλιγμένα γύρω από το λαιμό της.

それから女の子は、ぱんと、ねどこからはねおきて、おっかさんのくびのまわりにかじりついて、おっかさんのひげをひっぱりながら、こういいました。
「かわいい、めやぎさん、おはようございます。」

Η μητέρα έπιασε τη μύτη της και την κράτησε μέχρι που έγινε το πρόσωπό της κόκκινο και μπλε· όμως όλα αυτά ήτανε μονάχα από αγνή αγάπη.

すると、おっかさんは、女の子のはなが赤くなったり紫色むらさきいろになったりするまで、ゆびではじきました。でもこれは、かわいくてたまらない心からすることでした。

Μόλις η μητέρα ήπιε μια γουλιά απ’ το φλασκί της κι έπεσε να πάρει έναν υπνάκο, η μικρή λησταρχίνα πήγε στον Τάρανδο και είπε:
«Πολύ θα ήθελα να σε γαργαλήσω κι άλλο με το κοφτερό μαχαίρι μου, γιατί είσαι τόσο διασκεδαστικός, όμως θα σε ελευθερώσω και θα σε βοηθήσω να φύγεις για να μπορέσεις να πας πίσω στη Λαπωνία. Κοίτα να βαστήξουν γερά τα πόδια σου και να πας αυτό το μικρό κορίτσι στο παλάτι της Βασίλισσας του Χιονιού, εκεί που βρίσκεται ο μικρός της φίλος.

おっかさんが、びんのお酒をのんで、ねてしまったとき、おいはぎのこむすめは、となかいのところへいって、こういいました。
「わたしはもっと、なんべんも、なんべんも、ナイフでおまえを、くすぐってやりたいのだよ。だって、ずいぶんおかしいんだもの、でも、もういいさ。あたい、おまえがラップランドへ行けるように、つなをほどいてにがしてやろう。けれど、おまえはせっせとはしって、この子を、この子のおともだちのいる、雪の女王のごてんへ、つれていかなければいけないよ。

Φαντάζομαι πως άκουσες όλα όσα είπε, αφού μιλούσε αρκετά δυνατά κι εσύ άκουγες.»

おまえ、この子があたいに話していたこと、きいていたろう。とても大きなこえで話したし、おまえも耳をすまして、きいていたのだから。」

Ο Τάρανδος πήδηξε από τη χαρά του. Η μικρή λησταρχίνα σήκωσε τη Γκέρντα και προνόησε να την δέσει γερά πάνω στη ράχη του Τάρανδου· της έδωσε ακόμα κι ένα μικρό μαξιλάρι για να κάθεται.

となかいはよろこんで、高くはねあがりました。その背中においはぎのこむすめは、ゲルダをのせてやりました。そして用心ようじんぶかく、ゲルダをしっかりいわえつけて、その上、くらのかわりに、ちいさなふとんまで、しいてやりました。

«Ορίστε οι μάλλινες κάλτσες σου, γιατί θα κάνει κρύο· όμως το γούνινο μανίκι θα το κρατήσω εγώ, γιατί είναι πολύ όμορφο. Πάρε ένα ζευγάρι παραγεμισμένα γάντια της μητέρας μου· θα σου φτάνουν ως τον αγκώνα. Εμπρός, φόρεσέ τα! Τώρα μοιάζεις σαν την άσχημη γριά μάνα μου, τουλάχιστον στα χέρια!»

「まあ、どうでもいいや。」と、こむすめはいいました。「そら、おまえの毛皮のながぐつだよ。だんだんさむくなるからね。マッフはきれいだからもらっておくわ。けれど、おまえにさむいおもいはさせないわ。ほら、おっかさんの大きなまる手ぶくろがある。おまえなら、ひじのところまで、ちょうどとどくだろう。まあ、これをはめると、おまえの手が、まるであたいのいやなおっかさんの手のようだよ。」と、むすめはいいました。

Η Γκέρντα έκλαψε από χαρά.

ゲルダは、もううれしくて、涙なみだがこぼれました。

«Ωχ, δεν αντέχω να σε βλέπω να κλαψουρίζεις,» είπε η μικρή λησταρχίνα. «Τώρα είναι που θα έπρεπε να ‘σαι ευχαριστημένη. Πάρε δύο φρατζόλες ψωμί και ζαμπόν για να μη πεθάνεις απ’ την πείνα.»

「泣くなんて、いやなことだね。」と、おいはぎのこむすめはいいました。「ほんとは、うれしいはずじゃないの。さあ、ここにふたつ、パンのかたまりと、ハムがあるわ。これだけあれば、ひもじいおもいはしないだろう。」

Έδεσε το ψωμί και το κρέας στην πλάτη του Ταράνδου κι άνοιξε την πόρτα, φώναξε μέσα όλα τα σκυλιά, κι ύστερα, έκοψε με το μαχαίρι της το σχοινί που κρατούσε το ζώο δεμένο.
«Φύγε τώρα!» είπε η μικρή λησταρχίνα στον Τάρανδο, «πρόσεχε όμως το κορίτσι σαν τα μάτια σου!»

これらの品じなは、となかいの背中のうしろにいわえつけられました。おいはぎのむすめは戸をあけて、大きな犬をだまして、中にいれておいて、それから、よくきれるナイフでつなをきると、となかいにむかっていいました。
「さあ、はしって。そのかわり、その子に、よく気をつけてやってよ。」

Η Γκέρντα άπλωσε τα χέρια της με τα μεγάλα, παραγεμισμένα γάντια, να αγκαλιάσει τη μικρή λησταρχίνα. «Αντίο!» είπε, κι ο Τάρανδος πέταξε πάνω από θάμνους και βάτα μέσα στο μεγάλο δάσος, πάνω από βάλτους και ρείκια, όσο πιο γρήγορα μπορούσε.

そのとき、ゲルダは、大きなまる手ぶくろをはめた両手を、おいはぎのこむすめのほうにさしのばして、「さようなら。」といいました。とたんに、となかいはかけだしました。木の根、岩かどをとびこえ、大きな森をつきぬけて、沼地や草原もかまわず、いっしょうけんめい、まっしぐらにはしっていきました。

«Αψού! Αψού!» ακούστηκε στον ουρανό. Σαν κάποιος να φταρνίζονταν.

おおかみがほえ、わたりがらすがこえをたてました。ひゅッ、ひゅッ、空で、なにか音がしました。それはまるで花火があがったように。

«Είναι ο παλιόφιλός μου, το βόρειο σέλας,» είπε ο Τάρανδος, «κοίτα πώς λάμπει!» Κι αμέσως άρχισε να τρέχει ακόμα πιο γρήγορα, -μέρα και νύχτα πήγαινε, τα ψωμιά τελείωσαν και το ζαμπόν το ίδιο. Κι έφτασαν πια στη Λαπωνία…

「あれがわたしのなつかしい北極オーロラ光です。」と、となかいがいいました。「ごらんなさい。なんてよく、かがやいているでしょう。」
それからとなかいは、ひるも夜も、前よりももっとはやくはしって行きました。
パンのかたまりもなくなりました。ハムもたべつくしました。となかいとゲルダとは、ラップランドにつきました。

Ιστορία έκτη: Η γυναίκα από τη Λαπωνία, κι η γυναίκα από τη Φινλανδία.

第六のお話。ラップランドの女とフィンランドの女

Άξαφνα σταμάτησαν μπροστά σ’ ένα μικρό σπίτι, που έμοιαζε άθλιο και ταλαιπωρημένο. Η στέγη ακουμπούσε στο έδαφος, κι η πόρτα ήταν τόσο χαμηλή, που όλοι στην οικογένεια, έπρεπε να σέρνονται πάνω στην κοιλιά τους για να μπουν μέσα ή να βγουν έξω.

ちいさな、そまつなこやの前で、となかいはとまりました。そのこやはたいそうみすぼらしくて、屋根やねは地面じめんとすれすれのところまでも、おおいかぶさっていました。そして、戸口がたいそうひくくついているものですから、うちの人が出たり、はいったりするときには、はらばいになって、そこをくぐらなければなりませんでした。

Στο σπίτι δεν ήτανε κανένας, εκτός από μια γριά γυναίκα από τη Λαπωνία, που μαγείρευε ψάρι στο φως μιας παλιάς λάμπας. Ο Τάρανδος της είπε όλη την ιστορία της Γκέρντα αφού πρώτα είπε όλη τη δική του, που τη θεωρούσε πολύ πιο σημαντική. Η μικρούλα Γκέρντα ήταν τόσο παγωμένη που δεν μπορούσε ούτε να μιλήσει.

その家には、たったひとり年とったラップランドの女がいて、鯨油げいゆランプのそばで、おさかなをやいていました。となかいはそのおばあさんに、ゲルダのことをすっかり話してきかせました。でも、その前にじぶんのことをまず話しました。となかいは、じぶんの話のほうが、ゲルダの話よりたいせつだとおもったからでした。 ゲルダはさむさに、ひどくやられていて、口をきくことができませんでした。

«Φτωχή μικρούλα,» είπε η γυναίκα από τη Λαπωνία, «έχεις ακόμα πολύ δρόμο μπροστά σου. Περισσότερα από εκατό μίλια για να φτάσεις στη Φινλανδία. Εκεί έχει το εξοχικό της η Βασίλισσα του Χιονιού, εκεί που ανάβουν μπλε φώτα κάθε βράδυ.

「やれやれ、それはかわいそうに。」と、ラップランドの女はいいました。「おまえたちはまだまだ、ずいぶんとおくはしって行かなければならないよ。百マイル以上も北のフィンマルケンのおくふかくはいらなければならないのだよ。雪の女王はそこにいて、まい晩、青い光を出す花火をもやしているのさ。

Θα γράψω και θα σου δώσω μερικά λόγια εκ μέρους μου, όμως θα τα γράψω πάνω σ’ ένα ξερό ψάρι του ατλαντικού, γιατί χαρτί δεν έχω. Το σημείωμα αυτό θα το δώσεις στη γυναίκα από την Φινλανδία, κι αυτή με τη σειρά της, θα μπορέσει να σου δώσει περισσότερες πληροφορίες από μένα.»

わたしは紙をもっていないから、干鱈ひだらのうえに、てがみをかいてあげよう。これをフィンランドの女のところへもっておいで。その女のほうが、わたしよりもくわしく、なんでも教えてくれるだろうからね。」

Όταν το κορίτσι ζεστάθηκε καλά, έφαγε και ήπιε, η γυναίκα από τη Λαπωνία έγραψε μερικά λόγια πάνω σ’ ένα αποξηραμένο ψάρι, και παρακάλεσε την Γκέρντα να τα προσέξει σαν τα μάτια της. Ύστερα την έβαλε πάνω στον τάρανδο, την έδεσε γερά, και το ζώο έτρεξε μακριά.

さてゲルダのからだもあたたまり、たべものやのみものでげんきをつけてもらったとき、ラップランドの女は、干鱈ひだらに、ふたことみこと、もんくをかきつけて、それをたいせつにもっていくように、といってだしました。ゲルダは、またとなかいにいわえつけられてでかけました。

«Αψού! Αψού!» ακούστηκε πάλι στον αέρα, και τα πιο μαγευτικά μπλε φώτα άναψαν στον ουρανό ολόκληρη τη νύχτα, ώσπου κάποτε έφτασαν στην Φινλανδία. Χτύπησαν την καμινάδα της γυναίκας από την Φινλανδία, γιατί πόρτα δεν είχε να χτυπήσουν.

ひゅッひゅッ、空の上でまたいいました。ひと晩中、この上もなくうつくしい青色をした、極光オーロラがもえていました。――さて、こうして、となかいとゲルダとは、フィンマルケンにつきました。そして、フィンランドの女の家のえんとつを、こつこつたたきました。だってその家には、戸口もついていませんでした。

Έκανε τόση ζέστη μέσα στο σπίτι, που η γυναίκα από τη Φινλανδία ήταν σχεδόν μισόγυμνη. Ήταν τόσο μικροσκοπική και βρώμικη.

家の中は、たいへんあついので、その女の人は、まるではだか同様でした。せいのひくいむさくるしいようすの女でした。

Χαλάρωσε κάπως τα ρούχα της μικρής Γκέρντα και της έβγαλε τα χοντρά γάντια και τις μπότες, γιατί αλλιώς, θα έσκαγε από τη ζέστη. Πρώτα έβαλε ένα κομμάτι πάγου στο κεφάλι του Τάρανδου για να τον δροσίσει, κι ύστερα διάβασε εκείνα που ήταν γραμμένα πάνω στο ψαρό-δέρμα.

女はすぐに、ゲルダの着物や、手ぶくろや、ながぐつをぬがせました。そうしなければ、とてもあつくて、そこにはいられなかったからです。それから、となかいのあたまの上に、ひとかけ、氷のかたまりを、のせてやりました。

Τα διάβασε τρεις φορές και τότε σιγουρεύτηκε μέσα από την καρδιά της. Έβαλε το αποξηραμένο ψάρι στο ντουλάπι, -γιατί μια χαρά θα μπορούσε να φαγωθεί αργότερα, κι εκείνη δεν πετούσε τίποτα ποτέ.

そして、ひだらにかきつけてあるもんくを、三べんもくりかえしてよみました。そしてすっかりおぼえこんでしまうと、スープをこしらえる大なべの中へ、たらをなげこみました。そのたらはたべることができたからで、この女の人は、けっしてどんなものでも、むだにはしませんでした。

Τότε ο Τάρανδος είπε πάλι πρώτα τη δική του ιστορία, κι ύστερα, την ιστορία της Γκέρντα. Η γυναίκα από τη Φινλανδία έκλεισε τα μάτια της αλλά δεν είπε λέξη.

さて、となかいは、まずじぶんのことを話して、それからゲルダのことを話しました。するとフィンランドの女は、そのりこうそうな目をしばたたいただけで、なにもいいませんでした。

«Είσαι τόσο έξυπνη,» είπε ο Τάρανδος, «και ξέρω, πως μπορείς να στρίψεις όλους τους ανέμους μαζί και να τους κάνεις κόμπο. Αν ο ναυτικός λύσει έναν κόμπο, τότε θα έχει καλό άνεμο, αν λύσει δεύτερο, θα φυσήξει δυνατά, κι αν λύσει τον τρίτο και τον τέταρτο, τότε ο άνεμος θα μανιάσει τόσο που θα αναποδογυρίσει ολάκερα δάση.

「あなたは、たいそう、かしこくていらっしゃいますね。」と、となかいは、いいました。「わたしはあなたが、いっぽんのより糸で、世界中の風をつなぐことがおできになると、きいております。もしも舟のりが、そのいちばんはじめのむすびめをほどくなら、つごうのいい追風がふきます。二ばんめのむすびめだったら、つよい風がふきます。三ばんめと四ばんめをほどくなら、森ごとふきたおすほどのあらしがふきすさみます。

Θα δώσεις ένα φίλτρο στο κορίτσι, για ν’ αποκτήσει δύναμη ίση με δώδεκα αντρών και να νικήσει τη Βασίλισσα του Χιονιού;»

どうか、このむすめさんに、十二人りきがついて、しゅびよく雪の女王にかてますよう、のみものをひとつ、つくってやっていただけませんか。」

«Τη δύναμη δώδεκα αντρών!» είπε η γυναίκα από τη Φινλανδία. «Αυτό θα ήταν πολύ καλό!»

「十二人りきかい。さぞ役にたつ(「たつ」は底本では「たっ」)だろうよ。」と、フィンランド(「フィンランド」は底本では「フィランド」)の女はくりかえしていいました。

Πήγε τότε σ’ ένα ντουλάπι κι έβγαλε από κει ένα μεγάλο δέρμα, τυλιγμένο σε ρολό. Μόλις το ξετύλιξε, φάνηκαν κάτι παράξενα γράμματα γραμμένα πάνω του, κι γυναίκα από τη Φινλανδία άρχισε να διαβάζει, με τέτοιο ρυθμό που ιδρώτας στάλαζε από το μέτωπό της.

それから女の人は、たなのところへいって、大きな毛皮のまいたものをもってきてひろげました。それには、ふしぎなもんじがかいてありましたが、フィンランドの女は、ひたいから、あせがたれるまで、それをよみかえしました。

Βλέποντας όμως, από τη μια τον Τάρανδο που παρακαλούσε τόσο θερμά για χάρη της Γκέρντα, κι από την άλλη, την ικεσία μέσα στα δακρυσμένα μάτια του κοριτσιού, η γυναίκα από την Φινλανδία έγνεψε, πήρε τον Τάρανδο σε μια γωνιά, κι αφού έβαλε λίγο φρέσκο πάγο στο κεφάλι του, ψιθύρισαν μαζί μερικές κουβέντες ιδιαιτέρως.

でも、となかいは、かわいいゲルダのために、またいっしょうけんめい、その女の人にたのみました。ゲルダも目に涙をいっぱいためて、おがむように、フィンランドの女を見あげました。女はまた目をしばたたきはじめました。そして、となかいをすみのほうへつれていって、そのあたまにあたらしい氷をのせてやりながら、こうつぶやきました。

«Ο μικρός Κέι είναι πράγματι μαζί με την Βασίλισσα του Χιονιού, και του αρέσει πολύ εκεί. Νομίζει πως είναι το καλύτερο μέρος στον κόσμο, και το νομίζει γιατί έχει ένα κομμάτι γυαλί μέσα στο μάτι του, κι άλλο ένα στην καρδιά του. Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να βγουν αυτά, αλλιώς δεν θα επιστρέψει ποτέ πίσω στους ανθρώπους, κι η Βασίλισσα του Χιονιού θα συνεχίσει να τον εξουσιάζει.»

「カイって子は、ほんとうに雪の女王のお城にいるのだよ。そして、そこにあるものはなんでも気にいってしまって、世界にこんないいところはないとおもっているんだよ。けれどそれというのも、あれの目のなかには、鏡のかけらがはいっているし、しんぞうのなかにだって、ちいさなかけらがはいっているからなのだよ。だからそんなものを、カイからとりだしてしまわないうちは、あれはけっしてまにんげんになることはできないし、いつまでも雪の女王のいうなりになっていることだろうよ。」

«Δεν μπορείς όμως να δώσεις στην μικρή Γκέρντα κάτι που θα την κάνει πιο δυνατή απ’ όλα αυτά;»

「では、どんなものにも、うちかつことのできる力になるようなものを、ゲルダちゃんにくださるわけにはいかないでしょうか。」

«Δεν μπορώ να της δώσω περισσότερη δύναμη απ’ όση ήδη έχει. Δεν βλέπεις πόσο σπουδαία είναι; Δεν βλέπεις πως όλοι, άνθρωποι και ζώα, σπεύδουν να την βοηθήσουν, δεν βλέπεις πόσο καλά τα καταφέρνει κι ας είναι ξυπόλυτη;

「このむすめに、うまれついてもっている力よりも、大きな力をさずけることは、わたしにはできないことなのだよ。まあ、それはおまえさんにも、あのむすめがいまもっている力が、どんなに大きな力だかわかるだろう。ごらん、どんなにして、いろいろと人間やどうぶつが、あのむすめひとりのためにしてやっているか、どんなにして、はだしのくせに、あのむすめがよくもこんなとおくまでやってこられたか。

Δεν είμαστε εμείς που θα της μάθουμε τη δύναμή της. Η δύναμη βρίσκεται μέσα στην καρδιά της, γιατί είναι ένα γλυκό κι αθώο παιδί!

それだもの、あのむすめは、わたしたちから、力をえようとしてもだめなのだよ。それはあのむすめの心のなかにあるのだよ。それがかわいいむじゃきなこどもだというところにあるのだよ。

Αν δεν μπορέσει να φτάσει μόνη της στην Βασίλισσα του Χιονιού και να ελευθερώσει τον μικρό Κέι από το γυαλί, εμείς δεν μπορούμε να την βοηθήσουμε.

もし、あのむすめが、自分で雪の女王のところへ、でかけていって、カイからガラスのかけらをとりだすことができないようなら、まして、わたしたちの力におよばないことさ。

Δυο μίλια από δω, ξεκινά ο κήπος της Βασίλισσας του Χιονιού. Μπορείς να την πας εσύ ως εκεί. Άφησέ την πλάι στον θάμνο με τα κόκκινα μούρα, που στέκεται πάνω στο χιόνι. Μην πεις άλλες κουβέντες, μόνο βιάσου να γυρίσεις πίσω, όσο πιο γρήγορα μπορείς.»

もうここから二マイルばかりで、雪の女王のお庭の入口になるから、おまえはそこまで、あの女の子をはこんでいって、雪の中で、赤い実みをつけてしげっている、大きな木やぶのところに、おろしてくるがいい。それで、もうよけいな口をきかないで、さっさとかえっておいで。」

είπε η γυναίκα από την Φινλανδία κι έβαλε την Γκέρντα πάνω στην ράχη του Τάρανδου, και τότε αυτός άρχισε να τρέχει με όλη του τη δύναμη.

こういって、フィンランドの女は、ゲルダを、となかいのせなかにのせました。そこで、となかいは、ぜんそくりょくで、はしりだしました。