Η Βασίλισσα του Χιονιού / Снежная каралева — на греческом и белорусском языках. Страница 3

Греческо-белорусская книга-билингва

Χανς Κρίστιαν Άντερσεν

Η Βασίλισσα του Χιονιού

Ханс Крысціян Андэрсен

Снежная каралева

«Σίγουρα θα χαρεί πολύ να σε δει, να ακούσει πόσο μακρύ ταξίδι έκανες για χάρη του, και να μάθει πόσο δυστυχισμένοι είναι όλοι στο σπίτι απ’ όταν δεν ξαναγύρισε.»

А як узрадуецца ён цяпер, калі ўбачыць яе, пачуе, на які доўгі шлях рашылася яна дзеля яго, даведаецца, як бедавалі з-за яго ўсе сваякі!

Ω, τι φόβος και χαρά μαζί!

Ах, яна была проста сама не свая ад страху і радасці!

Τώρα βάδιζαν στις σκάλες. Μια μοναχική λάμπα έκαιγε εκεί, και στο πλατύσκαλο έστεκε το ήμερο Κοράκι, γυρίζοντας το κεφάλι της πότε απ’ τη μια πλευρά, πότε απ’ την άλλη, κοιτάζοντας την Γκέρντα, που υποκλίνονταν όπως της είχε μάθει η γιαγιά της.

Але вось яны на лесвічнай пляцоўцы. На шафе гарэла лямпа, а на парозе сядзела ручная варона і азіралася на бакі. Герда прысела і пакланілася, як вучыла яе бабуля.

«Ο καλός μου, μού είπε τόσα καλά για σένα αγαπητή μου, νεαρή κυρία,» είπε το ήμερο Κοράκι.» Είναι τόσο συγκινητική η ιστορία σου. Αν έχεις την καλοσύνη να πάρεις τη λάμπα, εγώ θα πάω εμπρός. Θα πάμε ίσια μπροστά, γιατί έτσι δεν θα συναντήσουμε κανέναν.»

— Мой жаніх расказваў мне пра вас столькі добрага, паненка! — сказала ручная варона. — І ваша жыццё таксама вельмі жаласлівае! Ці не возьміце вы лямпу, а я пайду наперадзе. Мы пакіруем напрасткі і тут нікога не сустрэнем.

«Μα νομίζω πως κάποιος είναι πίσω μας,» είπε η Γκέρντα, «και κάτι μας προσπέρασε βιαστικά, σαν σκοτεινή σκιά πάνω στον τοίχο· άλογα με κυματιστές χαίτες και λεπτά πόδια, κυνηγοί, κυρίες και κύριοι καβάλα στα άλογα.»

— А мне здаецца, за намі хтосьці ідзе, — сказала Герда, і ў тую ж хвіліну міма яе з лёгкім шумам пранесліся нейкія цені: коні з трапяткімі грывамі і тонкімі нагамі, паляўнічыя, дамы і кавалеры конна.

«Αυτά είναι μονάχα όνειρα,» είπε το Κοράκι, «που έρχονται για να προκαλέσουν τις σκέψεις των υψηλών προσώπων. Πάει καλά, θα μπορέσεις να τα δεις καλύτερα στο κρεβάτι. Μπορώ όμως να παρατηρήσω πως, όταν απολαμβάνει κανείς τιμή και διάκριση, έχει μια ευγνώμων καρδιά.

— Гэта сны! — сказала ручная варона. — Яны з’яўляюцца сюды, каб думкі высокіх асоб паляцелі на паляванне. Тым лепш для нас, зручней будзе разгледзець спячых.

«Τς, τς! Δεν αξίζει να μιλάμε γι’ αυτά τώρα,» είπε το Κοράκι του δάσους.


«Έφτασαν τότε στην πρώτη σάλα, που ήταν ντυμένη με ροδαλό σατέν και ψεύτικα λουλούδια στον τοίχο. Εδώ τα όνειρα έτρεχαν εδώ κι εκεί, όμως βιάζονταν τόσο πολύ, που η Γκέρντα δεν μπορούσε να δει τα υψηλά πρόσωπα.

Тут яны ўвайшлі ў першую залу, дзе сцены былі абабіты ружовым атласам, вытканым кветкамі. Міма дзяўчынкі зноў пранесліся сны, але так хутка, што яна не паспела разгледзець коннікаў.

Η μια σάλα ήταν πιο εξαίσια από την άλλη, στ’ αλήθεια μπορούσε κανείς να τα χάσει απ’ την ομορφιά τους. Στο τέλος, έφτασαν στην κρεβατοκάμαρα.

Адна зала была прыгажэйшая за другую, так што было ад чаго збянтэжыцца. Нарэшце яны дайшлі да спальні.

Το ταβάνι του δωματίου έμοιαζε μ’ ένα μεγάλο φοινικόδεντρο, που τα φύλλα του ήταν από γυαλί, ακριβό γυαλί. Εκεί στη μέση, από ένα χοντρό κλαδί κρέμονταν δύο κρεβάτια, που το καθένα τους έμοιαζε με έναν κρίνο.

Столь напамінала верхавіну вялізнай пальмы з каштоўным крыштальным лісцем; з сярэдзіны столі спускалася тоўстае залатое сцябло, на якім віселі два ложкі ў выглядзе лілей.

Το ένα ήταν λευκό, και σ’ αυτό ήταν ξαπλωμένη η Πριγκίπισσα. Το άλλο ήταν κόκκινο, κι εκεί έπρεπε να ψάξει για τον μικρό Κέι η Γκέρντα. Έσκυψε πάνω από τα κόκκινα πέταλα, και είδε έναν καστανό λαιμό. Ω! Αυτός ήταν, ο Κέι!

Адзін быў белы, у ім спала прынцэса, другі — чырвоны, і ў ім Герда спадзявалася знайсці Кая. Дзяўчынка злёгку адхінула адзін з чырвоных пялёсткаў і ўбачыла цёмна-русую патыліцу. Гэта Кай!

Φώναξε τότε το όνομά του δυνατά κρατώντας κοντά τη λάμπα, και καθώς τα όνειρα έτρεξαν πάλι βιαστικά μέσα στο δωμάτιο, εκείνος ξύπνησε, γύρισε το κεφάλι του, και —δεν ήταν ο μικρός Κέι!

Яна гучна назвала яго па імені і паднесла лямпу да самага яго твару. Сны з шумам адляцелі прэч; прынц прачнуўся і павярнуў галаву… Ах, гэта быў не Кай!

Ο Πρίγκιπας του έμοιαζε μονάχα στο λαιμό, αλλά ήταν νεαρός και όμορφος. Πίσω από τα λευκά πέταλα του κρίνου, κρυφοκοίταξε η Πριγκίπισσα και ρώτησε να μάθει τι συμβαίνει. Τότε η μικρή Γκέρντα άρχισε να κλαίει και διηγήθηκε όλη την ιστορία της, μα κι όλα όσα είχαν κάνει για κείνη τα Κοράκια.

Прынц быў падобны на яго толькі з патыліцы, але быў такі ж малады і прыгожы. З белай лілеі выглянула прынцэса і запытала, што здарылася. Герда заплакала і расказала ўсю сваю гісторыю, упамянуўшы і пра тое, што зрабілі для яе крумкач і варона.

«Φτωχή μικρούλα!» είπαν μαζί ο Πρίγκιπας και η Πριγκίπισσα. Επαίνεσαν πολύ τα Κοράκια κι είπαν πως δεν είναι διόλου θυμωμένοι μαζί τους, όμως δεν θα έπρεπε να το ξανακάνουν χωρίς να ρωτήσουν. Ωστόσο, έπρεπε να τα ανταμείψουν για την καλή τους πράξη.

— Ах ты небарака! — сказалі прынц і прынцэса, пахвалілі крумкача і варону, аб’явілі, што ніколькі не злуюцца на іх — толькі няхай яны не робяць гэтага ў далейшым, — і захацелі нават узнагародзіць іх.

«Θέλετε να σας αφήσουμε να πετάξετε ελεύθεροι,» ρώτησε η Πριγκίπισσα, «ή μήπως προτιμάτε να μονιμοποιηθείτε ως κοράκια της αυλής του παλατιού, με όλα τα ψίχουλα της κουζίνας δικά σας;»

— Хочаце быць вольнымі птушкамі? — запытала прынцэса. — Ці жадаеце заняць пасаду прыдворных варон, на поўным забеспячэнні з кухонных рэшткаў?

Τα δυο Κοράκια κούνησαν το κεφάλι και προτίμησαν τη μόνιμη θέση, γιατί σκέφτηκαν τα γηρατειά τους, και είπαν:
«Είναι καλό να προνοεί κανείς για τα γηρατειά του.»

Крумкач з варонай пакланіліся і папрасілі пасады пры двары. Яны падумалі пра старасць і сказалі:
— Добра ж мець надзейны кавалак хлеба на старасці год!

Ο Πρίγκιπας σηκώθηκε και άφησε την Γκέρντα να κοιμηθεί στο κρεβάτι του, κι αυτό ήταν ότι περισσότερο μπορούσε να κάνει.

Прынц падняўся і ўступіў свой ложак Гердзе — больш ён пакуль нічога не мог для яе зрабіць.

Εκείνη δίπλωσε τα χεράκια της και σκέφτηκε, «Τι καλοί άνθρωποι και ζώα!» κι ύστερα αποκοιμήθηκε βαριά.

А яна склала ручкі і падумала:«Якія добрыя ўсе людзі і жывёлы!» — заплюшчыла вочы і салодка заснула.

Τα όνειρά ήρθαν ξανά κι έμοιαζαν τώρα με αγγέλους. Έσερναν ένα μικρό έλκηθρο, που μέσα του καθόταν ο μικρός Κέι και κουνούσε το κεφάλι· ήταν όμως μονάχα ένα όνειρο και γι’ αυτό εξαφανίστηκε αμέσως μόλις ξύπνησε.

Сны зноў прыляцелі ў спальню, але цяпер яны везлі на маленькіх саначках Кая, які ківаў Гердзе галавою. На жаль, усё гэта было толькі сном і знікла, калі дзяўчынка прачнулася.

Την επόμενη μέρα την έντυσαν από πάνω ως κάτω με μετάξι και βελούδο. Της πρότειναν αν ήθελε να μείνει στο παλάτι και να ζήσει εκεί μια ευτυχισμένη ζωή. Εκείνη όμως παρακάλεσε να της δώσουν μια μικρή άμαξα μ’ ένα άλογο να την σέρνει, κι ακόμα, ένα μικρό ζευγάρι παπούτσια. Ύστερα, είπε, θα πήγαινε ξανά έξω στον κόσμο, να ψάξει για τον Κέι.

На другі дзень яе апранулі з ног да галавы ў шоўк і аксаміт і дазволілі заставацца ў палацы колькі яна пажадае. Дзяўчынка магла жыць ды пажываць тут прыпяваючы, але прагасцявала ўсяго некалькі дзён і пачала прасіць, каб ёй далі павозку з канём і чаравікі — яна зноў хацела адправіцца па белым свеце на пошукі свайго пабраціма.

Της έδωσαν παπούτσια κι ένα γούνινο μανίκι για να ζεσταίνει τα χεράκια της· την έντυσαν στ’ αλήθεια πολύ όμορφα. Σαν ήταν έτοιμη να φύγει, μια ολοκαίνουργια άμαξα σταμάτησε μπροστά από την πόρτα. Ήταν από καθαρό χρυσάφι, ενώ ο αμαξάς, οι υπηρέτες και οι καβαλάρηδες ακόλουθοι, γιατί υπήρχαν και ακόλουθοι, φορούσαν όλοι χρυσά στέμματα.

Ёй далі і чаравікі, і муфту, і прыгожую сукенку, а калі яна развіталася з усімі, да варот пад’ехала карэта з чыстага золата, з зіхоткімі, як зоркі, гербамі прынца і прынцэсы; у фурмана, лакееў, фарэйтараў — далі ёй і фарэйтараў — красаваліся на галовах маленькія залатыя кароны.

Ο Πρίγκιπας και η Πριγκίπισσα βοήθησαν την μικρή να ανέβει στην άμαξα και της ευχήθηκαν καλή επιτυχία.

Прынц і прынцэса самі пасадзілі Герду ў карэту і пажадалі ёй шчаслівай дарогі.

Το Κοράκι του δάσους, που είχε πια παντρευτεί, τη συνόδεψε για τα πρώτα τρία μίλια. Κάθισε δίπλα στην Γκέρντα, γιατί δεν μπορούσε να πετά ανάποδα. Το άλλο Κοράκι στάθηκε στην πόρτα και χτυπούσε τα φτερά της. Δεν μπορούσε να συνοδεύσει κι εκείνη την Γκέρντα, γιατί υπέφερε από πονοκεφάλους από τότε που μονιμοποιήθηκε κι άρχισε να τρώει πολύ.

Лясны крумкач, які паспеў ужо ажаніцца, праводзіў дзяўчынку першыя тры мілі і сядзеў у карэце побач з ёю — ён не мог ехаць, седзячы спінаю да коней. Ручная варона сядзела на варотах і лопала крыламі. Яна не паехала праводзіць Герду, таму што ў яе балела галава, з таго часу як атрымала пасаду пры двары і занадта шмат ела.

Το εσωτερικό της άμαξας ήταν ντυμένο με ζαχαρωτά δαμάσκηνα, και τα καθίσματα ήταν φρούτα και μελόψωμο.

Карэта была бітком набіта цукровымі крэндзелямі, а скрыня пад сядзеннем садавінай і пернікамі.

«Στο καλό! Στο καλό!» φώναξαν ο Πρίγκιπας και η Πριγκίπισσα. Η Γκέρντα έκλαψε, και το Κοράκι το ίδιο. Έτσι πέρασαν τα πρώτα τρία μίλια. Τότε το Κοράκι την αποχαιρέτησε, κι αυτός ήταν ο πιο οδυνηρός αποχαιρετισμός απ’ όλους.

— Бывай! Бывай! — закрычалі прынц і прынцэса. Герда заплакала, варона — таксама. Праз тры мілі развітаўся з дзяўчынкай і крумкач. Сумнае было развітанне!

Πέταξε πάνω σ’ ένα δέντρο κι άρχισε να χτυπά τα μαύρα του φτερά για όσο έβλεπε την άμαξα, που έλαμπε από μακριά σαν ηλιαχτίδα…

Крумкач узляцеў на дрэва, махаў чорнымі крыламі да таго часу, пакуль карэта, зіхатлівая, як сонца, не знікла з поля зроку.

Ιστορία πέμπτη: Η μικρή λησταρχίνα

Гісторыя пятая. Маленькая разбойніца

Το ταξίδι τους συνεχίστηκε μέσα από το πυκνό το δάσος, όμως η άμαξα έλαμπε σαν ολόλαμπρος πυρσός και δεν ήθελε πολύ να θαμπώσει τα μάτια των ληστών,

Вось Герда ўехала ў цёмны лес, у якім жылі разбойнікі. Карэта гарэла як жар, яна сляпіла разбойнікам вочы, і яны проста не маглі яе прапусціць.

ώσπου δεν άντεξαν άλλο να τη βλέπουν. «Είναι από χρυσάφι! Είναι από χρυσάφι!» φώναξαν κι όρμησαν καταπάνω της. Άρπαξαν τα άλογα, έριξαν κάτω τους ακόλουθους, τον αμαξά και τους υπηρέτες, και τράβηξαν την μικρούλα Γκέρντα έξω από την άμαξα.

— Золата! Золата! — закрычалі яны, схапіўшы коней за аброці, забілі маленькіх фарэйтараў, фурмана, слуг і выцягнулі з карэты Герду.

«Τι παχουλή, τι όμορφη που είναι! Πρέπει να είναι ταϊσμένη με καρύδια κι αμύγδαλα,» είπε η μεγάλη λησταρχίνα, που είχε μια μακριά, άθλια γενειάδα και πυκνά φρύδια, που κρέμονταν πάνω από τα μάτια της.

— Бач якая слаўненькая, тлусценькая! Арэшкамі кармілі! — сказала старая разбойніца з доўгай шорсткай барадой і махнатымі, навіслымі брывамі.

«Είναι σαν καλοταϊσμένο αρνάκι! Θα ‘ναι πολύ νόστιμη!» Τράβηξε τότε ένα μαχαίρι, κι η λεπίδα του άστραψε τρομερή.

— Тлусценькая, як баранчык! Ану, якая на смак будзе?
І яна выцягнула востры зіхоткі нож. Які жах!

«Άουτς!» φώναξε άξαφνα η λησταρχίνα, σαν την δάγκωσε στ’ αυτί η μικρή της κόρη, που κρέμονταν στην πλάτη της. Ήταν τόσο άγρια κι ατίθαση αυτή η μικρή, που σχεδόν διασκέδαζε κανείς σαν την έβλεπε. «Παλιόπαιδο!» τσίριξε η μητέρα, κι η απόπειρα να σκοτώσει την Γκέρντα, απόμεινε στη μέση.

— Ай! — ускрыкнула яна раптам: разбойніцу ўкусіла за вуха яе ўласная дачка, якая сядзела ў старой за спінай і была такая нястрымная і свавольная, што проста дзіва! — Ах, ты паганая дзяўчынка! — закрычала маці, але забіць Герду не паспела.

«Θέλω να παίξει μαζί μου. Θα μου δώσει το γούνινο μανίκι της και το όμορφο φόρεμά της. Και θα κοιμηθεί στο κρεβάτι μου!» είπε η μικρή λησταρχίνα κι έδωσε άλλη μια δαγκωνιά στη μητέρα της, τόσο δυνατή, που την έκανε να πηδήξει από τον πόνο κι άρχισε να τρέχει γύρω γύρω.
«Κοίτα την πως χορεύει!» χαχάνισαν οι ληστές.

— Яна будзе гуляць са мной, — сказала маленькая разбойніца. — Яна аддасць мне сваю муфту, сваю прыгожую сукенку і будзе спаць са мной на маёй пасцелі. І дзяўчынка зноў так укусіла маці, што тая падскочыла і закруцілася на месцы. Разбойнікі зарагаталі.
— Бач як скача перад сваёй дзяўчынкай!

«Θα μπω κι εγώ στην άμαξα,» είπε η μικρή λησταρχίνα, και δεν υπήρχε περίπτωση να μη γίνει το δικό της· τόσο πολύ κακομαθημένη και πεισματάρα ήταν.

— Хачу ў карэту! — закрычала маленькая разбойніца і дамаглася свайго — яна была вельмі распешчаная і ўпартая.

Έτσι, μπήκε μαζί με την Γκέρντα στην άμαξα, και κίνησαν μακριά, πάνω από κούτσουρα κομμένων δέντρων, βαθιά, όλο και πιο βαθιά μέσα στο δάσος. Η μικρή λησταρχίνα είχε το ίδιο μπόι με την Γκέρντα, ήταν όμως πιο δυνατή, με πλατιούς ώμους και μαυρισμένη. Τα μάτια της ήταν ολόμαυρα κι έμοιαζαν σχεδόν μελαγχολικά. Αγκάλιασε την μικρή Γκέρντα και είπε:

Яны ўселіся з Гердай у карэту і памчалі па пнях і купінах у лясны гушчар. Маленькая разбойніца была ростам з Герду, але здаравейшая, шырэйшая ў плячах і больш смуглая. Вочы ў яе былі зусім чорныя, але нейкія сумныя. Яна абняла Герду і сказала:

«Όσο δεν είμαι δυσαρεστημένη μαζί σου, δεν πρόκειται κανείς να σε σκοτώσει. Είσαι, χωρίς αμφιβολία, μια Πριγκίπισσα, έτσι;»

— Яны цябе не заб’юць, пакуль я не раззлуюся на цябе. Ты, пэўна, прынцэса?

«Όχι,» είπε η Γκέρντα, κι αμέσως άρχισε να σκέφτεται όλα όσα της είχαν συμβεί και πόσο μεγάλη ήταν η έγνοια της για τον μικρό της Κέι.

— Не, — адказала дзяўчынка і расказала, што давялося ёй перажыць і як яна любіць Кая.

Η μικρή λησταρχίνα την κοίταξε όλο σοβαρότητα και κούνησε το κεφάλι.
«Δεν πρόκειται να σε σκοτώσουν ούτε κι όταν θυμώσω μαζί σου: γιατί τότε θα το κάνω εγώ,» είπε, και σκούπισε τα μάτια της Γκέρντα, κι ύστερα, έβαλε τα δυο της χέρια στο γούνινο μανίκι που ήταν τόσο μαλακό και ζεστό.

Маленькая разбойніца сур’ёзна паглядзела на яе, злёгку кіўнула і сказала:
— Яны цябе не заб’юць, нават калі я і раззлуюся на цябе, — я лепш сама заб’ю цябе!
І яна выцерла слёзы Гердзе, а потым схавала абедзве рукі ў яе прыгожую, мяккую, цёплую муфтачку.

Κάποτε η άμαξα σταμάτησε. Είχαν φτάσει στη μέση της αυλής του κάστρου ενός ληστή, που ήταν γεμάτο ρωγμές από πάνω ως κάτω, και μέσα απ’ τα ανοίγματα, πετούσαν καρακάξες και κουρούνες. Τα πελώρια σκυλιά πήδηξαν πάνω, κι έμοιαζαν πως μπορούσε το καθένα από δαύτα να καταπιεί κι από έναν ολόκληρο άνθρωπο· όμως δεν γαύγισαν καθόλου, γιατί ήταν απαγορευμένο.

Вось карэта спынілася: яны ўехалі на двор разбойніцкага замка. Ён быў увесь у вялікіх расколінах; з іх выляталі крумкачы і вароны. Аднекуль выскачылі вялізныя бульдогі, здавалася, кожнаму з іх хоць бы што праглынуць чалавека, але яны толькі высока падскоквалі і нават не брахалі — гэта было забаронена.

Στο μέσο μιας μεγάλης παλιάς και καπνισμένης σάλας, έκαιγε μια φωτιά πάνω στο πέτρινο πάτωμα. Ο καπνός χάνονταν κάτω από τις πέτρες αναζητώντας διέξοδο. Σ’ ένα τεράστιο καζάνι έβραζε μια σούπα, ενώ λαγοί και κουνέλια ψήνονταν στην σούβλα.

Пасярод вялікай залы з напаўразбуранымі закуродымленымі сценамі і каменнай падлогай палала вогнішча. Дым падымаўся да столі і сам павінен быў шукаць сабе выхаду. Над вогнішчам кіпеў у вялізным катле суп, а на ражнах смажыліся зайцы і трусы.

«Θα κοιμηθείς μαζί μου απόψε, παρέα με όλα μου τα ζώα,» είπε η μικρή λησταρχίνα, κι αφού έφαγαν και ήπιαν, πήγαν σε μια γωνιά στρωμένη με άχυρα και χαλιά.

— Ты будзеш спаць разам са мной вось тут, каля майго маленькага звярынца, — сказала Гердзе маленькая разбойніца.
Дзяўчынак накармілі, напаілі, і яны пайшлі ў свой куток, дзе была паслана салома, накрытая дыванамі.

Εκεί δίπλα, πάνω σε κούρνιες και σανίδια, κάθονταν ίσαμε εκατό περιστέρια κι όλα φαίνονταν να κοιμούνται, κουνήθηκαν όμως λίγο μόλις πλησίασε η μικρή λησταρχίνα.

Вышэй сядзела на жэрдках больш за сотню галубоў. Усе яны, здавалася, спалі, але калі дзяўчынкі падышлі, злёгку заварушыліся.

«Είναι όλα δικά μου,» είπε, πιάνοντας από τα πόδια ένα που ήταν κοντά της, κι άρχισε να το κουνά τόσο δυνατά, όσο να κάνει τα φτερά του να φτερουγίσουν.

— Усе мае! — сказала маленькая разбойніца, схапіла аднаго голуба за ногі і так страсянула яго, што той залопаў крыламі.

«Φίλησέ το,» φώναξε και πέταξε το περιστέρι πάνω στο πρόσωπο της Γκέρντα.

— На, пацалуй яго! — крыкнула яна і сунула голуба Гердзе проста ў твар.

«Εκεί πάνω είναι η παρέα του δάσους,» συνέχισε δείχνοντας μερικά ξυλάκια στερεωμένα μπροστά σε μια τρύπα, ψηλά πάνω στον στοίχο.

— А вось тут сядзяць лясныя ашуканчыкі, — працягвала яна, паказваючы на двух галубоў, якія сядзелі ў невялікім заглыбленні ў сцяне, за драўлянымі кратамі.

«Θα είχανε πετάξει μακριά αν δεν τα είχα έτσι γερά κλεισμένα στο κλουβί. Κι αυτός εδώ, είναι ο γερο-αγαπημένος μου, ο Μπακ,» είπε και πιάστηκε από τα κέρατα ενός τάρανδου, που ήταν δεμένος από ένα λαμπερό χάλκινο δαχτυλίδι γύρω απ’ τον λαιμό του.

— Гэтыя абодва — лясныя ашуканчыкі. Іх трэба трымаць пад замком, бо хутка знікнуць! А вось і мой мілы старыкан! — І дзяўчынка тузанула за рогі прывязанага да сцяны паўночнага аленя з бліскучым медным ашыйнікам.

«Πρέπει να τον κρατάμε δεμένο κι αυτόν τον φιλαράκο, αλλιώς θα το σκάσει. Κάθε βράδυ τον γαργαλάω στον λαιμό με το κοφτερό μαχαίρι μου· τρομάζει πολύ!»

— Яго таксама патрэбна трымаць на прывязі, інакш уцячэ! Кожны вечар я казычу яго пад шыяй сваім вострым нажом — ён да смерці гэтага баіцца.

Κι έβγαλε αμέσως ένα μακρύ μαχαίρι μέσα από μια σχισμή του τοίχου, και τ’ άφησε να λαμπυρίσει πάνω από τον λαιμό του καημένου του τάρανδου που άρχισε να κλωτσά. Η μικρή λησταρχίνα έβαλε τα γέλια και τράβηξε την Γκέρντα μαζί της στο κρεβάτι.

Затым маленькая разбойніца выцягнула з расколіны ў сцяне доўгі нож і правяла ім па шыі аленя. Няшчасная жывёліна пачала брыкацца, а дзяўчынка зарагатала і пацягнула Герду да пасцелі.

«Σκοπεύεις να κρατάς το μαχαίρι ενώ κοιμάσαι;» ρώτησε η Γκέρντα, κοιτάζοντας τη λεπίδα του αρκετά φοβισμένη.

— Няўжо ты і спіш з нажом? — запыталася ў яе Герда.

«Πάντα κοιμάμαι με το μαχαίρι μου,» απάντησε η μικρή λησταρχίνα. «Κανείς δεν ξέρει τι μπορεί να συμβεί. Πες μου όμως, άλλη μια φορά, τα πάντα για τον μικρό Κέι και γιατί βγήκες μόνη σου στον κόσμο.»

— Заўсёды! — адказала маленькая разбойніца. — Мала што можа здарыцца! Ну, раскажы мне яшчэ раз пра Кая і пра тое, як ты адправілася падарожнічаць па белым свеце.

Κι η Γκέρντα τα είπε όλα από την αρχή, ενώ τα περιστέρια του δάσους έκαναν Κουού κουού από ψηλά στο κλουβί τους, και τα υπόλοιπα κοιμόνταν.

Герда расказала. Лясныя галубы ў клетцы ціха буркавалі; іншыя галубы ўжо спалі.

Η μικρή λησταρχίνα είχε σφίξει το μπράτσο της γύρω από το λαιμό της Γκέρντα και με το μαχαίρι στο άλλο χέρι, ροχάλιζε τόσο δυνατά που όλοι την άκουγαν. Όμως η Γκέρντα δεν μπορούσε να κλείσει μάτι, γιατί δεν ήξερε αν θα ζούσε ή θα πέθαινε.

Маленькая разбойніца абвіла адной рукой шыю Герды — у другой у яе быў нож — і захрапла, але Герда не магла заплюшчыць вачэй, не ведаючы, заб’юць яе ці пакінуць жывой.

Οι ληστές κάθισαν γύρω από τη φωτιά, τραγούδησαν και ήπιαν, κι η μεγάλη λησταρχίνα χοροπήδησε τόσο, που τρόμαξε τη μικρή Γκέρντα.


«Κουού! Κουού!» είπαν τότε τα περιστέρια, «Εμείς έχουμε δει τον μικρό Κέι! Μια λευκή πουλάδα κουβαλά το έλκηθρό του. Εκείνος κάθεται στο έλκηθρο της Βασίλισσας του Χιονιού, που πέρασε από δω όσο εμείς καθόμασταν στη φωλιά μας. Φύσηξε πάνω μας, στα νεαρά, και όλα πέθαναν εκτός από εμάς τους δυο. Κουού! Κουού!»

Раптам лясныя галубы прабуркавалі:
— Курр! Курр! Мы бачылі Кая! Белая курыца несла на спіне яго санкі, а ён сядзеў на санях Снежнай каралевы. Яны ляцелі над лесам, калі мы, птушаняты, яшчэ ляжалі ў гняздзе. Яна дыхнула на нас, і ўсе памерлі, акрамя нас дваіх. Курр! Курр!

«Τι λέτε εσείς εκεί πάνω;» φώναξε η Γκέρντα. «Πού πήγε η Βασίλισσα του Χιονιού; Ξέρετε πού πήγε;»

— Што вы кажаце! — усклікнула Герда. — Куды ж паляцела Снежная каралева? Ведаеце?

«Χωρίς αμφιβολία, πήγε στη Λαπωνία, γιατί εκεί υπάρχει πάντοτε χιόνι και πάγος. Ρώτησε τον Τάρανδο, αυτόν που είναι δεμένος εκεί.»

— Напэўна, у Лапландыю — там жа вечны снег і лёд. Запытайся ў паўночнага аленя, які прывязаны тут.

«Χιόνι και πάγος υπάρχει εκεί! Είναι εκεί, λαμπρό και όμορφο!» είπε ο Τάρανδος. «Εκεί μπορεί κανείς να τρέξει πάνω στις πελώριες αστραφτερές κοιλάδες! Η Βασίλισσα του Χιονιού έχει εκεί το εξοχικό της, μα η μόνιμη κατοικία της είναι ψηλά, κοντά στον Βόριο Πόλο, στο νησί που ονομάζεται Σπιτσβέργη.»

— Так, там вечны снег і лёд. Дзіва як добра! — сказаў паўночны алень. — Там скачаш сабе на волі па вялізных зіхатлівых раўнінах. Там стаіць летні шацёр Снежнай каралевы, а сталае яе прыстанішча — палац каля Паўночнага полюса, на выспе Шпіцберген.

«Ω, Κέι! Φτωχέ μου Κέι!» αναστέναξε η Γκέρντα.

— О Кай, мой мілы Кай! — уздыхнула Герда.

«Θα κάτσεις επιτέλους ήσυχη;» είπε η μικρή λησταρχίνα. «Γιατί θα σε κάνω εγώ να κάτσεις.»

— Ляжы ціха, — сказала маленькая разбойніца, — бо пырну цябе нажом!

Σαν ήρθε το πρωί, η Γκέρντα διηγήθηκε στη μικρή λησταρχίνα όλα όσα της είπαν τα περιστέρια του Δάσους. Εκείνη την κοίταξε πολύ σοβαρή, ώσπου κούνησε το κεφάλι και είπε:
«Δεν έχει σημασία —δεν έχει σημασία. Ξέρεις που βρίσκεται η Λαπωνία;» ρώτησε τον Τάρανδο.

Раніцай Герда расказала ёй, што чула ад лясных галубоў. Маленькая разбойніца сур’ёзна паглядзела на Герду, кіўнула галавой і сказала:
— Ну, няхай будзе так!.. А ты ведаеш, дзе Лапландыя? — запыталася яна пасля ў паўночнага аленя.

«Ποιος μπορεί να ξέρει καλύτερα από μένα;» είπε το ζωντανό, και τα μάτια του άρχισαν να αναπολούν. «Εκεί γεννήθηκα και μεγάλωσα —εκεί έτρεχα και χοροπηδούσα πάνω στους χιονισμένους αγρούς.»

— Каму ж і ведаць, калі не мне! — адказаў алень, і вочы яго заззялі. — Там я нарадзіўся і вырас, там скакаў па снежных раўнінах.

«Άκου,» είπε η μικρή λησταρχίνα στην Γκέρντα. «Οι άντρες έχουν φύγει, όμως η μητέρα μου είναι ακόμα εδώ, και θα μείνει. Όμως κοντά στο ξημέρωμα, πίνει πάντα μια γουλιά από το φλασκί της κι ύστερα κοιμάται λίγο. Τότε, θα κάνω κάτι για σένα.»

— Дык слухай, — сказала Гердзе маленькая разбойніца. — Бачыш, усе нашы пайшлі, дома засталася адна маці; трохі счакаўшы яна глыне са сваёй вялікай бутэлькі і задрэмле, тады я штосьці зраблю для цябе.

Πήδηξε τότε απ’ το κρεβάτι κι έτρεξε στη μητέρα της.
«Καλημέρα γλυκιά μου μητέρα που είσαι σα γριά γίδα,» είπε καθώς την τραβούσε από το γένι, με τα χέρια τυλιγμένα γύρω από το λαιμό της.


Η μητέρα έπιασε τη μύτη της και την κράτησε μέχρι που έγινε το πρόσωπό της κόκκινο και μπλε· όμως όλα αυτά ήτανε μονάχα από αγνή αγάπη.


Μόλις η μητέρα ήπιε μια γουλιά απ’ το φλασκί της κι έπεσε να πάρει έναν υπνάκο, η μικρή λησταρχίνα πήγε στον Τάρανδο και είπε:
«Πολύ θα ήθελα να σε γαργαλήσω κι άλλο με το κοφτερό μαχαίρι μου, γιατί είσαι τόσο διασκεδαστικός, όμως θα σε ελευθερώσω και θα σε βοηθήσω να φύγεις για να μπορέσεις να πας πίσω στη Λαπωνία. Κοίτα να βαστήξουν γερά τα πόδια σου και να πας αυτό το μικρό κορίτσι στο παλάτι της Βασίλισσας του Χιονιού, εκεί που βρίσκεται ο μικρός της φίλος.

І вось старая глынула са сваёй бутэлькі і захрапла, а маленькая разбойніца падышла да паўночнага аленя і сказала:
— Яшчэ доўга можна было б здзеквацца з цябе! Занадта ж ты пацешны, калі цябе казычыш вострым нажом. Ну, ды няхай будзе так! Я адвяжу цябе і адпушчу на волю. Можаш бегчы ў сваю Лапландыю, але за гэта ты павінен адвезці да палаца Снежнай каралевы гэту дзяўчынку — там яе пабрацім.

Φαντάζομαι πως άκουσες όλα όσα είπε, αφού μιλούσε αρκετά δυνατά κι εσύ άκουγες.»

Ты ж, канешне, чуў, што яна расказвала? Яна гаварыла гучна, а ў цябе заўжды слых на семярых.

Ο Τάρανδος πήδηξε από τη χαρά του. Η μικρή λησταρχίνα σήκωσε τη Γκέρντα και προνόησε να την δέσει γερά πάνω στη ράχη του Τάρανδου· της έδωσε ακόμα κι ένα μικρό μαξιλάρι για να κάθεται.

Паўночны алень так і падскочыў ад радасці. А маленькая разбойніца пасадзіла на яго Герду, моцна прывязала для пэўнасці і нават падсунула пад яе мяккую падушку, каб ёй зручней было сядзець.

«Ορίστε οι μάλλινες κάλτσες σου, γιατί θα κάνει κρύο· όμως το γούνινο μανίκι θα το κρατήσω εγώ, γιατί είναι πολύ όμορφο. Πάρε ένα ζευγάρι παραγεμισμένα γάντια της μητέρας μου· θα σου φτάνουν ως τον αγκώνα. Εμπρός, φόρεσέ τα! Τώρα μοιάζεις σαν την άσχημη γριά μάνα μου, τουλάχιστον στα χέρια!»

— Няхай будзе так, — сказала яна затым, — вазьмі назад свае футровыя боцікі — холадна ж будзе! А муфту ўжо я пакіну сабе, вельмі ж яна прыгожая. Але мерзнуць я табе не дам: вось вялікія рукавіцы маёй маці, яны дойдуць табе да самых локцяў. Засунь у іх рукі! Ну вось, цяпер рукі ў цябе, як у маёй пачварнай маці.

Η Γκέρντα έκλαψε από χαρά.

Герда плакала ад радасці.

«Ωχ, δεν αντέχω να σε βλέπω να κλαψουρίζεις,» είπε η μικρή λησταρχίνα. «Τώρα είναι που θα έπρεπε να ‘σαι ευχαριστημένη. Πάρε δύο φρατζόλες ψωμί και ζαμπόν για να μη πεθάνεις απ’ την πείνα.»

— Цярпець не магу, калі хныкаюць! — сказала маленькая разбойніца. — Ты павінна радавацца. Вось табе яшчэ два боханы і кумпяк, каб не давялося галадаць.

Έδεσε το ψωμί και το κρέας στην πλάτη του Ταράνδου κι άνοιξε την πόρτα, φώναξε μέσα όλα τα σκυλιά, κι ύστερα, έκοψε με το μαχαίρι της το σχοινί που κρατούσε το ζώο δεμένο.
«Φύγε τώρα!» είπε η μικρή λησταρχίνα στον Τάρανδο, «πρόσεχε όμως το κορίτσι σαν τα μάτια σου!»

І тое і другое было прывязана да аленя. Потым маленькая разбойніца адчыніла дзверы, заманіла сабак у дом, перарэзала сваім вострым нажом вяроўку, якою быў прывязаны алень, і сказала яму:
— Ну, хутчэй! Ды беражы мне дзяўчынку.

Η Γκέρντα άπλωσε τα χέρια της με τα μεγάλα, παραγεμισμένα γάντια, να αγκαλιάσει τη μικρή λησταρχίνα. «Αντίο!» είπε, κι ο Τάρανδος πέταξε πάνω από θάμνους και βάτα μέσα στο μεγάλο δάσος, πάνω από βάλτους και ρείκια, όσο πιο γρήγορα μπορούσε.

Герда працягнула маленькай разбойніцы абедзве рукі ў вялікіх рукавіцах і развіталася з ёю. Паўночны алень пабег што меў сілы праз пні і купіны па лесе, па балотах і стэпах.

«Αψού! Αψού!» ακούστηκε στον ουρανό. Σαν κάποιος να φταρνίζονταν.

Вылі ваўкі, каркалі вароны.
— Ух! Ух! — пачулася раптам з неба, і яно быццам пачало чхаць агнём.

«Είναι ο παλιόφιλός μου, το βόρειο σέλας,» είπε ο Τάρανδος, «κοίτα πώς λάμπει!» Κι αμέσως άρχισε να τρέχει ακόμα πιο γρήγορα, -μέρα και νύχτα πήγαινε, τα ψωμιά τελείωσαν και το ζαμπόν το ίδιο. Κι έφτασαν πια στη Λαπωνία…

— Вось маё роднае паўночнае ззянне! — сказаў алень. — Глядзі, як гарыць.
І ён пабег далей, не спыняючыся ні ўдзень, ні ўночы. Хлеб быў з’едзены, вяндліна таксама, і нарэшце яны апынуліся ў Лапландыі.

Ιστορία έκτη: Η γυναίκα από τη Λαπωνία, κι η γυναίκα από τη Φινλανδία.

Гісторыя шостая. Лапландка і фінка

Άξαφνα σταμάτησαν μπροστά σ’ ένα μικρό σπίτι, που έμοιαζε άθλιο και ταλαιπωρημένο. Η στέγη ακουμπούσε στο έδαφος, κι η πόρτα ήταν τόσο χαμηλή, που όλοι στην οικογένεια, έπρεπε να σέρνονται πάνω στην κοιλιά τους για να μπουν μέσα ή να βγουν έξω.

Алень спыніўся каля ўбогай хаціны. Дах спускаўся да самай зямлі, а дзверы былі такія нізенькія, што людзям даводзілася прапаўзаць у іх на карачках.

Στο σπίτι δεν ήτανε κανένας, εκτός από μια γριά γυναίκα από τη Λαπωνία, που μαγείρευε ψάρι στο φως μιας παλιάς λάμπας. Ο Τάρανδος της είπε όλη την ιστορία της Γκέρντα αφού πρώτα είπε όλη τη δική του, που τη θεωρούσε πολύ πιο σημαντική. Η μικρούλα Γκέρντα ήταν τόσο παγωμένη που δεν μπορούσε ούτε να μιλήσει.

Дома была адна старая лапландка, якая смажыла рыбу пры святле тлушчавай лямпы. Паўночны алень расказаў лапландцы ўсю гісторыю Герды, але спачатку паведаў сваю ўласную — яна здавалася яму больш важнай. Герда ж так скалела на холадзе, што і гаварыць не магла.

«Φτωχή μικρούλα,» είπε η γυναίκα από τη Λαπωνία, «έχεις ακόμα πολύ δρόμο μπροστά σου. Περισσότερα από εκατό μίλια για να φτάσεις στη Φινλανδία. Εκεί έχει το εξοχικό της η Βασίλισσα του Χιονιού, εκεί που ανάβουν μπλε φώτα κάθε βράδυ.

— Ах вы небаракі! — сказала лапландка. — Доўгі ж у вас яшчэ наперадзе шлях! Давядзецца пераадолець сто з лішнім міль, пакуль дабярэцеся да Фінляндыі, дзе Снежная каралева жывё на дачы і кожны вечар запальвае блакітныя бенгальскія агні.

Θα γράψω και θα σου δώσω μερικά λόγια εκ μέρους μου, όμως θα τα γράψω πάνω σ’ ένα ξερό ψάρι του ατλαντικού, γιατί χαρτί δεν έχω. Το σημείωμα αυτό θα το δώσεις στη γυναίκα από την Φινλανδία, κι αυτή με τη σειρά της, θα μπορέσει να σου δώσει περισσότερες πληροφορίες από μένα.»

Я напішу некалькі слоў на сушанай трасцэ — паперы ў мяне няма, — і вы аднясеце пасланне фінцы, якая жыве ў тых мясцінах і лепш за мяне здолее навучыць вас, што патрэбна рабіць.

Όταν το κορίτσι ζεστάθηκε καλά, έφαγε και ήπιε, η γυναίκα από τη Λαπωνία έγραψε μερικά λόγια πάνω σ’ ένα αποξηραμένο ψάρι, και παρακάλεσε την Γκέρντα να τα προσέξει σαν τα μάτια της. Ύστερα την έβαλε πάνω στον τάρανδο, την έδεσε γερά, και το ζώο έτρεξε μακριά.

Калі Герда сагрэлася, паела і напілася, лапландка напісала некалькі слоў на сушанай трасцэ, наказала Гердзе вельмі берагчы яе, потым прывязала дзяўчынку да спіны аленя, і той зноў памчаўся.

«Αψού! Αψού!» ακούστηκε πάλι στον αέρα, και τα πιο μαγευτικά μπλε φώτα άναψαν στον ουρανό ολόκληρη τη νύχτα, ώσπου κάποτε έφτασαν στην Φινλανδία. Χτύπησαν την καμινάδα της γυναίκας από την Φινλανδία, γιατί πόρτα δεν είχε να χτυπήσουν.

— Ух! Ух! — пачулася зноўку з неба, і яно пачало выкідваць слупы дзівоснага блакітнага полымя. Так дабег алень з Гердай і да Фінляндыі і пастукаўся да фінкі ў комін — у яе хаціне і дзвярэй нават не было.

Έκανε τόση ζέστη μέσα στο σπίτι, που η γυναίκα από τη Φινλανδία ήταν σχεδόν μισόγυμνη. Ήταν τόσο μικροσκοπική και βρώμικη.

Ды затое, якая цеплыня ў жыллі! Сама фінка, нізенькая тоўстая жанчына, хадзіла напаўголая.

Χαλάρωσε κάπως τα ρούχα της μικρής Γκέρντα και της έβγαλε τα χοντρά γάντια και τις μπότες, γιατί αλλιώς, θα έσκαγε από τη ζέστη. Πρώτα έβαλε ένα κομμάτι πάγου στο κεφάλι του Τάρανδου για να τον δροσίσει, κι ύστερα διάβασε εκείνα που ήταν γραμμένα πάνω στο ψαρό-δέρμα.

Жвава сцягнула яна з Герды вопратку, рукавіцы і боты, інакш дзяўчынцы было б горача, паклала аленю на галаву кавалак лёду і затым пачала чытаць тое, што было напісана на сушанай трасцэ.

Τα διάβασε τρεις φορές και τότε σιγουρεύτηκε μέσα από την καρδιά της. Έβαλε το αποξηραμένο ψάρι στο ντουλάπι, -γιατί μια χαρά θα μπορούσε να φαγωθεί αργότερα, κι εκείνη δεν πετούσε τίποτα ποτέ.

Яна прачытала ўсё ад слова да слова тры разы, пакуль не вывучыла напамяць, а потым сунула траску ў кацёл — рыба ж была прыдатная для ежы, а ў фінкі нічога дарэмна не прападала.

Τότε ο Τάρανδος είπε πάλι πρώτα τη δική του ιστορία, κι ύστερα, την ιστορία της Γκέρντα. Η γυναίκα από τη Φινλανδία έκλεισε τα μάτια της αλλά δεν είπε λέξη.

Тут алень расказаў спачатку сваю гісторыю, а потым гісторыю Герды. Фінка міргала сваімі разумнымі вачыма, але не гаварыла ні слова.

«Είσαι τόσο έξυπνη,» είπε ο Τάρανδος, «και ξέρω, πως μπορείς να στρίψεις όλους τους ανέμους μαζί και να τους κάνεις κόμπο. Αν ο ναυτικός λύσει έναν κόμπο, τότε θα έχει καλό άνεμο, αν λύσει δεύτερο, θα φυσήξει δυνατά, κι αν λύσει τον τρίτο και τον τέταρτο, τότε ο άνεμος θα μανιάσει τόσο που θα αναποδογυρίσει ολάκερα δάση.

— Ты такая мудрая жанчына… — сказаў алень. —

Θα δώσεις ένα φίλτρο στο κορίτσι, για ν’ αποκτήσει δύναμη ίση με δώδεκα αντρών και να νικήσει τη Βασίλισσα του Χιονιού;»

Ці не прыгатуеш для дзяўчынкі такое пітво, якое б дало ёй моц дванаццаці асілкаў? Тады б яна адолела Снежную каралеву!

«Τη δύναμη δώδεκα αντρών!» είπε η γυναίκα από τη Φινλανδία. «Αυτό θα ήταν πολύ καλό!»

— Моц дванаццаці асілкаў! — сказала фінка. — Ды ці многа ў тым карысці!

Πήγε τότε σ’ ένα ντουλάπι κι έβγαλε από κει ένα μεγάλο δέρμα, τυλιγμένο σε ρολό. Μόλις το ξετύλιξε, φάνηκαν κάτι παράξενα γράμματα γραμμένα πάνω του, κι γυναίκα από τη Φινλανδία άρχισε να διαβάζει, με τέτοιο ρυθμό που ιδρώτας στάλαζε από το μέτωπό της.

З гэтымі словамі яна ўзяла з паліцы вялікі скураны скрутак і разгарнула яго: ён быў увесь спісаны нейкімі дзіўнымі пісьмёнамі. Фінка пачала чытаць яго і чытала датуль, пакуль пот градам не пакаціўся з яе ілба.

Βλέποντας όμως, από τη μια τον Τάρανδο που παρακαλούσε τόσο θερμά για χάρη της Γκέρντα, κι από την άλλη, την ικεσία μέσα στα δακρυσμένα μάτια του κοριτσιού, η γυναίκα από την Φινλανδία έγνεψε, πήρε τον Τάρανδο σε μια γωνιά, κι αφού έβαλε λίγο φρέσκο πάγο στο κεφάλι του, ψιθύρισαν μαζί μερικές κουβέντες ιδιαιτέρως.

Алень зноў пачаў прасіць дапамагчы Гердзе, а сама Герда глядзела на фінку такімі ўмольнымі вачыма, што тая зноў замігала, адвяла аленя ўбок і, мяняючы яму на галаве лёд, шапнула:

«Ο μικρός Κέι είναι πράγματι μαζί με την Βασίλισσα του Χιονιού, και του αρέσει πολύ εκεί. Νομίζει πως είναι το καλύτερο μέρος στον κόσμο, και το νομίζει γιατί έχει ένα κομμάτι γυαλί μέσα στο μάτι του, κι άλλο ένα στην καρδιά του. Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να βγουν αυτά, αλλιώς δεν θα επιστρέψει ποτέ πίσω στους ανθρώπους, κι η Βασίλισσα του Χιονιού θα συνεχίσει να τον εξουσιάζει.»

— Кай сапраўды ў Снежнай каралевы, але ён цалкам задаволены і думае, што лепей яму нідзе і быць не можа. Прычынай жа ўсяму асколкі люстэрка, якія сядзяць у ягоным сэрцы і ў воку. Іх трэба дастаць, іначай Снежная каралева захавае над ім сваю ўладу.

«Δεν μπορείς όμως να δώσεις στην μικρή Γκέρντα κάτι που θα την κάνει πιο δυνατή απ’ όλα αυτά;»

— А ці не можаш ты даць Гердзе што-небудзь такое, што зробіць яе дужэйшай за ўсіх?

«Δεν μπορώ να της δώσω περισσότερη δύναμη απ’ όση ήδη έχει. Δεν βλέπεις πόσο σπουδαία είναι; Δεν βλέπεις πως όλοι, άνθρωποι και ζώα, σπεύδουν να την βοηθήσουν, δεν βλέπεις πόσο καλά τα καταφέρνει κι ας είναι ξυπόλυτη;

— Дужэйшай, чым яна ёсць, я не магу яе зрабіць. Не бачыш хіба, якая вялікая ў яе сіла? Не бачыш, што ёй служаць і людзі і звяры? Яна ж босая абышла паўсвету!

Δεν είμαστε εμείς που θα της μάθουμε τη δύναμή της. Η δύναμη βρίσκεται μέσα στην καρδιά της, γιατί είναι ένα γλυκό κι αθώο παιδί!

Не ў нас займаць ёй сілу, яе сіла ў яе сэрцы, у тым, што яна бязвіннае мілае дзіця.

Αν δεν μπορέσει να φτάσει μόνη της στην Βασίλισσα του Χιονιού και να ελευθερώσει τον μικρό Κέι από το γυαλί, εμείς δεν μπορούμε να την βοηθήσουμε.

Калі яна сама не зможа прабрацца ў палац Снежнай каралевы і дастаць з сэрца Кая асколак, то мы і тым больш ёй не дапаможам!

Δυο μίλια από δω, ξεκινά ο κήπος της Βασίλισσας του Χιονιού. Μπορείς να την πας εσύ ως εκεί. Άφησέ την πλάι στον θάμνο με τα κόκκινα μούρα, που στέκεται πάνω στο χιόνι. Μην πεις άλλες κουβέντες, μόνο βιάσου να γυρίσεις πίσω, όσο πιο γρήγορα μπορείς.»

Праз дзве мілі адсюль пачынаецца сад Снежнай каралевы. Аднясі туды дзяўчынку, пакінь каля вялікага куста, абсыпанага чырвонымі ягадамі, і, не марудзячы, вяртайся назад.

είπε η γυναίκα από την Φινλανδία κι έβαλε την Γκέρντα πάνω στην ράχη του Τάρανδου, και τότε αυτός άρχισε να τρέχει με όλη του τη δύναμη.

З гэтымі словамі фінка пасадзіла Герду на спіну аленя, і той кінуўся бегчы з усіх ног.