Snedronningen. Et eventyr i syv historier / Η Βασίλισσα του Χιονιού — на норвежском и греческом языках. Страница 3

Норвежско-греческая книга-билингва

Hans Christian Andersen

Snedronningen. Et eventyr i syv historier

Χανς Κρίστιαν Άντερσεν

Η Βασίλισσα του Χιονιού

Han ville nok bli glad for å se henne, høre hvilken lang vei hun hadde gått for hans skyld, og få greie på hvor bedrøvet alle de hjemme hadde vært da han ikke kom igjen.

«Σίγουρα θα χαρεί πολύ να σε δει, να ακούσει πόσο μακρύ ταξίδι έκανες για χάρη του, και να μάθει πόσο δυστυχισμένοι είναι όλοι στο σπίτι απ’ όταν δεν ξαναγύρισε.»

O, det var en frykt og en glede.

Ω, τι φόβος και χαρά μαζί!

Nå var de på trappen. Der brente en liten lampe på et skap. Midt på gulvet stod den tamme kråken og dreide hodet til alle sider og betraktet Gerda, som neide slik bestemor hadde lært henne.

Τώρα βάδιζαν στις σκάλες. Μια μοναχική λάμπα έκαιγε εκεί, και στο πλατύσκαλο έστεκε το ήμερο Κοράκι, γυρίζοντας το κεφάλι της πότε απ’ τη μια πλευρά, πότε απ’ την άλλη, κοιτάζοντας την Γκέρντα, που υποκλίνονταν όπως της είχε μάθει η γιαγιά της.

«Min forlovede har talt så vakkert om dem, min lille frøken», sa den tamme kråken. «Deres vita, som man kaller det, er også meget rørende! — Vil De ta lampen, så skal jeg gå foran. Her går vi den rette vei, for der treffer vi ingen!»

«Ο καλός μου, μού είπε τόσα καλά για σένα αγαπητή μου, νεαρή κυρία,» είπε το ήμερο Κοράκι.» Είναι τόσο συγκινητική η ιστορία σου. Αν έχεις την καλοσύνη να πάρεις τη λάμπα, εγώ θα πάω εμπρός. Θα πάμε ίσια μπροστά, γιατί έτσι δεν θα συναντήσουμε κανέναν.»

«Jeg synes det kommer noen etter like bak!» sa Gerda, og det suste forbi henne. Det var som skygger hen langs veggen, hester med flagrende manker og tynne ben, jegergutter, herrer og damer til hest.

«Μα νομίζω πως κάποιος είναι πίσω μας,» είπε η Γκέρντα, «και κάτι μας προσπέρασε βιαστικά, σαν σκοτεινή σκιά πάνω στον τοίχο· άλογα με κυματιστές χαίτες και λεπτά πόδια, κυνηγοί, κυρίες και κύριοι καβάλα στα άλογα.»

«Det er kun drømmene!» sa kråken. «De kommer og henter det høye herskapets tanker til jakt. Godt er det, så kan De bedre betrakte dem i sengen. Men la meg se at hvis De kommer til ære og verdighet, at De da viser et takknemlig hjerte!»

«Αυτά είναι μονάχα όνειρα,» είπε το Κοράκι, «που έρχονται για να προκαλέσουν τις σκέψεις των υψηλών προσώπων. Πάει καλά, θα μπορέσεις να τα δεις καλύτερα στο κρεβάτι. Μπορώ όμως να παρατηρήσω πως, όταν απολαμβάνει κανείς τιμή και διάκριση, έχει μια ευγνώμων καρδιά.

«Det er ikke noe å snakke om!» sa kråken fra skogen.

«Τς, τς! Δεν αξίζει να μιλάμε γι’ αυτά τώρα,» είπε το Κοράκι του δάσους.

Nå kom de inn i den første salen, den var av rosenrød sateng med kunstige blomster opp langs veggene. Her suste drømmene allerede forbi, men de fór så hurtig at Gerda ikke fikk sett det høye herskapet.

«Έφτασαν τότε στην πρώτη σάλα, που ήταν ντυμένη με ροδαλό σατέν και ψεύτικα λουλούδια στον τοίχο. Εδώ τα όνειρα έτρεχαν εδώ κι εκεί, όμως βιάζονταν τόσο πολύ, που η Γκέρντα δεν μπορούσε να δει τα υψηλά πρόσωπα.

Den ene salen ble prektigere enn den andre. Jo, man kunne nok bli forbløffet, og nå var de i sovekammeret.

Η μια σάλα ήταν πιο εξαίσια από την άλλη, στ’ αλήθεια μπορούσε κανείς να τα χάσει απ’ την ομορφιά τους. Στο τέλος, έφτασαν στην κρεβατοκάμαρα.

Loftet her inne lignet en stor palme med blader av glass, kostbart glass, og midt på gulvet, i en tykk stilk av gull, hang to senger, og hver så ut som liljer:

Το ταβάνι του δωματίου έμοιαζε μ’ ένα μεγάλο φοινικόδεντρο, που τα φύλλα του ήταν από γυαλί, ακριβό γυαλί. Εκεί στη μέση, από ένα χοντρό κλαδί κρέμονταν δύο κρεβάτια, που το καθένα τους έμοιαζε με έναν κρίνο.

Den ene var hvit, i den lå prinsessen. Den andre var rød, og i den var det at Gerda skulle søke lille Kay. Hun bøyde et av de røde bladene til side og da så hun en brun nakke. — Å, det var Kay.

Το ένα ήταν λευκό, και σ’ αυτό ήταν ξαπλωμένη η Πριγκίπισσα. Το άλλο ήταν κόκκινο, κι εκεί έπρεπε να ψάξει για τον μικρό Κέι η Γκέρντα. Έσκυψε πάνω από τα κόκκινα πέταλα, και είδε έναν καστανό λαιμό. Ω! Αυτός ήταν, ο Κέι!

Hun ropte hans navn ganske høyt, og holdt lampen hen til ham — drømmene suste til hest inn i stuen igjen — han våknet, dreide hodet og — det var ikke den lille Kay.

Φώναξε τότε το όνομά του δυνατά κρατώντας κοντά τη λάμπα, και καθώς τα όνειρα έτρεξαν πάλι βιαστικά μέσα στο δωμάτιο, εκείνος ξύπνησε, γύρισε το κεφάλι του, και —δεν ήταν ο μικρός Κέι!

Prinsen lignet ham kun på nakken, men ung og vakker var han. Og fra den hvite liljesengen tittet prinsessen ut og spurte hva det var. Da gråt den lille Gerda og fortalte hele sin historie og alt det kråkene hadde gjort for henne.

Ο Πρίγκιπας του έμοιαζε μονάχα στο λαιμό, αλλά ήταν νεαρός και όμορφος. Πίσω από τα λευκά πέταλα του κρίνου, κρυφοκοίταξε η Πριγκίπισσα και ρώτησε να μάθει τι συμβαίνει. Τότε η μικρή Γκέρντα άρχισε να κλαίει και διηγήθηκε όλη την ιστορία της, μα κι όλα όσα είχαν κάνει για κείνη τα Κοράκια.

«Din lille stakkar!» sa prinsen og prinsessen, og de roste kråkene og sa at de var slett ikke vrede på dem, men de skulle allikevel ikke gjøre det oftere. Imidlertid skulle de ha en belønning.

«Φτωχή μικρούλα!» είπαν μαζί ο Πρίγκιπας και η Πριγκίπισσα. Επαίνεσαν πολύ τα Κοράκια κι είπαν πως δεν είναι διόλου θυμωμένοι μαζί τους, όμως δεν θα έπρεπε να το ξανακάνουν χωρίς να ρωτήσουν. Ωστόσο, έπρεπε να τα ανταμείψουν για την καλή τους πράξη.

«Vil dere fly fritt», spurte prinsessen, «eller vil dere ha fast ansettelse som hoffkråker med alt det som faller av på kjøkkenet?»

«Θέλετε να σας αφήσουμε να πετάξετε ελεύθεροι,» ρώτησε η Πριγκίπισσα, «ή μήπως προτιμάτε να μονιμοποιηθείτε ως κοράκια της αυλής του παλατιού, με όλα τα ψίχουλα της κουζίνας δικά σας;»

Og begge kråkene neide og bad om fast ansettelse. For de tenkte på deres alderdom, og sa: «Det er så godt å ha noe for den gamle mann», som de kalte det.

Τα δυο Κοράκια κούνησαν το κεφάλι και προτίμησαν τη μόνιμη θέση, γιατί σκέφτηκαν τα γηρατειά τους, και είπαν:
«Είναι καλό να προνοεί κανείς για τα γηρατειά του.»

Og prinsen stod opp av sin seng og lot Gerda sove i den, og mere kunne han ikke gjøre.

Ο Πρίγκιπας σηκώθηκε και άφησε την Γκέρντα να κοιμηθεί στο κρεβάτι του, κι αυτό ήταν ότι περισσότερο μπορούσε να κάνει.

Hun foldet sine små hender og tenkte: «Så gode mennesker og dyr er», og så lukket hun sine øyne og sov så velsignet.

Εκείνη δίπλωσε τα χεράκια της και σκέφτηκε, «Τι καλοί άνθρωποι και ζώα!» κι ύστερα αποκοιμήθηκε βαριά.

Alle drømmene kom igjen flyvende inn, og da så de ut som Guds engler, og de trakk en liten kjelke, og på den satt Kay og nikket. Men det hele var kun drømmeri, og derfor var det også borte igjen så snart hun våknet.

Τα όνειρά ήρθαν ξανά κι έμοιαζαν τώρα με αγγέλους. Έσερναν ένα μικρό έλκηθρο, που μέσα του καθόταν ο μικρός Κέι και κουνούσε το κεφάλι· ήταν όμως μονάχα ένα όνειρο και γι’ αυτό εξαφανίστηκε αμέσως μόλις ξύπνησε.

Neste dag ble hun kledd opp fra topp til tå i silke og fløyel. Hun fikk tilbud om å bli på slottet og ha gode dager, men hun bad bare om å få en liten vogn med en hest for, og et par små støvler, så ville hun igjen kjøre ut i den vide verden og finne Kay.

Την επόμενη μέρα την έντυσαν από πάνω ως κάτω με μετάξι και βελούδο. Της πρότειναν αν ήθελε να μείνει στο παλάτι και να ζήσει εκεί μια ευτυχισμένη ζωή. Εκείνη όμως παρακάλεσε να της δώσουν μια μικρή άμαξα μ’ ένα άλογο να την σέρνει, κι ακόμα, ένα μικρό ζευγάρι παπούτσια. Ύστερα, είπε, θα πήγαινε ξανά έξω στον κόσμο, να ψάξει για τον Κέι.

Og hun fikk både støvler og muffe. Hun ble så nydelig kledd på, og da hun ville avsted, hold de ved døren en ny karét av rent gull. Prinsen og prinsessens våpen lyste fra den som en stjerne. Kusk, tjenere og forridere, for det var også forridere, satt kledd i gullkroner.

Της έδωσαν παπούτσια κι ένα γούνινο μανίκι για να ζεσταίνει τα χεράκια της· την έντυσαν στ’ αλήθεια πολύ όμορφα. Σαν ήταν έτοιμη να φύγει, μια ολοκαίνουργια άμαξα σταμάτησε μπροστά από την πόρτα. Ήταν από καθαρό χρυσάφι, ενώ ο αμαξάς, οι υπηρέτες και οι καβαλάρηδες ακόλουθοι, γιατί υπήρχαν και ακόλουθοι, φορούσαν όλοι χρυσά στέμματα.

Prinsen og prinsessen hjalp henne selv inn i vognen og ønsket henne all lykke.

Ο Πρίγκιπας και η Πριγκίπισσα βοήθησαν την μικρή να ανέβει στην άμαξα και της ευχήθηκαν καλή επιτυχία.

Skogkråken, som nå hadde blitt gift, fulgte med de første tre milene. Den satt ved siden av henne, for den kunne ikke tåle å kjøre baklengs. Den andre kråken stod i porten og slo med vingene, den fulgte ikke etter fordi den led av hodepine, siden den hadde fått fast ansettelse og for meget å spise.

Το Κοράκι του δάσους, που είχε πια παντρευτεί, τη συνόδεψε για τα πρώτα τρία μίλια. Κάθισε δίπλα στην Γκέρντα, γιατί δεν μπορούσε να πετά ανάποδα. Το άλλο Κοράκι στάθηκε στην πόρτα και χτυπούσε τα φτερά της. Δεν μπορούσε να συνοδεύσει κι εκείνη την Γκέρντα, γιατί υπέφερε από πονοκεφάλους από τότε που μονιμοποιήθηκε κι άρχισε να τρώει πολύ.

Inni var karéten fôret med sukkerkringler, og i setet var det frukter og peppernøtter.

Το εσωτερικό της άμαξας ήταν ντυμένο με ζαχαρωτά δαμάσκηνα, και τα καθίσματα ήταν φρούτα και μελόψωμο.

«Farvel! Farvel!» ropte prinsen og prinsessen, og den lille Gerda gråt, og kråken gråt. — Slik gikk de første milene. Da sa også kråken farvel, og det var den tyngste avskjeden.

«Στο καλό! Στο καλό!» φώναξαν ο Πρίγκιπας και η Πριγκίπισσα. Η Γκέρντα έκλαψε, και το Κοράκι το ίδιο. Έτσι πέρασαν τα πρώτα τρία μίλια. Τότε το Κοράκι την αποχαιρέτησε, κι αυτός ήταν ο πιο οδυνηρός αποχαιρετισμός απ’ όλους.

Den fløy opp i et tre og slo med sine sorte vinger så lenge den kunne se vognen, som strålte som det klare solskinn.

Πέταξε πάνω σ’ ένα δέντρο κι άρχισε να χτυπά τα μαύρα του φτερά για όσο έβλεπε την άμαξα, που έλαμπε από μακριά σαν ηλιαχτίδα…

Femte historie. Den lille røverpiken.

Ιστορία πέμπτη: Η μικρή λησταρχίνα

De kjørte gjennom den mørke skogen, men karéten skinte som et bluss, det skar røverne i øynene, det kunne de ikke tåle.

Το ταξίδι τους συνεχίστηκε μέσα από το πυκνό το δάσος, όμως η άμαξα έλαμπε σαν ολόλαμπρος πυρσός και δεν ήθελε πολύ να θαμπώσει τα μάτια των ληστών,

«Det er gull! Det er gull!» ropte de, styrtet frem og tok fatt i hestene, slo de små jockeyene, kuskene og tjenerne i hjel, og trakk nå den lille Gerda ut av vognen.

ώσπου δεν άντεξαν άλλο να τη βλέπουν. «Είναι από χρυσάφι! Είναι από χρυσάφι!» φώναξαν κι όρμησαν καταπάνω της. Άρπαξαν τα άλογα, έριξαν κάτω τους ακόλουθους, τον αμαξά και τους υπηρέτες, και τράβηξαν την μικρούλα Γκέρντα έξω από την άμαξα.

«Hun er fôret, hun er nydelig, hun er fetet med nøttekjerner!» sa den gamle røverkjerringen, som hadde et langt, stritt skjegg, og øyenbryn som hang henne ned over øynene.

«Τι παχουλή, τι όμορφη που είναι! Πρέπει να είναι ταϊσμένη με καρύδια κι αμύγδαλα,» είπε η μεγάλη λησταρχίνα, που είχε μια μακριά, άθλια γενειάδα και πυκνά φρύδια, που κρέμονταν πάνω από τα μάτια της.

«Det så godt som et lite fettlam! Nå, så hun skal smake!» og så trakk hun ut sin blanke kniv, og den skinte så at det var fryktelig.

«Είναι σαν καλοταϊσμένο αρνάκι! Θα ‘ναι πολύ νόστιμη!» Τράβηξε τότε ένα μαχαίρι, κι η λεπίδα του άστραψε τρομερή.

«Au!» sa kjerringen i det samme, hun ble bitt i øret av sin egen lille datter som hang på hennes rygg, og var så vill og uvøren så det var en lyst. «Din gremme unge!» sa moren og fikk ikke tid til å drepe Gerda.

«Άουτς!» φώναξε άξαφνα η λησταρχίνα, σαν την δάγκωσε στ’ αυτί η μικρή της κόρη, που κρέμονταν στην πλάτη της. Ήταν τόσο άγρια κι ατίθαση αυτή η μικρή, που σχεδόν διασκέδαζε κανείς σαν την έβλεπε. «Παλιόπαιδο!» τσίριξε η μητέρα, κι η απόπειρα να σκοτώσει την Γκέρντα, απόμεινε στη μέση.

«Hun skal leke med meg!» sa den lille røverpiken. «Hun skal gi meg sin muffe, og sin vakre kjole, og sove hos meg i min seng!» Og så bet hun igjen så røverkjerringen hoppet i været og dreide seg rundt. Og alle røverne lo, og sa: «Se hvordan hun danser med sin unge!»

«Θέλω να παίξει μαζί μου. Θα μου δώσει το γούνινο μανίκι της και το όμορφο φόρεμά της. Και θα κοιμηθεί στο κρεβάτι μου!» είπε η μικρή λησταρχίνα κι έδωσε άλλη μια δαγκωνιά στη μητέρα της, τόσο δυνατή, που την έκανε να πηδήξει από τον πόνο κι άρχισε να τρέχει γύρω γύρω.
«Κοίτα την πως χορεύει!» χαχάνισαν οι ληστές.

«Jeg vil inn i karéten!» sa den lille røverpiken, og hun måtte og ville ha sin vilje, for hun var så forkjølet og så stiv.

«Θα μπω κι εγώ στην άμαξα,» είπε η μικρή λησταρχίνα, και δεν υπήρχε περίπτωση να μη γίνει το δικό της· τόσο πολύ κακομαθημένη και πεισματάρα ήταν.

Hun og Gerda satt seg inn i den, og så kjørte de over stubb og torn, dypere inn i skogen. Den lille røverpiken var like stor som Gerda, men sterkere, mere bredskuldret, og mørk i huden. Øynene var ganske sorte, de så nesten bedrøvet ut. Hun tok den lille Gerda om livet, og sa:

Έτσι, μπήκε μαζί με την Γκέρντα στην άμαξα, και κίνησαν μακριά, πάνω από κούτσουρα κομμένων δέντρων, βαθιά, όλο και πιο βαθιά μέσα στο δάσος. Η μικρή λησταρχίνα είχε το ίδιο μπόι με την Γκέρντα, ήταν όμως πιο δυνατή, με πλατιούς ώμους και μαυρισμένη. Τα μάτια της ήταν ολόμαυρα κι έμοιαζαν σχεδόν μελαγχολικά. Αγκάλιασε την μικρή Γκέρντα και είπε:

«De skal ikke drepe deg så lenge jeg ikke blir vred på deg! Du er antageligvis en prinsesse?»

«Όσο δεν είμαι δυσαρεστημένη μαζί σου, δεν πρόκειται κανείς να σε σκοτώσει. Είσαι, χωρίς αμφιβολία, μια Πριγκίπισσα, έτσι;»

«Nei», sa lille Gerda, og fortalte henne alt det hun hadde opplevd, og hvor meget hun holdt av lille Kay.

«Όχι,» είπε η Γκέρντα, κι αμέσως άρχισε να σκέφτεται όλα όσα της είχαν συμβεί και πόσο μεγάλη ήταν η έγνοια της για τον μικρό της Κέι.

Røverpiken så ganske så alvorlig på henne, nikket litt med hodet, og sa: «De skal ikke drepe deg, selv om jeg ennå skulle bli vred på deg, da skal jeg nok gjøre det selv!» Og så tørket hun Gerdas øyne, og puttet så begge sine hender inn i den vakre muffen som var så bløt og så varm.

Η μικρή λησταρχίνα την κοίταξε όλο σοβαρότητα και κούνησε το κεφάλι.
«Δεν πρόκειται να σε σκοτώσουν ούτε κι όταν θυμώσω μαζί σου: γιατί τότε θα το κάνω εγώ,» είπε, και σκούπισε τα μάτια της Γκέρντα, κι ύστερα, έβαλε τα δυο της χέρια στο γούνινο μανίκι που ήταν τόσο μαλακό και ζεστό.

Nå stoppet karéten opp. De var midt inne på gården til et røverslott. Det var revnet fra øverst til nederst, ravner og kråker fløy ut av de åpne hullene, og de store bikkjene, som hver så ut til å kunne sluke et menneske, hoppet høyt i været, men de gjødde ikke, for det var forbudt.

Κάποτε η άμαξα σταμάτησε. Είχαν φτάσει στη μέση της αυλής του κάστρου ενός ληστή, που ήταν γεμάτο ρωγμές από πάνω ως κάτω, και μέσα απ’ τα ανοίγματα, πετούσαν καρακάξες και κουρούνες. Τα πελώρια σκυλιά πήδηξαν πάνω, κι έμοιαζαν πως μπορούσε το καθένα από δαύτα να καταπιεί κι από έναν ολόκληρο άνθρωπο· όμως δεν γαύγισαν καθόλου, γιατί ήταν απαγορευμένο.

I den store, gamle, sotete salen brente en stor ild midt på stengulvet. Røken trakk hen under loftet og måtte selv finne en vei ut. En stor bryggekjele kokte med suppe, og både harer og kaniner vendtes på spidd.

Στο μέσο μιας μεγάλης παλιάς και καπνισμένης σάλας, έκαιγε μια φωτιά πάνω στο πέτρινο πάτωμα. Ο καπνός χάνονταν κάτω από τις πέτρες αναζητώντας διέξοδο. Σ’ ένα τεράστιο καζάνι έβραζε μια σούπα, ενώ λαγοί και κουνέλια ψήνονταν στην σούβλα.

«Du skal sove med meg i natt her hos alle mine smådyr!» sa røverpiken. De fikk å spise og drikke, og gikk så hen i et hjørne hvor det lå halm og tepper.

«Θα κοιμηθείς μαζί μου απόψε, παρέα με όλα μου τα ζώα,» είπε η μικρή λησταρχίνα, κι αφού έφαγαν και ήπιαν, πήγαν σε μια γωνιά στρωμένη με άχυρα και χαλιά.

Ovenover, på lekter og pinner, satt nesten hundre duer som alle syntes å sove, men dreide seg dog litt da småpikene kom.

Εκεί δίπλα, πάνω σε κούρνιες και σανίδια, κάθονταν ίσαμε εκατό περιστέρια κι όλα φαίνονταν να κοιμούνται, κουνήθηκαν όμως λίγο μόλις πλησίασε η μικρή λησταρχίνα.

«Det er alle sammen mine!» sa den lille røverpiken, og grep raskt fatt i en av de nærmeste, holdt den ved benene og rystet den slik at den slo med vingene.

«Είναι όλα δικά μου,» είπε, πιάνοντας από τα πόδια ένα που ήταν κοντά της, κι άρχισε να το κουνά τόσο δυνατά, όσο να κάνει τα φτερά του να φτερουγίσουν.

«Kyss den!» ropte hun, og basket med den i ansiktet på Gerda.

«Φίλησέ το,» φώναξε και πέταξε το περιστέρι πάνω στο πρόσωπο της Γκέρντα.

«Der sitter skogsslynglene!» fortsatte hun, og viste bak en mengde stenger som var slått i et hull i muren høyt oppe.

«Εκεί πάνω είναι η παρέα του δάσους,» συνέχισε δείχνοντας μερικά ξυλάκια στερεωμένα μπροστά σε μια τρύπα, ψηλά πάνω στον στοίχο.

«Det er skogsslynglene, de to! De flyr straks vekk om man ikke har dem ordentlig låst. Og her står min gamle kjæreste Bæ!» Og hun trakk et reinsdyr ved hornet, som hadde en blank kobberring om halsen og var bundet.

«Θα είχανε πετάξει μακριά αν δεν τα είχα έτσι γερά κλεισμένα στο κλουβί. Κι αυτός εδώ, είναι ο γερο-αγαπημένος μου, ο Μπακ,» είπε και πιάστηκε από τα κέρατα ενός τάρανδου, που ήταν δεμένος από ένα λαμπερό χάλκινο δαχτυλίδι γύρω απ’ τον λαιμό του.

«Ham må vi også ha i klemme, ellers springer han også fra oss. Hver eneste aften kiler jeg ham på halsen med min skarpe kniv, det er han så redd for!»

«Πρέπει να τον κρατάμε δεμένο κι αυτόν τον φιλαράκο, αλλιώς θα το σκάσει. Κάθε βράδυ τον γαργαλάω στον λαιμό με το κοφτερό μαχαίρι μου· τρομάζει πολύ!»

Og den lille piken trakk en lang kniv ut av en sprekke i muren, og lot den gli over reinsdyrets hals. Det stakkars dyr slo ut med benene, og røverpiken lo, og trakk så Gerda med ned i sengen.

Κι έβγαλε αμέσως ένα μακρύ μαχαίρι μέσα από μια σχισμή του τοίχου, και τ’ άφησε να λαμπυρίσει πάνω από τον λαιμό του καημένου του τάρανδου που άρχισε να κλωτσά. Η μικρή λησταρχίνα έβαλε τα γέλια και τράβηξε την Γκέρντα μαζί της στο κρεβάτι.

«Skal du ha med kniven når du skal sove?» spurte Gerda, og så litt redd på den.

«Σκοπεύεις να κρατάς το μαχαίρι ενώ κοιμάσαι;» ρώτησε η Γκέρντα, κοιτάζοντας τη λεπίδα του αρκετά φοβισμένη.

«Jeg sover alltid med kniv!» sa den lille røverpiken. «Man vet aldri hva som kan komme. Men fortell meg nå igjen det du fortalte før om lille Kay, og hvorfor du har gått ut i den vide verden.»

«Πάντα κοιμάμαι με το μαχαίρι μου,» απάντησε η μικρή λησταρχίνα. «Κανείς δεν ξέρει τι μπορεί να συμβεί. Πες μου όμως, άλλη μια φορά, τα πάντα για τον μικρό Κέι και γιατί βγήκες μόνη σου στον κόσμο.»

Og Gerda fortalte forfra, og skogduene kurret der oppe i buret, de andre duene sov.

Κι η Γκέρντα τα είπε όλα από την αρχή, ενώ τα περιστέρια του δάσους έκαναν Κουού κουού από ψηλά στο κλουβί τους, και τα υπόλοιπα κοιμόνταν.

Den lille røverpiken la sin arm om Gerdas hals, holdt kniven i den andre hånden, og sov så man kunne høre det. Men Gerda kunne slett ikke lukke sine øyne, hun visste ikke om hun skulle leve eller dø.

Η μικρή λησταρχίνα είχε σφίξει το μπράτσο της γύρω από το λαιμό της Γκέρντα και με το μαχαίρι στο άλλο χέρι, ροχάλιζε τόσο δυνατά που όλοι την άκουγαν. Όμως η Γκέρντα δεν μπορούσε να κλείσει μάτι, γιατί δεν ήξερε αν θα ζούσε ή θα πέθαινε.

Røverne satt rundt om ilden, sang og drakk, og røverkjerringen slo kolbøtter.

Οι ληστές κάθισαν γύρω από τη φωτιά, τραγούδησαν και ήπιαν, κι η μεγάλη λησταρχίνα χοροπήδησε τόσο, που τρόμαξε τη μικρή Γκέρντα.

O! Det var ganske forferdelig for den lille piken å se på.


Da sa skogduene: «Kurr, kurr! Vi har sett den lille Kay. En hvit høne bar hans kjelke, han satt i Snedronningens vogn som fór lavt hen over skogen da vi lå i rede. Hun blåste på oss unger, og alle døde de, utenom vi to. Kurr! Kurr!»

«Κουού! Κουού!» είπαν τότε τα περιστέρια, «Εμείς έχουμε δει τον μικρό Κέι! Μια λευκή πουλάδα κουβαλά το έλκηθρό του. Εκείνος κάθεται στο έλκηθρο της Βασίλισσας του Χιονιού, που πέρασε από δω όσο εμείς καθόμασταν στη φωλιά μας. Φύσηξε πάνω μας, στα νεαρά, και όλα πέθαναν εκτός από εμάς τους δυο. Κουού! Κουού!»

«Hva sier dere der oppe?» ropte Gerda. «Hvor reiste Snedronningen hen? Vet dere noe om det?»

«Τι λέτε εσείς εκεί πάνω;» φώναξε η Γκέρντα. «Πού πήγε η Βασίλισσα του Χιονιού; Ξέρετε πού πήγε;»

«Hun reiste saktens til Lappland, for der er det alltid sne og is! Spør bare reinsdyret, som står bundet i repet.»

«Χωρίς αμφιβολία, πήγε στη Λαπωνία, γιατί εκεί υπάρχει πάντοτε χιόνι και πάγος. Ρώτησε τον Τάρανδο, αυτόν που είναι δεμένος εκεί.»

«Der er det is og sne, det er velsignet og godt!» sa reinsdyret. «Der hopper man fritt om i de store skinnende dalene! Der har Snedronningen sitt sommertelt, men hennes faste slott er oppe mot Nordpolen, på den øyen som kalles Spitsberg!»

«Χιόνι και πάγος υπάρχει εκεί! Είναι εκεί, λαμπρό και όμορφο!» είπε ο Τάρανδος. «Εκεί μπορεί κανείς να τρέξει πάνω στις πελώριες αστραφτερές κοιλάδες! Η Βασίλισσα του Χιονιού έχει εκεί το εξοχικό της, μα η μόνιμη κατοικία της είναι ψηλά, κοντά στον Βόριο Πόλο, στο νησί που ονομάζεται Σπιτσβέργη.»

«Å, Kay, lille Kay!» sukket Gerda.

«Ω, Κέι! Φτωχέ μου Κέι!» αναστέναξε η Γκέρντα.

«Nå skal du ligge stille», sa røverpiken, «ellers får du kniven opp i magen!»

«Θα κάτσεις επιτέλους ήσυχη;» είπε η μικρή λησταρχίνα. «Γιατί θα σε κάνω εγώ να κάτσεις.»

Om morgenen fortale Gerda henne alt det skogduene hadde sagt, og den lille røverpiken så ganske alvorlig ut, men nikket med hodet, og sa: «Det er det samme! Det er det samme. — Vet du hvor Lappland er?» spurte hun reinsdyret.

Σαν ήρθε το πρωί, η Γκέρντα διηγήθηκε στη μικρή λησταρχίνα όλα όσα της είπαν τα περιστέρια του Δάσους. Εκείνη την κοίταξε πολύ σοβαρή, ώσπου κούνησε το κεφάλι και είπε:
«Δεν έχει σημασία —δεν έχει σημασία. Ξέρεις που βρίσκεται η Λαπωνία;» ρώτησε τον Τάρανδο.

«Hvem skulle vite det bedre enn jeg?» sa dyret, og øynene løp i hodet på det. «Der er jeg født og båret, der har jeg sprunget på snemarken!»

«Ποιος μπορεί να ξέρει καλύτερα από μένα;» είπε το ζωντανό, και τα μάτια του άρχισαν να αναπολούν. «Εκεί γεννήθηκα και μεγάλωσα —εκεί έτρεχα και χοροπηδούσα πάνω στους χιονισμένους αγρούς.»

«Hør!» sa røverpiken til Gerda. «Du ser at alle våre mannfolk er borte, men mutter er her ennå, og hun blir. Men utover morgenstunden drikker hun av den store flasken, og tar seg så en liten lur ovenpå — da skal jeg gjøre noe for deg!»

«Άκου,» είπε η μικρή λησταρχίνα στην Γκέρντα. «Οι άντρες έχουν φύγει, όμως η μητέρα μου είναι ακόμα εδώ, και θα μείνει. Όμως κοντά στο ξημέρωμα, πίνει πάντα μια γουλιά από το φλασκί της κι ύστερα κοιμάται λίγο. Τότε, θα κάνω κάτι για σένα.»

Nå hoppet hun ut av sengen, fór hen om halsen på moderen, trakk henne i munnskjegget, og sa: «Min egen søte geitebukk, god morgen!»

Πήδηξε τότε απ’ το κρεβάτι κι έτρεξε στη μητέρα της.
«Καλημέρα γλυκιά μου μητέρα που είσαι σα γριά γίδα,» είπε καθώς την τραβούσε από το γένι, με τα χέρια τυλιγμένα γύρω από το λαιμό της.

Og moren knipset henne under nesen så den ble rød og blå, men det var alt sammen av bare kjærlighet.

Η μητέρα έπιασε τη μύτη της και την κράτησε μέχρι που έγινε το πρόσωπό της κόκκινο και μπλε· όμως όλα αυτά ήτανε μονάχα από αγνή αγάπη.

Da nå moderen hadde drukket av sin flaske og fikk seg en liten lur, gikk røverpiken hen til reinsdyret, og sa: «Jeg kunne ha besynderlig lyst til å kile deg ennå mange ganger med den skarpe kniven, for da er du så morsom, men det er det samme. Jeg skal løsne din snor og hjelpe deg utenfor, slik at du kan løpe til Lappland, men du skal ta benene med deg, og bringe for meg denne lille piken til Snedronningens slott hvor hennes lekebror er.

Μόλις η μητέρα ήπιε μια γουλιά απ’ το φλασκί της κι έπεσε να πάρει έναν υπνάκο, η μικρή λησταρχίνα πήγε στον Τάρανδο και είπε:
«Πολύ θα ήθελα να σε γαργαλήσω κι άλλο με το κοφτερό μαχαίρι μου, γιατί είσαι τόσο διασκεδαστικός, όμως θα σε ελευθερώσω και θα σε βοηθήσω να φύγεις για να μπορέσεις να πας πίσω στη Λαπωνία. Κοίτα να βαστήξουν γερά τα πόδια σου και να πας αυτό το μικρό κορίτσι στο παλάτι της Βασίλισσας του Χιονιού, εκεί που βρίσκεται ο μικρός της φίλος.

Du har nok hørt det hun fortalte, for hun snakket høyt nok, og du lurer!»

Φαντάζομαι πως άκουσες όλα όσα είπε, αφού μιλούσε αρκετά δυνατά κι εσύ άκουγες.»

Reinsdyret hoppet høyt av glede. Røverpiken løftet lille Gerda opp, og var forsiktig nok til å binde henne fast, ja til og med å gi henne en liten pute å sitte på.

Ο Τάρανδος πήδηξε από τη χαρά του. Η μικρή λησταρχίνα σήκωσε τη Γκέρντα και προνόησε να την δέσει γερά πάνω στη ράχη του Τάρανδου· της έδωσε ακόμα κι ένα μικρό μαξιλάρι για να κάθεται.

«Det er det samme», sa hun. «Der har du dine lodne støvler, for det blir kaldt, men muffen beholder jeg, den er altfor nydelig! Allikevel skal du ikke fryse. Her har du min moders store polvanter, de når deg like opp til albuen. Stikk i! — Nå ser du akkurat ut som min ekle moder på hendene!»

«Ορίστε οι μάλλινες κάλτσες σου, γιατί θα κάνει κρύο· όμως το γούνινο μανίκι θα το κρατήσω εγώ, γιατί είναι πολύ όμορφο. Πάρε ένα ζευγάρι παραγεμισμένα γάντια της μητέρας μου· θα σου φτάνουν ως τον αγκώνα. Εμπρός, φόρεσέ τα! Τώρα μοιάζεις σαν την άσχημη γριά μάνα μου, τουλάχιστον στα χέρια!»

Og Gerda gråt av glede.

Η Γκέρντα έκλαψε από χαρά.

«Jeg kan ikke orke at du beljer!» sa den lille røverpiken. «Nå skal du iallefall se fornøyd ut! Og der har du to brød og en skinke, så skal du ikke sulte.»

«Ωχ, δεν αντέχω να σε βλέπω να κλαψουρίζεις,» είπε η μικρή λησταρχίνα. «Τώρα είναι που θα έπρεπε να ‘σαι ευχαριστημένη. Πάρε δύο φρατζόλες ψωμί και ζαμπόν για να μη πεθάνεις απ’ την πείνα.»

Begge deler ble bundet bak på reinsdyret. Den lille røverpiken åpnet døren, lokket alle de store hundene inn, og så skar hun repet over med sin kniv, og sa til reinsdyret: «Løp så! Men pass vel på den lille piken!»

Έδεσε το ψωμί και το κρέας στην πλάτη του Ταράνδου κι άνοιξε την πόρτα, φώναξε μέσα όλα τα σκυλιά, κι ύστερα, έκοψε με το μαχαίρι της το σχοινί που κρατούσε το ζώο δεμένο.
«Φύγε τώρα!» είπε η μικρή λησταρχίνα στον Τάρανδο, «πρόσεχε όμως το κορίτσι σαν τα μάτια σου!»

Og Gerda strakte hendene med de store polvanter ut mot røverpiken og sa farvel, og så fløy reinsdyret avsted over busker og stubber, gjennom den store skogen, over moser og stepper, alt hva den kunne.

Η Γκέρντα άπλωσε τα χέρια της με τα μεγάλα, παραγεμισμένα γάντια, να αγκαλιάσει τη μικρή λησταρχίνα. «Αντίο!» είπε, κι ο Τάρανδος πέταξε πάνω από θάμνους και βάτα μέσα στο μεγάλο δάσος, πάνω από βάλτους και ρείκια, όσο πιο γρήγορα μπορούσε.

Ulvene hylte og ravnene skrek. «Fut! Fut!» sa det på himlen. Det var som om den nyste rødt.

«Αψού! Αψού!» ακούστηκε στον ουρανό. Σαν κάποιος να φταρνίζονταν.

«Det er mine gamle nordlys!» sa reinsdyret. «Se hvor de lyser!» Og så løp den ennå mere av sted, natt og dag. Brødene ble spist, skinken med, og så var de i Lappland.

«Είναι ο παλιόφιλός μου, το βόρειο σέλας,» είπε ο Τάρανδος, «κοίτα πώς λάμπει!» Κι αμέσως άρχισε να τρέχει ακόμα πιο γρήγορα, -μέρα και νύχτα πήγαινε, τα ψωμιά τελείωσαν και το ζαμπόν το ίδιο. Κι έφτασαν πια στη Λαπωνία…

Sjette historie. Lappekonen og finnekonen.

Ιστορία έκτη: Η γυναίκα από τη Λαπωνία, κι η γυναίκα από τη Φινλανδία.

De stoppet opp ved et lite hus. Det var så ynkelig. Taket gikk ned til jorden, og døren var så lav at familien måtte krype på magen når de ville ut eller inn.

Άξαφνα σταμάτησαν μπροστά σ’ ένα μικρό σπίτι, που έμοιαζε άθλιο και ταλαιπωρημένο. Η στέγη ακουμπούσε στο έδαφος, κι η πόρτα ήταν τόσο χαμηλή, που όλοι στην οικογένεια, έπρεπε να σέρνονται πάνω στην κοιλιά τους για να μπουν μέσα ή να βγουν έξω.

Her var ingen hjemme uten en gammel lappekone som stod og stekte fisk ved en tranlampe. Og reinsdyret fortalte hele Gerdas historie, men først sin egen, for det syntes den var mye viktigere, og Gerda var så forkommet av kulde at hun ikke kunne tale.

Στο σπίτι δεν ήτανε κανένας, εκτός από μια γριά γυναίκα από τη Λαπωνία, που μαγείρευε ψάρι στο φως μιας παλιάς λάμπας. Ο Τάρανδος της είπε όλη την ιστορία της Γκέρντα αφού πρώτα είπε όλη τη δική του, που τη θεωρούσε πολύ πιο σημαντική. Η μικρούλα Γκέρντα ήταν τόσο παγωμένη που δεν μπορούσε ούτε να μιλήσει.

«Akk, dere arme stakkarer!» sa lappekonen. «Da har dere ennå langt å løpe! Dere må avsted over hundre mil inn i Finnmarken, for der ligger Snedronningen på landet og brenner blålys hver evige aften.

«Φτωχή μικρούλα,» είπε η γυναίκα από τη Λαπωνία, «έχεις ακόμα πολύ δρόμο μπροστά σου. Περισσότερα από εκατό μίλια για να φτάσεις στη Φινλανδία. Εκεί έχει το εξοχικό της η Βασίλισσα του Χιονιού, εκεί που ανάβουν μπλε φώτα κάθε βράδυ.

Jeg skal skrive et par ord på en tørr klippfisk, papir har jeg ikke, den skal jeg gi dere med til finnekonen der oppe, hun kan fortelle dere mere enn jeg!»

Θα γράψω και θα σου δώσω μερικά λόγια εκ μέρους μου, όμως θα τα γράψω πάνω σ’ ένα ξερό ψάρι του ατλαντικού, γιατί χαρτί δεν έχω. Το σημείωμα αυτό θα το δώσεις στη γυναίκα από την Φινλανδία, κι αυτή με τη σειρά της, θα μπορέσει να σου δώσει περισσότερες πληροφορίες από μένα.»

Og da nå Gerda hadde blitt varmet og hadde fått å spise og drikke, skrev lappekonen et par ord på en tørr klippfisk, bad Gerda passe vel på den, bandt henne igjen fast på reinsdyret, og det sprang avsted.

Όταν το κορίτσι ζεστάθηκε καλά, έφαγε και ήπιε, η γυναίκα από τη Λαπωνία έγραψε μερικά λόγια πάνω σ’ ένα αποξηραμένο ψάρι, και παρακάλεσε την Γκέρντα να τα προσέξει σαν τα μάτια της. Ύστερα την έβαλε πάνω στον τάρανδο, την έδεσε γερά, και το ζώο έτρεξε μακριά.

«Fut! Fut!» sa det oppe i luften, hele natten brente de vakreste blåe nordlys — og så kom de til Finnmarken og banket på finnekonens skorsten, for hun hadde ikke en gang dør.

«Αψού! Αψού!» ακούστηκε πάλι στον αέρα, και τα πιο μαγευτικά μπλε φώτα άναψαν στον ουρανό ολόκληρη τη νύχτα, ώσπου κάποτε έφτασαν στην Φινλανδία. Χτύπησαν την καμινάδα της γυναίκας από την Φινλανδία, γιατί πόρτα δεν είχε να χτυπήσουν.

Det var en hete der inne, så finnekonen selv gikk nesten helt naken. Liten var hun, og ganske grå.

Έκανε τόση ζέστη μέσα στο σπίτι, που η γυναίκα από τη Φινλανδία ήταν σχεδόν μισόγυμνη. Ήταν τόσο μικροσκοπική και βρώμικη.

Hun løsnet straks klærne på lille Gerda, tok polvantene og støvlene av, for ellers hadde hun fått det for hett, la et stykke is på reinsdyrets hode, og leste så det som stod skrevet på klippfisken.

Χαλάρωσε κάπως τα ρούχα της μικρής Γκέρντα και της έβγαλε τα χοντρά γάντια και τις μπότες, γιατί αλλιώς, θα έσκαγε από τη ζέστη. Πρώτα έβαλε ένα κομμάτι πάγου στο κεφάλι του Τάρανδου για να τον δροσίσει, κι ύστερα διάβασε εκείνα που ήταν γραμμένα πάνω στο ψαρό-δέρμα.

Hun leste det tre ganger, og så kunne hun det utenat og puttet fisken i matgryten, for den kunne jo godt spises, og hun spilte aldri noe.

Τα διάβασε τρεις φορές και τότε σιγουρεύτηκε μέσα από την καρδιά της. Έβαλε το αποξηραμένο ψάρι στο ντουλάπι, -γιατί μια χαρά θα μπορούσε να φαγωθεί αργότερα, κι εκείνη δεν πετούσε τίποτα ποτέ.

Nå fortalte reinsdyret først sin historie, og så den lille Gerdas, og finnekonen blunket med de kloke øynene, men sa ikke noe.

Τότε ο Τάρανδος είπε πάλι πρώτα τη δική του ιστορία, κι ύστερα, την ιστορία της Γκέρντα. Η γυναίκα από τη Φινλανδία έκλεισε τα μάτια της αλλά δεν είπε λέξη.

«Du er så klok», sa reinsdyret. «Jeg vet du kan binde alle verdens vinder i en sytråd. Når skipperen løsner den ene knuten får han god vind, løser han den andre da blåser det skarpt, og løser han den tredje og fjerde, da stormer det så skogene faller om.

«Είσαι τόσο έξυπνη,» είπε ο Τάρανδος, «και ξέρω, πως μπορείς να στρίψεις όλους τους ανέμους μαζί και να τους κάνεις κόμπο. Αν ο ναυτικός λύσει έναν κόμπο, τότε θα έχει καλό άνεμο, αν λύσει δεύτερο, θα φυσήξει δυνατά, κι αν λύσει τον τρίτο και τον τέταρτο, τότε ο άνεμος θα μανιάσει τόσο που θα αναποδογυρίσει ολάκερα δάση.

Vil du ikke gi den lille piken en drikk, så hun kan få tolv manns styrke og overvinne Snedronningen?»

Θα δώσεις ένα φίλτρο στο κορίτσι, για ν’ αποκτήσει δύναμη ίση με δώδεκα αντρών και να νικήσει τη Βασίλισσα του Χιονιού;»

«Tolv manns styrke», sa finnekonen. «Jo, det vil strekke godt til!»

«Τη δύναμη δώδεκα αντρών!» είπε η γυναίκα από τη Φινλανδία. «Αυτό θα ήταν πολύ καλό!»

Og så gikk hun hen på en hylle, tok et stort sammenrullet skinn frem, og det rullet hun opp. Det var skrevet underlige bokstaver på det, og finnekonen leste så vannet haglet ned av hennes panne.

Πήγε τότε σ’ ένα ντουλάπι κι έβγαλε από κει ένα μεγάλο δέρμα, τυλιγμένο σε ρολό. Μόλις το ξετύλιξε, φάνηκαν κάτι παράξενα γράμματα γραμμένα πάνω του, κι γυναίκα από τη Φινλανδία άρχισε να διαβάζει, με τέτοιο ρυθμό που ιδρώτας στάλαζε από το μέτωπό της.

Men reinsdyret bad igjen så meget for den lille Gerda, og Gerda så på finnekonen med så bedende øyne, fulle av tårer, slik at denne begynte igjen å blunke med sine, og trakk reinsdyret hen i en krok hvor hun hvisket til det imens det fikk frisk is på hodet:

Βλέποντας όμως, από τη μια τον Τάρανδο που παρακαλούσε τόσο θερμά για χάρη της Γκέρντα, κι από την άλλη, την ικεσία μέσα στα δακρυσμένα μάτια του κοριτσιού, η γυναίκα από την Φινλανδία έγνεψε, πήρε τον Τάρανδο σε μια γωνιά, κι αφού έβαλε λίγο φρέσκο πάγο στο κεφάλι του, ψιθύρισαν μαζί μερικές κουβέντες ιδιαιτέρως.

«Den lille Kay er riktignok hos Snedronningen, og finner alt der etter sin lyst og tanke og tro, det er den beste delen av verden, men det kommer av at han har fått en glassplint i hjertet og et lite glasskorn i øyet. Det må først ut, ellers blir han aldri til menneske, og Snedronningen vil beholde makten over ham!»

«Ο μικρός Κέι είναι πράγματι μαζί με την Βασίλισσα του Χιονιού, και του αρέσει πολύ εκεί. Νομίζει πως είναι το καλύτερο μέρος στον κόσμο, και το νομίζει γιατί έχει ένα κομμάτι γυαλί μέσα στο μάτι του, κι άλλο ένα στην καρδιά του. Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να βγουν αυτά, αλλιώς δεν θα επιστρέψει ποτέ πίσω στους ανθρώπους, κι η Βασίλισσα του Χιονιού θα συνεχίσει να τον εξουσιάζει.»

«Men kan du ikke gi den lille Gerda noe inn, så hun kan få makt over det hele?»

«Δεν μπορείς όμως να δώσεις στην μικρή Γκέρντα κάτι που θα την κάνει πιο δυνατή απ’ όλα αυτά;»

«Jeg kan ikke gi henne større makt enn hun allerede har! Ser du ikke hvor stor den er? Ser du ikke hvordan mennesker og dyr må tjene henne, hvordan hun på bare ben er kommet så vel frem i verden?

«Δεν μπορώ να της δώσω περισσότερη δύναμη απ’ όση ήδη έχει. Δεν βλέπεις πόσο σπουδαία είναι; Δεν βλέπεις πως όλοι, άνθρωποι και ζώα, σπεύδουν να την βοηθήσουν, δεν βλέπεις πόσο καλά τα καταφέρνει κι ας είναι ξυπόλυτη;

Vi må ikke la henne vite om sin makt, den sitter i hennes hjerte, den sitter i at hun er et søtt uskyldig barn.

Δεν είμαστε εμείς που θα της μάθουμε τη δύναμή της. Η δύναμη βρίσκεται μέσα στην καρδιά της, γιατί είναι ένα γλυκό κι αθώο παιδί!

Kan hun ikke selv komme inn til Snedronningen og få glasset ut av lille Kay, så kunne vi ikke hjelpe.

Αν δεν μπορέσει να φτάσει μόνη της στην Βασίλισσα του Χιονιού και να ελευθερώσει τον μικρό Κέι από το γυαλί, εμείς δεν μπορούμε να την βοηθήσουμε.

To mil herfra begynner Snedronningens have, hen dit kan du bære den lille piken. Sett henne av ved den store busken som står med røde bær i sneen, hold ikke lang faddersladder og skynd deg tilbake hit!»

Δυο μίλια από δω, ξεκινά ο κήπος της Βασίλισσας του Χιονιού. Μπορείς να την πας εσύ ως εκεί. Άφησέ την πλάι στον θάμνο με τα κόκκινα μούρα, που στέκεται πάνω στο χιόνι. Μην πεις άλλες κουβέντες, μόνο βιάσου να γυρίσεις πίσω, όσο πιο γρήγορα μπορείς.»

Og så løftet finnekonen den lille Gerda opp på reinsdyret, som løp alt hva det kunne.

είπε η γυναίκα από την Φινλανδία κι έβαλε την Γκέρντα πάνω στην ράχη του Τάρανδου, και τότε αυτός άρχισε να τρέχει με όλη του τη δύναμη.