Греческо-датская книга-билингва
Μετάφραση Ευαγγελία Καρή.
Med Illustrationer af Vilhelm Pedersen.
Ιστορία πρώτη: Που Μιλά για έναν Καθρέφτη και τα Κομμάτια του
Første Historie, der handler om Speilet og Stumperne.
Λοιπον, ας αρχισουμε. Όταν φτάσουμε στο τέλος της ιστορίας, θα ξέρουμε περισσότερα, όμως… ας ξεκινήσουμε καλύτερα. Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα πονηρό ξωτικό, κι ήταν πράγματι το πιο κακό απ’ όλα τα ξωτικά.
See saa! nu begynde vi. Naar vi ere ved Enden af Historien, veed vi mere, end vi nu vide, for det var en ond Trold! det var een af de allerværste, det var »Dævelen«!
Μια μέρα, που είχε μεγάλα κέφια, έφτιαξε έναν καθρέφτη με δυνάμεις μαγικές: Ό,τι καλό και όμορφο καθρεφτιζόταν μέσα του, έδειχνε κακό και δυστυχισμένο, ενώ ό,τι ήταν άχρηστο κι άσχημο, η ασχήμια του μεγάλωνε.
Een Dag var han i et rigtigt godt Humeur, thi han havde gjort et Speil, der havde den Egenskab, at alt Godt og Smukt, som speilede sig deri, svandt der sammen til næsten Ingenting, men hvad der ikke duede og tog sig ilde ud, det traadte ret frem og blev endnu værre.
Τα πιο όμορφα τοπία έμοιαζαν με βραστό σπανάκι μέσα στον καθρέφτη, κι οι ομορφότεροι άνθρωποι έδειχναν τέρατα ή φαίνονταν να στέκονται ανάποδα, με το κεφάλι κάτω και τα πόδια επάνω. Τα πρόσωπά τους παραμορφώνονταν τόσο πολύ που γίνονταν αγνώριστα, κι αν κάποιος είχε μια κρεατοελιά στη μύτη, να είστε σίγουροι πως θα ‘δειχνε τόσο μεγάλη, που θ’ απλώνονταν σ’ όλη του τη μύτη, μα και το στόμα.
De deiligste Landskaber saae ud deri som kogt Spinat, og de bedste Mennesker bleve ækle eller stode paa Hovedet uden Mave, Ansigterne bleve saa fordreiede, at de vare ikke til at kjende, og havde man en Fregne, saa kunde man være saa vis paa, at den løb ud over Næse og Mund.
«Σπουδαία πλάκα!» είπε το ξωτικό. Κάθε φορά που κάποιος άνθρωπος έκανε μια καλή σκέψη, ο καθρέφτης γελούσε με μια απαίσια γκριμάτσα· και το ξωτικό γελούσε με την καρδιά του με την πανέξυπνη εφεύρεσή του.
Det var udmærket morsomt, sagde »Dævelen.« Gik der nu en god from Tanke gjennem et Menneske, da kom der et Griin i Speilet, saa Trolddjævelen maatte lee af sin kunstige Opfindelse.
Όλα τα ξωτικά που πήγαιναν στο σχολείο του —γιατί είχε σχολείο ξωτικών- έλεγαν το ένα στο άλλο πως κάποιο θαύμα έγινε, και τώρα μπορούσαν να δουν πώς έμοιαζε στ’ αλήθεια ο κόσμος· έτσι νόμιζαν δηλαδή.
Alle de som gik i Trold-Skole, for han holdt Trold-Skole, de fortalte rundt om, at der var skeet et Mirakel; nu kunde man først see, meente de, hvorledes Verden og Menneskene rigtigt saae ud.
Πήραν τον καθρέφτη κι άρχισαν να πηγαίνουν παντού, ώσπου στο τέλος, δεν έμεινε τόπος ή άνθρωπος να μην έχει παραμορφωθεί μέσα στο γυαλί του.
De løb omkring med Speilet, og tilsidst var der ikke et Land eller et Menneske, uden at det havde været fordreiet deri.
Έτσι σκέφτηκαν να πετάξουν ψηλά στον ουρανό για να σπάσουν μεγαλύτερη πλάκα. Όσο πιο ψηλά πετούσαν με τον καθρέφτη, τόσο πιο τρομακτικά γελούσε αυτός· με το ζόρι τον κρατούσαν. Πήγαιναν όλο και πιο ψηλά καθώς πετούσαν, όλο και πιο κοντά στ’ αστέρια, όταν άξαφνα ο καθρέφτης τραντάχτηκε τόσο δυνατά απ’ το χαιρέκακο γέλιο του, που έφυγε απ’ τα χέρια τους κι έπεσε στη γη.
Nu vilde de ogsaa flyve op mod Himlen selv for at gjøre Nar af Englene og »vor Herre«. Jo høiere de fløi med Speilet, des stærkere grinede det, de kunde neppe holde fast paa det; høiere og høiere fløi de, nærmere Gud og Englene; da zittrede Speilet saa frygteligt i sit Griin, at det foer dem ud af Hænderne og styrtede ned mod Jorden, hvor det gik i hundrede Millioner, Billioner og endnu flere Stykker,
Έσπασε τότε σ’ εκατό εκατομμύρια κομμάτια, κι ακόμα περισσότερα, κι η δύναμή του έγινε τότε πιο κακιά και τρομερή από πριν.
og da just gjorde det megen større Ulykke end før; thi nogle Stykker vare knap saa store som et Sandkorn, og disse fløi rundt om i den vide Verden,
Γιατί μερικά απ’ τα κομμάτια, που ήταν μικρά σαν τους κόκκους της άμμου, τα σκόρπισε ο άνεμος σ’ όλο τον κόσμο, ώσπου μπήκαν μέσα στα μάτια των ανθρώπων κι έμειναν εκεί. Και τότε, οι άνθρωποι άρχισαν να τα βλέπουν όλα παραμορφωμένα, όπως ο κακός καθρέφτης, με τα δύο ή και με το ένα μάτι. Αυτό συνέβη γιατί ακόμα και το μικρότερο κομμάτι είχε την ίδια κακιά δύναμη που ‘χε ολόκληρος ο καθρέφτης.
og hvor de kom Folk i Øinene, der bleve de siddende, og da saae de Mennesker Alting forkeert, eller havde kun Øine for hvad der var galt ved en Ting, thi hvert lille Speilgran havde beholdt samme Kræfter, som det hele Speil havde;
Μάλιστα μερικά θραύσματα, χώθηκαν μέσα στην καρδιά κάποιων ανθρώπων, κι αυτοί αναρίγησαν γιατί η καρδιά τους έγινε πάγος.
nogle Mennesker fik endogsaa en lille Speilstump ind i Hjertet, og saa var det ganske grueligt, det Hjerte blev ligesom en Klump Iis.
Κάποια άλλα από τα σπασμένα κομμάτια ήταν τόσο μεγάλα που τα χρησιμοποίησαν για τζάμια στα παράθυρα, και κανείς δεν μπορούσε να διακρίνει πια τους φίλους του σαν κοιτούσε από μέσα τους.
Nogle Speilstykker vare saa store, at de bleve brugte til Rudeglas, men gjennem den Rude var det ikke værd at see sine Venner;
Άλλα κομμάτια τα έβαλαν στα γυαλιά της όρασης· σκεφτείτε τι τραγικό που ήταν να τα φορούν οι άνθρωποι για βλέπουν καλά και σωστά. Το κακό ξωτικό κόντεψε να πνιγεί από τα γέλια μ’ όλα αυτά, που τόσο γαργαλούσαν τη φαντασία του.
andre Stykker kom i Briller, og saa gik det daarligt, naar Folk toge de Briller paa for ret at see og være retfærdige; den Onde loe, saa hans Mave revnede, og det kildede ham saa deiligt.
Και τα πολύ μικρά κομμάτια του καθρέφτη συνέχιζαν να πετάνε στον αέρα· ας δούμε τώρα τι συνέβη παρακάτω…
Men ude fløi endnu smaa Glasstumper om i Luften. Nu skulle vi høre!
Ιστορία δεύτερη: Για ένα μικρό αγόρι κι ένα μικρό κορίτσι
Anden Historie. En lille Dreng og en lille Pige.
Σε μια μεγαλη πολη, όπου τα σπίτια είναι τόσα πολλά κι οι άνθρωποι ακόμα περισσότεροι, δεν υπάρχει χώρος για να ‘χουν όλοι από έναν μικρό κήπο. Γι’ αυτό, οι περισσότεροι πρέπει να αρκεστούν σε γλάστρες με λουλούδια. Σε μια τέτοια πόλη ζούσανε δύο μικρά παιδιά, που είχαν έναν κήπο κάπως μεγαλύτερο από γλάστρα.
Inde i den store By, hvor der ere saa mange Huse og Mennesker, saa at der ikke bliver Plads nok til, at alle Folk kunne faae en lille Have, og hvor derfor de fleste maa lade sig nøie med Blomster i Urtepotter, der var dog to fattige Børn som havde en Have noget større end en Urtepotte.
Δεν ήταν αδέρφια, αλλά νοιάζονταν το ένα για το άλλο σα να ήταν.
De vare ikke Broder og Søster, men de holdt ligesaa meget af hinanden, som om de vare det.
Οι οικογένειές τους ζούσαν σε δύο σοφίτες, η μια ακριβώς απέναντι από την άλλη. Εκεί που συναντιόνταν οι στέγες των δύο σπιτιών, και η υδρορροή για τα βρόχινα νερά έτρεχε σ’ όλο το μήκος τους, υπήρχαν δύο μικρά αντικρινά παράθυρα·
Forældrene boede lige op til hinanden; de boede paa to Tagkammere; der, hvor Taget fra det ene Nabohuus stødte op til det andet og Vandrenden gik langs med Tagskjæggene, der vendte fra hvert Huus et lille Vindue ud;
και μ’ ένα βήμα πάνω στην υδρορροή μπορούσε να βρεθεί κανείς από το ένα παράθυρο στο άλλο.
man behøvede kun at skræve over Renden, saa kunde man komme fra det ene Vindue til det andet.
Οι γονείς των παιδιών είχαν τοποθετήσει εκεί μεγάλα ξύλινα κιβώτια και μέσα τους φύτευαν λαχανικά, μα είχαν βάλει ακόμα κι από μια τριανταφυλλιά, που μεγάλωνε κι άνθιζε ολοένα.
Forældrene havde udenfor hver en stor Trækasse, og i den voxte Kjøkkenurter, som de brugte, og et lille Rosentræ; der var eet i hver Kasse, det voxte saa velsignet.
Έτσι όπως είχαν βάλει τα κιβώτια, από το ένα παράθυρο στο άλλο, έμοιαζαν σαν δύο λουλουδένιοι φράχτες.
Nu fandt Forældrene paa at stille Kasserne saaledes tvers over Renden, at de næsten naaede fra det ene Vindue til det andet og saae ganske livagtig ud som to Blomster-Volde.
Τα μπιζέλια κρέμονταν από τα κιβώτια, και οι τριανταφυλλιές πέταξαν μεγάλα κλαδιά, που πλέκονταν γύρω από τα παράθυρα κι ύστερα λύγιζαν για να συναντηθούν μεταξύ τους, σαν μια θριαμβευτική αψίδα από πρασινάδα και λουλούδια.
Ærterankerne hang ned over Kasserne, og Rosentræerne skjøde lange Grene, snoede sig om Vinduerne, bøiede sig mod hinanden: det var næsten som en Æreport af Grønt og af Blomster.
Τα κιβώτια ήταν πολύ ψηλά, και τα παιδιά ήξεραν πως δεν έπρεπε να σκαρφαλώνουν πάνω τους. Έτσι, έπαιρναν την άδεια για να βγουν έξω από τα παράθυρα και ν’ απολαύσουν το παιχνίδι, καθισμένα στα μικρά σκαμνάκια τους, ανάμεσα στα τριαντάφυλλα.
Da Kasserne vare meget høie, og Børnene vidste, at de ikke maatte krybe op, saa fik de tidt Lov hver at stige ud til hinanden, sidde paa deres smaa Skamler under Roserne, og der legede de nu saa prægtigt.
Ο χειμώνας όμως ερχόταν για να βάλει τέλος σ’ αυτή τη διασκέδαση. Τα παράθυρα συχνά πάγωναν από το κρύο, γι’ αυτό τα παιδιά ζέσταιναν χάλκινα νομίσματα στη σόμπα, κι ύστερα τ’ ακουμπούσαν στο παράθυρο για να δημιουργήσουν ένα ολοστρόγγυλο ματάκι πάνω στο παγωμένο τζάμι. Κι από κει κοίταζαν έξω, το μικρό αγόρι και το μικρό κορίτσι,
Om Vinteren var jo den Fornøielse forbi. Vinduerne vare tidt ganske tilfrosne, men saa varmede de Kobberskillinger paa Kakkelovnen, lagde den hede Skilling paa den frosne Rude, og saa blev der et deiligt Kighul, saa rundt, saa rundt; bag ved tittede et velsignet mildt Øie, eet fra hvert Vindue; det var den lille Dreng og den lille Pige.
ο Κέι και η Γκέρντα.
Han hed Kay og hun hed Gerda.
Το καλοκαίρι, ένα σάλτο ήταν αρκετό για να βρουν ο ένας τον άλλο, το χειμώνα όμως έπρεπε να κατέβουν κάτω τις μεγάλες σκάλες κι ύστερα να τις ξανανέβουν πάλι επάνω· κι έξω στο δρόμο είχε το χιόνι έπεφτε παχύ.
Om Sommeren kunde de i eet Spring komme til hinanden, om Vinteren maatte de først de mange Trapper ned og de mange Trapper op; ude fygede Sneen.
«Είναι οι λευκές μέλισσες» είπε η γιαγιά του Κέι για τις νιφάδες του χιονιού.
»Det er de hvide Bier, som sværme,« sagde den gamle Bedstemoder.
«Οι λευκές μέλισσες έχουν βασίλισσα;» ρώτησε το μικρό αγόρι, γιατί ήξερε ότι οι κανονικές είχαν πάντοτε από μία.
»Har de ogsaa en Bidronning?« spurgte den lille Dreng, for han vidste, at imellem de virkelige Bier er der saadan een.
«Ναι,» είπε η γιαγιά, «κι αυτή πετά και βρίσκει το σμήνος που κρέμεται σε παχιές συστάδες. Είναι η μεγαλύτερη απ’ όλες, και ποτέ δεν κάθεται για πολύ στη γη, αλλά πηγαίνει πάλι ψηλά στα μαύρα σύννεφα. Τις χειμωνιάτικες νύχτες, πετά συχνά στους δρόμους της πόλης και κρυφοκοιτάζει απ’ τα παράθυρα, και τότε αυτά παγώνουν μ’ έναν τρόπο, τόσο θαυμαστό, που μοιάζουν με λουλούδια.»
»Det har de!« sagde Bedstemoderen. »Hun flyver der, hvor de sværme tættest! hun er størst af dem alle, og aldrig bliver hun stille paa Jorden, hun flyver op igjen i den store Sky. Mangen Vinternat flyver hun gjennem Byens Gader og kiger ind af Vinduerne, og da fryse de saa underligt, ligesom med Blomster.«
«Ναι, την έχω δει,» είπαν και τα δυο παιδιά μαζί· κι έτσι ήξεραν πως ήταν αλήθεια.
»Ja, det har jeg seet!« sagde begge Børnene og saa vidste de, at det var sandt.
«Μπορεί να έρθει μέσα η βασίλισσα του Χιονιού;» ρώτησε το μικρό κορίτσι.
»Kan Sneedronningen komme herind?« spurgte den lille Pige.
«Για άσ' την να έρθει μέσα!» είπε το μικρό αγόρι. «Κι εγώ θα την βάλω στο φούρνο για να λιώσει.»
»Lad hende kun komme,« sagde Drengen, »saa sætter jeg hende paa den varme Kakkelovn, og saa smelter hun.«
Τότε η γιαγιά τον χάιδεψε στο κεφάλι και του είπε άλλες ιστορίες.
Men Bedstemoderen glattede hans Haar og fortalte andre Historier.
Ένα απόγευμα, όταν ο Κάι ήταν στο σπίτι και είχε σχεδόν ξεντυθεί, ανέβηκε στην καρέκλα πλάι στο παράθυρο και κρυφοκοίταξε έξω από την μικρή τρυπούλα. Μερικές νιφάδες έπεφταν, και μια απ’ αυτές, η μεγαλύτερη, στάθηκε στο χείλος μιας γλάστρας. Η νιφάδα άρχισε τότε να μεγαλώνει, να μεγαλώνει, να μεγαλώνει, ώσπου στο τέλος έγινε μια νεαρή κυρία, ντυμένη με το πιο λεπτοκαμωμένο λευκό ύφασμα, φτιαγμένο από ένα εκατομμύριο μικρές νιφάδες σαν αστέρια.
Om Aftenen da den lille Kay var hjemme og halv afklædt, krøb han op paa Stolen ved Vinduet og tittede ud af det lille Hul; et Par Sneeflokker faldt derude, og een af disse, den allerstørste, blev liggende paa Kanten af den ene Blomster-Kasse; Sneeflokken voxte meer og meer, den blev tilsidst til et heelt Fruentimmer, klædt i de fineste, hvide Flor, der vare som sammensatte af Millioner stjerneagtige Fnug.
Ήταν τόσο όμορφη και ντελικάτη, ήταν όμως από πάγο, εκθαμβωτικό αστραφτερό πάγο! Όμως ήταν ζωντανή. Τα μάτια της κοιτούσαν σταθερά σαν δυο αστέρια, όμως μέσα τους δεν υπήρχε ούτε ησυχία ούτε ανάπαυση.
Hun var saa smuk og fiin, men af Iis, den blændende, blinkende Iis, dog var hun levende; Øinene stirrede som to klare Stjerner, men der var ingen Ro eller Hvile i dem.
Έγνεψε προς το παράθυρο κάνοντας νόημα με το χέρι της. Το μικρό αγόρι φοβήθηκε και πήδηξε κάτω από την καρέκλα, και τότε του φάνηκε πως ένα μεγάλο πουλί πέταξε έξω από το παράθυρο.
Hun nikkede til Vinduet og vinkede med Haanden. Den lille Dreng blev forskrækket og sprang ned af Stolen, da var det, som der udenfor fløi en stor Fugl forbi Vinduet.
Ο παγετός σκέπασε τα πάντα την επόμενη μέρα, ύστερα όμως ήρθε η άνοιξη κι ο ήλιος έλαμψε, και τα πράσινα φύλλα έκαναν την εμφάνισή τους, τα χελιδόνια έχτισαν τις φωλιές τους, τα παράθυρα άνοιξαν και τα δυο μικρά παιδιά βρέθηκαν ξανά στον όμορφο μικρό τους κήπο, ψηλά στα λούκια, στην κορυφή του σπιτιού.
Næste Dag blev det klar Frost, — og saa kom Foraaret, Solen skinnede, det Grønne pippede frem, Svalerne byggede Rede, Vinduerne kom op, og de smaa Børn sad igjen i deres lille Have høit oppe i Tagrenden over alle Etagerne.
Εκείνο το καλοκαίρι τα τριαντάφυλλα άνθισαν με ασυνήθιστη ομορφιά. Το μικρό κορίτσι είχε μάθει έναν ύμνο, που έλεγε κάτι για τα τριαντάφυλλα, και της θύμιζε τα δικά της. Τραγούδησε τους στίχους στο αγόρι, κι εκείνο τραγούδησε μαζί της:
Roserne blomstrede den Sommer saa mageløst; den lille Pige havde lært en Psalme, og i den stod der om Roser; og ved de Roser tænkte hun paa sine egne; og hun sang den for den lille Dreng, og han sang den med:
«Η τριανταφυλλιά στην κοιλάδα ανθίζει τόσο γλυκιά,
Κι οι άγγελοι κατεβαίνουν να χαιρετήσουν τα παιδιά.»
»Roserne voxe i Dale,
Der faae vi Barn-Jesus i Tale!«
Τα δυο παιδιά, πιασμένα χέρι-χέρι, φίλησαν τα τριαντάφυλλα, κοίταξαν τη λαμπερή λιακάδα κι τους φάνηκε σα να είδαν στ’ αλήθεια τους αγγέλους.
Og de Smaa holdt hinanden i Hænderne, kyssede Roserne og saae ind i Guds klare Solskin og talte til det, som om Jesusbarnet var der.
Τι υπέροχες καλοκαιρινές μέρες ήταν εκείνες! Τι όμορφα να είσαι έξω, δίπλα στις ολόδροσες τριανταφυλλιές που δεν λένε να σταματήσουν ν’ ανθίζουν!
Hvor det var deilige Sommerdage, hvor det var velsignet at være ude ved de friske Rosentræer, der aldrig syntes at ville holde op med at blomstre.
Ο Κέι και η Γκέρντα κοιτούσαν ένα βιβλίο με εικόνες γεμάτο τρομερά ζώα και πουλιά, όταν το ρολόι στο καμπαναριό χτύπησε πέντε, κι ο Κέι είπε:
«Ωχ, νιώθω έναν σουβλερό πόνο στην καρδιά μου, και κάτι μπήκε στο μάτι μου!»
Kay og Gerda sad og saae i Billedbogen med Dyr og Fugle, da var det — Klokken slog akkurat fem paa det store Kirketaarn, — at Kay sagde: »au! det stak mig i Hjertet! og nu fik jeg Noget ind i Øiet!«
Το κορίτσι έβαλε τα χέρια γύρω από το λαιμό του και το αγόρι ανοιγόκλεισε τα μάτια του, μα τίποτα δε φαίνονταν να έχει μπει στο μάτι του.
Den lille Pige tog ham om Halsen; han plirede med Øinene; nei, der var ikke Noget at see.
«Νομίζω πως έφυγε τώρα,» είπε. Όμως δεν είχε φύγει.
»Jeg troer, det er borte!« sagde han; men borte var det ikke.
Ήταν ένα από κείνα τα κομματάκια του γυαλιού, από τον μαγικό καθρέφτη, που είχε μπει στο μάτι του.
Det var just saadant et af disse Glaskorn, der sprang fra Speilet, Troldspeilet, vi huske det nok, det fæle Glas, som gjorde at alt Stort og Godt, der afspeilede sig deri, blev Smaat og Hæsligt, men det Onde og Slette traadte ordenlig frem, og hver Feil ved en Ting blev strax til at bemærke.
Κι άλλο ένα είχε μπει κατευθείαν μέσα στην καρδιά του φτωχού Κέι, και σύντομα θα γινόταν πάγος.
Den stakkels Kay han havde ogsaa faaet et Gran lige ind i Hjertet. Det vilde snart blive ligesom en Iisklump.
Δεν πονούσε πια, μα ήταν εκεί.
Nu gjorde det ikke ondt mere, men det var der.
«Γιατί κλαις;» ρώτησε το αγόρι. «Δείχνεις τόσο άσχημη! Τίποτα δε μου συμβαίνει, ούφ!» είπε και συνέχισε, «Αυτό το τριαντάφυλλο είναι καταφαγωμένο! Κοίτα, κι αυτό είναι θεόστραβο! Τι άσχημα που είναι αυτά τα τριαντάφυλλα! Σαν το κιβώτιο που είναι μέσα φυτεμένα!» Κι έδωσε τότε μια κλωτσιά στο κιβώτιο κι έκοψε και τα δυο τριαντάφυλλα.
»Hvorfor græder Du?« spurgte han. »Saa seer Du styg ud! jeg feiler jo ikke noget! Fy!« raabte han ligemed eet: »den Rose der er gnavet af en Orm! og see, den der er jo ganske skjæv! det er i Grunden nogle ækle Roser! de ligne Kasserne, de staae i!« og saa stødte han med Foden haardt imod Kassen og rev de to Roser af.
«Τι κάνεις εκεί;» έκλαψε η Γκέρντα. Ο Κέι, μόλις κατάλαβε την τρομάρα του κοριτσιού, τράβηξε κι έκοψε ακόμα ένα τριαντάφυλλο, πήδηξε μέσα από το παράθυρο κι έφυγε μακριά από τη μικρή του φίλη.
»Kay, hvad gjør Du!« raabte den lille Pige; og da han saae hendes Forskrækkelse, rev han endnu en Rose af og løb saa ind af sit Vindue bort fra den velsignede lille Gerda.
Όταν αργότερα έφερε το εικονογραφημένο της βιβλίο, εκείνος την κορόιδεψε: «Τι απαίσια τέρατα έχεις εκεί μέσα;» Έτσι έκανε και κάθε φορά που η γιαγιά τους έλεγε ιστορίες, συνέχεια την διέκοπτε, κι όποτε τα κατάφερνε, πήγαινε πίσω της, φορούσε τα γυαλιά της και μιμούνταν τον τρόπο που μιλούσε. Αντέγραφε όλους τους τρόπους της κι όλοι γελούσαν με τα καμώματά του.
Naar hun siden kom med Billedbogen, sagde han, at den var for Pattebørn, og fortalte Bedstemoderen Historier, kom han alletider med et men — kunde han komme til det, saa gik han bag efter hende, satte Briller paa og talte ligesom hun; det var ganske akkurat, og saa loe Folk af ham.
Πολύ σύντομα έγινε ικανός να μιμηθεί το βάδισμα και τη συμπεριφορά κάθε περαστικού.
Han kunde snart tale og gaae efter alle Mennesker i hele Gaden.
Ό,τι ήταν παράξενο ή δυσάρεστο επάνω τους, αυτό ήξερε πώς να μιμηθεί ο Κέι. Κι όταν το έκανε, όλοι έλεγαν:
«Αυτό το αγόρι είναι οπωσδήποτε πολύ έξυπνο!»
Όμως δεν ήταν άλλο από τα κομμάτια του γυαλιού, αυτά που είχαν μπει στο μάτι του και στην καρδιά του, που τον έκαναν να κοροϊδεύει ακόμα και την μικρή Γκέρντα, που ήταν τόσο ολόψυχα αφοσιωμένη σε κείνον.
Alt, hvad der var aparte hos dem og ikke kjønt, det vidste Kay at gjøre bag efter, og saa sagde Folk: »Det er bestemt et udmærket Hoved, han har den Dreng!« men det var det Glas, han havde faaet i Øiet, det Glas der sad i Hjertet, derfor var det, han drillede selv den lille Gerda, som med hele sin Sjæl holdt af ham.
Τα παιχνίδια του τώρα ήταν αλλιώτικα από πριν, είχανε τόση γνώση. Μια χειμωνιάτικη ημέρα, καθώς έπεφταν οι νιφάδες του χιονιού τριγύρω, άπλωσε το μπλε παλτό του κι έπιασε το χιόνι καθώς έπεφτε.
Hans Lege bleve nu ganske anderledes end før, de vare saa forstandige: — en Vinterdag, som Sneeflokkerne fygede, kom han med et stort Brændeglas, holdt sin blaa Frakke-Flig ud og lod Sneeflokkerne falde paa den.
«Κοίταξε μέσα απ’ αυτό το γυαλί Γκέρντα,» είπε. Και κάθε νιφάδα έμοιαζε μεγαλύτερη κι έδειχνε σαν ένα θαυμαστό λουλούδι ή πανέμορφο αστέρι· ήταν έξοχα να τα κοιτάζεις!
»See nu i Glasset, Gerda!« sagde han, og hver Sneeflok blev meget større og saae ud, som en prægtig Blomst eller en tikantet Stjerne; det var deiligt at see paa.
«Κοίτα, τι έξυπνο!» είπε πάλι ο Κέι. «Αυτά έχουν περισσότερο ενδιαφέρον απ’ τα αληθινά λουλούδια! Είναι ακριβώς σαν αληθινά και δεν έχουν ούτε ένα ψεγάδι επάνω τους· αν μονάχα δεν έλιωναν!»
»Seer Du, hvor kunstigt!« sagde Kay, »det er meget interessantere end med de virkelige Blomster! og der er ikke en eneste Feil ved dem, de ere ganske akkurate, naar de blot ikke smelte!«
Δεν πέρασε πολύς καιρός απ’ αυτό, κι ο Κέι ήρθε μια μέρα φορώντας τα μεγάλα γάντια του και το μικρό του έλκηθρο στην πλάτη, και τσίριξε μέσα στ’ αυτί της Γκέρντας:
«Με άφησαν να πάω έξω στην πλατεία, εκεί που παίζουν όλοι,» είπε κι έφυγε στη στιγμή.
Lidt efter kom Kay med store Handsker og sin Slæde paa Ryggen, han raabte Gerda lige ind i Ørene: »jeg har faaet Lov at kjøre paa den store Plads, hvor de Andre lege!« og afsted var han.
Εκεί, στην αγορά, μερικά από τα πιο τολμηρά αγόρια έδεναν τα έλκηθρά τους πάνω στις άμαξες καθώς περνούσαν, για να τους σύρουν και κάνουν μια καλή βόλτα. Ήταν τόσο σπουδαίο!
Derhenne paa Pladsen bandt tidt de kjækkeste Drenge deres Slæde fast ved Bondemandens Vogn og saa kjørte de et godt Stykke med. Det gik just lystigt.
Και καθώς φούντωνε η διασκέδαση κάπως έτσι, πέρασε ένα μεγάλο έλκηθρο. Ήταν ολόλευκο και κάποιος ήταν μέσα, τυλιγμένος σ’ ένα χοντρό λευκό μανδύα ή γούνα, μ’ ένα ολόιδιο γούνινο καπέλο στο κεφάλι. Το έλκηθρο έκανε δυο κύκλους την πλατεία, κι ο Κέι πρόφτασε κι έδεσε το έλκηθρό του όσο πιο γρήγορα μπορούσε κι έφυγε μαζί του.
Som de bedst legede, kom der en stor Slæde; den var ganske hvidmalet, og der sad i den Een, indsvøbt i en laaden hvid Pels og med hvid laaden Hue; Slæden kjørte Pladsen to Gange rundt, og Kay fik gesvindt sin lille Slæde bunden fast ved den, og nu kjørte han med.
Τρέχοντας όλο και πιο γρήγορα, έφτασαν στον παρακάτω δρόμο, και το πρόσωπο που οδηγούσε το μεγάλο έλκηθρο γύρισε στον Κέι και του έγνεψε φιλικά, σα να γνωρίζονταν. Κάθε φορά που πήγαινε να λύσει το έλκηθρό του, το πρόσωπο του έγνεφε, κι ο Κέι καθόταν ήσυχα. Έτσι συνέχισαν ώσπου έφτασαν έξω από τις πύλες της πόλης.
Det gik raskere og raskere lige ind i den næste Gade; den, som kjørte, dreiede Hovedet, nikkede saa venligt til Kay, det var ligesom om de kjendte hinanden; hver Gang Kay vilde løsne sin lille Slæde, nikkede personen igjen, og saa blev Kay siddende; de kjørte lige ud af Byens Port.
Το χιόνι άρχισε να πέφτει τότε τόσο πυκνό, που το αγόρι δεν μπορούσε πια να δει πέρα απ’ τη μύτη του, όμως συνέχισε, ώσπου άξαφνα άφησε το σχοινί που κρατούσε στο χέρι, για να ελευθερωθεί απ’ το έλκηθρο, μάταια όμως. Το μικρό του όχημα συνέχισε να τρέχει ορμητικά με την ταχύτητα του ανέμου.
Da begyndte Sneen saaledes at vælte ned, at den lille Dreng ikke kunde see en Haand for sig, men han foer afsted, da slap han hurtigt Snoren, for at komme løs fra den store Slæde, men det hjalp ikke, hans lille Kjøretøi hang fast, og det gik med Vindens Fart.
Φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε, όμως κανείς δεν τον άκουγε. Το χιόνι έπεφτε ορμητικά, το έλκηθρο πετούσε και καμιά φορά τραντάζονταν σα να περνούσε πάνω από φράχτες και χαντάκια.
Da raabte han ganske høit, men Ingen hørte ham, og Sneen fygede og Slæden fløi afsted; imellem gav den et Spring, det var, som om han foer over Grøfter og Gjærder.
Είχε τρομάξει αρκετά και προσπάθησε να πει μια προσευχή, όμως το μόνο που μπορούσε να θυμηθεί, ήταν η προπαίδεια.
Han var ganske forskrækket, han vilde læse sit Fader vor, men han kunde kun huske den store Tabel.
Οι νιφάδες του χιονιού άρχισαν να μεγαλώνουν, να μεγαλώνουν, ώσπου έμοιασαν με μεγάλα λευκά πουλερικά. Άξαφνα πέταξαν. Το μεγάλο έλκηθρο σταμάτησε και το πρόσωπο που το οδηγούσε σηκώθηκε. Ήταν μια κυρία. Ο μανδύας και το καπέλο της ήταν φτιαγμένα από χιόνι. Ήταν μια ψηλή και λεπτή φιγούρα, εκθαμβωτικά λευκή. Ήταν η Βασίλισσα του Χιονιού.
Sneeflokkerne bleve større og større, tilsidst saae de ud, som store hvide Høns; med eet sprang de til Side, den store Slæde holdt, og den Person, som kjørte i den, reiste sig op, Pelsen og Huen var af bare Snee; en Dame var det, saa høi og rank, saa skinnende hvid, det var Sneedronningen.
«Ταξιδέψαμε γρήγορα,» είπε, «όμως κάνει παγωνιά. Έλα, μπες κάτω από το αρκουδοτόμαρό μου.» Και τον έβαλε πλάι της στο έλκηθρο, τυλιγμένο με τη γούνα, και το αγόρι ένιωσε σα να βυθίζεται σε μια μαλακιά χιονοστιβάδα.
»Vi ere komne godt frem!« sagde hun, »men er det at fryse! kryb ind i min Bjørnepels!« og hun satte ham i Slæden hos sig, slog Pelsen om ham, det var, som om han sank i en Sneedrive.
«Κρυώνεις ακόμα;» ρώτησε εκείνη και τον φίλησε στο μέτωπο.
»Fryser Du endnu!« spurgde hun, og saa kyssede hun ham paa Panden.
Α! Το φιλί ήταν πιο κρύο κι απ’ το χιόνι και διαπέρασε την καρδιά του, που ήταν ήδη ένας παγωμένος σβώλος. Νόμισε πως θα πέθαινε για μια στιγμή, όμως αμέσως ύστερα έγινε ευχάριστο και δεν ένιωθε πια το κρύο γύρω του.
Uh! det var koldere end Iis, det gik ham lige ind til hans Hjerte, der jo dog halv var en Iisklump; det var, som om han skulde døe; — men kun et Øieblik, saa gjorde det just godt; ham mærkede ikke mere til Kulden rundt om.
«Το έλκηθρό μου! Μην ξεχάσεις το έλκηθρό μου!» ήταν το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε. Ήταν δεμένο εκεί, σε ένα από τα λευκά πουλερικά, που πετούσαν στην πλάτη του, πίσω από το μεγάλο έλκηθρο.
»Min Slæde! glem ikke min Slæde!« det huskede han først paa; og den blev bunden paa een af de hvide Høns, og den fløi bag efter med Slæden paa Ryggen.
Η Βασίλισσα του Χιονιού φίλησε τον Κέι ακόμα μια φορά, κι εκείνος ξέχασε την μικρή Γκέρντα, τη γιαγιά του, κι όποιον είχε αφήσει πίσω στο σπίτι.
Sneedronningen kyssede Kay endnu en Gang, og da havde han glemt lille Gerda og Bedstemoder og dem alle der hjemme.
«Τώρα δεν έχει άλλα φιλιά,» είπε εκείνη, «αλλιώς θα πρέπει να σε φιλήσω μέχρι θανάτου!»
»Nu faaer Du ikke flere Kys!« sagde hun, »for saa kyssede jeg Dig ihjel!«
Ο Κέι την κοίταξε. Ήταν πολύ όμορφη. Καμιά πιο έξυπνη ή πιο όμορφη δεν μπορούσε να φανταστεί, και τώρα πια δεν έμοιαζε από πάγο όπως πριν, τότε που καθόταν έξω απ’ το παράθυρο και του έγνεφε.
Kay saae paa hende, hun var saa smuk, et klogere, deiligere Ansigt kunde han ikke tænke sig, nu syntes hun ikke af Iis, som den Gang hun sad udenfor Vinduet og vinkede ad ham;
Ήταν τέλεια στα μάτια του, δεν την φοβόταν πια καθόλου. Της είπε ότι μπορούσε να λογαριάζει αριθμούς μέσα στο μυαλό του, ακόμα και με κλάσματα, κι ότι ήξερε πόσα τετραγωνικά μέτρα ήταν όλες οι χώρες και πόσους κατοίκους είχαν, κι εκείνη γελούσε όσο της μιλούσε. Του φάνηκε τότε πως όσα ήξερε δεν ήταν αρκετά, και κοίταξε ψηλά στον μεγάλο ουρανό από πάνω τους, και πέταξαν μαζί. Πέταξαν ψηλά, πάνω από μαύρα σύννεφα, καθώς η καταιγίδα βογκούσε και σφύριζε σα να τραγουδούσε κάποιο παλιό σκοπό.
for hans Øine var hun fuldkommen, han følte sig slet ikke bange, han fortalte hende at han kunde Hoved-Regning, og det med Brøk, Landenes Qvadrat-Mile og »hvor mange Indvaanere,« og hun smilte altid; da syntes han, det var dog ikke nok, hvad han vidste, og han saae op i det store, store Luftrum og hun fløi med ham, fløi høit op paa den sorte Sky, og Stormen susede og brusede, det var, som sang den gamle Viser.
Πέταξαν πάνω από δάση και λίμνες, πάνω από θάλασσες κι εκτάσεις γης. Κι από κάτω τους η παγερή καταιγίδα λύσσούσε, οι λύκοι ούρλιαζαν και το χιόνι έτριζε. Από πάνω τους πετούσαν μεγάλα κοράκια κράζοντας, κι ακόμα πιο ψηλά φάνηκε το φεγγάρι, μεγάλο και λαμπερό. Αυτό απόμεινε ν’ ατενίζει ο Κέι στη διάρκεια της μεγάλης, μεγάλης χειμωνιάτικης νύχτας, και σαν ήρθε η μέρα, αποκοιμήθηκε στα πόδια της Βασίλισσας του Χιονιού.
De fløi over Skove og Søer, over Have og Lande; neden under susede den kolde blæst, Ulvene hylede, Sneen gnistrede, hen over den fløi de sorte skrigende Krager, men oven over skinnede Maanen saa stor og klar, og paa den saae Kay den lange, lange Vinternat; om Dagen sov han ved Sneedronningens Fødder.
Ιστορία τρίτη: Για τον κήπο με τα λουλούδια της Γερόντισσας, που ήξερε από μάγια.
Tredie Historie. Blomster-Haven hos Konen, som kunde Trolddom.
Τι απέγινε όμως η μικρή Γκέρντα από τότε που ο Κέι δεν ξαναγύρισε στο σπίτι;
Men hvorledes havde den lille Gerda det, da Kay ikke mere kom?
Πού μπορούσε να ‘χε πάει; Κανένας δεν ήξερε, κανένας δεν μπορούσε να δώσει μια πληροφορία. Το μόνο που γνώριζαν τα υπόλοιπα αγόρια, ήταν πως τον είδαν να δένει το έλκηθρό του πάνω σ’ ένα άλλο, μεγαλύτερο και θαυμαστό, που τον οδήγησε στο δρόμο και έξω από την πόλη.
Hvor var han dog? — Ingen vidste det, Ingen kunde give Besked. Drengene fortalte kun, at de havde seet ham binde sin lille Slæde til en prægtig stor, der kjørte ind i Gaden og ud af Byens Port.
Κανείς δεν ήξερε πού βρισκόταν πια. Όλοι έκλαψαν πολύ από τη λύπη τους, κι η μικρή Γκέρντα έκλαψε πικρά πολύ, ώσπου στο τέλος, πίστεψε πως πρέπει να ‘χει πια πεθάνει και πως είχε μάλλον πνιγεί στο ποτάμι που κυλούσε κοντά στην πόλη. Ω! Τι ατέλειωτα και μελαγχολικά βράδια ήταν εκείνα!
Ingen vidste, hvor han var, mange Taarer flød, den lille Gerda græd saa dybt og længe; — saa sagde de, at han var død, han var sjunket i Floden, der løb tæt ved Byen; o, det var ret lange, mørke Vinterdage.
Κάποτε, ήρθε η Άνοιξη με τη ζεστή λιακάδα της.
Nu kom Vaaren med varmere Solskin.
«Ο Κέι πέθανε και πάει!» είπε η μικρή Γκέρντα.
»Kay er død og borte!« sagde den lille Gerda.
«Δεν το πιστεύω αυτό,» είπε τότε η λιακάδα.
»Det troer jeg ikke!« sagde Solskinnet.
«Ο Κέι πέθανε και πάει!» είπε η Γκέρντα στα χελιδόνια.
»Han er død og borte!« sagde hun til Svalerne.
«Δεν το πιστεύω αυτό,» είπαν εκείνα, και στο τέλος, ούτε η μικρή Γκέρντα το πίστευε πια.
»Det troer jeg ikke!« svarede de, og tilsidst troede den lille Gerda det ikke heller.
«Θα φορέσω τα κόκκινα παπούτσια μου,» είπε ένα πρωί. «Ο Κέι δεν τα ‘χει δει ποτέ, κι ύστερα θα πάω στο ποτάμι για να ρωτήσω εκεί.»
»Jeg vil tage mine ny røde Skoe paa,« sagde hun en Morgenstund, »dem Kay aldrig har seet, og saa vil jeg gaae ned til Floden og spørge den ad!«
Ήταν νωρίς το πρωί. Φίλησε τη γιαγιά της, που κοιμόταν ακόμα, φόρεσε τα κόκκινα παπούτσια της και πήγε μονάχη της στον ποταμό.
Og det var ganske tidligt; hun kyssede den gamle Bedstemoder, som sov, tog de røde Skoe paa og gik ganske ene ud af Porten til Floden.
«Είναι αλήθεια πως εσύ μου πήρες τον μικρό μου φίλο; Θα σου χαρίσω τα κόκκινα παπούτσια μου, αν μου τον φέρεις πίσω.»
»Er det sandt, at Du har taget min lille Legebroder? Jeg vil forære Dig mine røde Skoe, dersom Du vil give mig ham igjen!«
Της φάνηκε τότε πως είδε τα γαλάζια κύματα να γνέφουν μ’ έναν τρόπο παράξενο. Έβγαλε τότε τα κόκκινα παπούτσια της, που ήταν ό,τι πιο πολύτιμο είχε, και τα πέταξε στο ποτάμι. Έπεσαν όμως κοντά στην όχθη, και τα μικρά κύματα τα γύρισαν αμέσως στη στεριά, λες και το ρεύμα δεν ήθελε να πάρει κάτι που ήταν τόσο ανεκτίμητο για την μικρούλα. Στην πραγματικότητα βέβαια, ήταν γιατί δεν είχαν πάρει εκείνα τον μικρό Κέι.
Og Bølgerne, syntes hun, nikkede saa underligt; da tog hun sine røde Skoe, det Kjæreste hun havde, og kastede dem begge to ud i Floden, men de faldt tæt inde ved Bredden, og de smaa Bølger bare dem strax i Land til hende, det var ligesom om Floden ikke vilde tage det Kjæreste hun havde, da den jo ikke havde den lille Kay;
Όμως η Γκέρντα σκέφτηκε πως έφταιγε που δεν τα πέταξε αρκετά μακριά, έτσι σκαρφάλωσε σε μια βάρκα που βρίσκονταν ανάμεσα στα βούρλα, πήγε στην άκρη και πέταξε ξανά τα παπούτσια. Η βάρκα όμως δεν ήταν δεμένη, κι οι κινήσεις της μικρούλας την έκαναν να παρασυρθεί μακριά από την ακτή.
men hun troede nu, at hun ikke kastede Skoene langt nok ud, og saa krøb hun op i en Baad, der laae i Sivene, hun gik heelt ud i den yderste Ende og kastede Skoene; men Baaden var ikke bundet fast, og ved den Bevægelse, hun gjorde, gled den fra Land;
Μόλις το κατάλαβε, πάσχισε να κάνει κάτι για να τη γυρίσει πίσω, μα η βάρκα είχε φτάσει κιόλας ένα μέτρο μακριά απ’ τη στεριά και γλιστρούσε γρήγορα, ολοένα και πιο μακριά.
hun mærkede det og skyndte sig for at komme bort, men før hun naaede tilbage, var Baaden over en Alen ude, og nu gled den hurtigere afsted.
Η μικρή Γκέρντα φοβήθηκε πολύ κι άρχισε να κλαίει, κανείς όμως δεν την άκουγε εκτός από τα χελιδόνια· κι αυτά δεν μπορούσαν να την γυρίσουν πίσω στη στεριά. Πετούσαν μόνο κατά μήκος της όχθης και τραγουδούσαν για να την παρηγορήσουν:
«Εδώ είμαστε! Εδώ είμαστε!»
Da blev den lille Gerda ganske forskrækket og gav sig til at græde, men Ingen hørte hende uden Graaspurvene, og de kunde ikke bære hende i Land, men de fløi langs med Bredden og sang, ligesom for at trøste hende: »her ere vi! her ere vi!«
Η βάρκα παρασύρθηκε απ’ το ρεύμα, κι η μικρή Γκέρντα κάθισε ακίνητη και ξυπόλυτη. Τα παπούτσια της έπλεαν πίσω από τη βάρκα, δεν μπορούσε όμως να τα φτάσει, γιατί η βάρκα ταξίδευε πολύ πιο γρήγορα από κείνα.
Baaden drev med Strømmen; den lille Gerda sad ganske stille i de bare Strømper; hendes smaa røde Skoe flød bag efter, men de kunde ikke naae Baaden, den tog stærkere Fart.
Οι όχθες, και στις δυο πλευρές του ποταμού, ήταν πανέμορφες γεμάτες υπέροχα λουλούδια, σεβάσμια δέντρα και πλαγιές με πρόβατα κι αγελάδες· ούτε ένας άνθρωπος όμως δεν φαίνονταν πουθενά.
Smukt var der paa begge Bredder, deilige Blomster, gamle Træer og Skrænter med Faar og Køer, men ikke et Menneske at see.
«Ίσως ο ποταμός με πάει στον μικρό μου Κέι,» είπε, κι λύπη της λιγόστεψε. Σηκώθηκε όρθια κοιτάζοντας για ώρες τις όμορφες πράσινες ακτές.
»Maaskee bærer Floden mig hen til lille Kay,« tænkte Gerda og saa blev hun i bedre Humeur, reiste sig op og saae i mange Timer paa de smukke grønne Bredder;
Τώρα έπλεε κατά μήκος ενός μεγάλου κήπου με κερασιές κι ένα μικρό αγροτόσπιτο με παράξενα κόκκινα και μπλε παράθυρα. Ήταν αχυρένιο, και μπροστά του στέκονταν φρουροί δύο ξύλινοι στρατιώτες, και τέντωναν τα όπλα τους καθώς περνούσε κάποιος.
saa kom hun til en stor Kirsebær-Have, hvor der var et lille Huus med underlige røde og blaae Vinduer, forresten Straatag og udenfor to Træ-Soldater, som skuldrede for dem, der seilede forbi.
Η Γκέρντα τους φώναξε, νομίζοντας πως είναι ζωντανοί, εκείνοι όμως δεν απάντησαν όπως ήταν φυσικό. Πλησίασε κοντά τους, καθώς το ρεύμα παρέσυρε τη βάρκα αρκετά κοντά στη στεριά, και φώναξε πιο δυνατά.
Gerda raabte paa dem, hun troede, at de vare levende, men de svarede naturligviis ikke; hun kom dem ganske nær, Floden drev Baaden lige ind imod Land.
Μια γερόντισσα βγήκε τότε από το αγροτόσπιτο, ακουμπώντας πάνω σ’ ένα στραβό ραβδί. Φορούσε ένα πλατύγυρο καπέλο, στολισμένο με τα πιο θαυμαστά λουλούδια.
Gerda raabte endnu høiere, og saa om ud af Huset en gammel, gammel Kone, der støttede sig paa en Krog-Kjæp; hun havde en stor Solhat paa, og den var bemalet med de deiligste Blomster.
«Καημένο παιδί!» είπε η γερόντισσα. «Πώς βρέθηκες μέσα στον μεγάλο ορμητικό ποταμό, να σε παρασύρει έτσι, μακριά στον κόσμο!» Τότε η γερόντισσα μπήκε στο νερό, έπιασε τη βάρκα με το στραβό ραβδί της, την τράβηξε στην ακτή κι έβγαλε έξω την μικρή Γκέρντα.
»Du lille stakkels Barn!« sagde den gamle Kone; »hvorledes er Du dog kommet ud paa den store, stærke Strøm, drevet langt ud i den vide Verden!« og saa gik den gamle Kone heelt ud i Vandet, slog sin Krog-Kjæp fast i Baaden, trak den i Land og løftede den lille Gerda ud.
Η μικρούλα ήταν τόσο χαρούμενη που βρέθηκε και πάλι στη στεριά, όμως ένιωσε και φόβο βλέποντας την παράξενη γερόντισσα.
Og Gerda var glad ved at komme paa det Tørre, men dog lidt bange for den fremmede, gamle Kone.
«Έλα όμως και πες μου τώρα, ποια είσαι και πώς βρέθηκες εδώ,» ρώτησε εκείνη.
»Kom dog og fortæl mig, hvem Du er, og hvorledes Du kommer her!« sagde hun.
Реклама