Снігова королева / Η Βασίλισσα του Χιονιού — w językach ukraińskim i greckim. Strona 3

Ukraińsko-grecka dwujęzyczna książka

Ганс Крістіан Андерсен

Снігова королева

Χανς Κρίστιαν Άντερσεν

Η Βασίλισσα του Χιονιού

Він точно зрадіє, коли побачить її і почує, який довгий шлях вона здолала, розшукуючи його, і коли дізнається, як сумували всі вдома, коли він не повернувся.

«Σίγουρα θα χαρεί πολύ να σε δει, να ακούσει πόσο μακρύ ταξίδι έκανες για χάρη του, και να μάθει πόσο δυστυχισμένοι είναι όλοι στο σπίτι απ’ όταν δεν ξαναγύρισε.»

Дівчинка почувала і величезну радість, і страх.

Ω, τι φόβος και χαρά μαζί!

Вони вже стояли на сходах, і зверху в таємній кімнаті горіла лампа. Там їх чекала приручена ворона, вона крутила головою з боку в бік і пильно придивлялась до Герди. Дівчинка зробила граційний реверанс, як її навчала бабуся.

Τώρα βάδιζαν στις σκάλες. Μια μοναχική λάμπα έκαιγε εκεί, και στο πλατύσκαλο έστεκε το ήμερο Κοράκι, γυρίζοντας το κεφάλι της πότε απ’ τη μια πλευρά, πότε απ’ την άλλη, κοιτάζοντας την Γκέρντα, που υποκλίνονταν όπως της είχε μάθει η γιαγιά της.

— Мій наречений розповідав про тебе багато хорошого, дівчинко, — промовила приручена ворона. — Твоя історія дуже зворушлива. Бери лампу, а я піду поруч із тобою. Нам треба йти прямо, і, гадаю, ми нікого не зустрінемо.

«Ο καλός μου, μού είπε τόσα καλά για σένα αγαπητή μου, νεαρή κυρία,» είπε το ήμερο Κοράκι.» Είναι τόσο συγκινητική η ιστορία σου. Αν έχεις την καλοσύνη να πάρεις τη λάμπα, εγώ θα πάω εμπρός. Θα πάμε ίσια μπροστά, γιατί έτσι δεν θα συναντήσουμε κανέναν.»

— Мені здається, що нас хтось переслідує, — сказала Герда. Їй здалось, ніби щось ковзнуло біля неї, наче тінь, й після цього по стіні біля неї плавно почали рухатись коні з примарними вершниками.

«Μα νομίζω πως κάποιος είναι πίσω μας,» είπε η Γκέρντα, «και κάτι μας προσπέρασε βιαστικά, σαν σκοτεινή σκιά πάνω στον τοίχο· άλογα με κυματιστές χαίτες και λεπτά πόδια, κυνηγοί, κυρίες και κύριοι καβάλα στα άλογα.»

— Це просто сни, — заспокоїла дівчинку ворона. — Вони приходять, щоб полювати на думки великих людей. І все ж для нас це краще — буде безпечніше роздивитись їх сонних. Я сподіваюсь, що коли ти виростеш у славі й пошані, твоє серце лишиться благородним.

«Αυτά είναι μονάχα όνειρα,» είπε το Κοράκι, «που έρχονται για να προκαλέσουν τις σκέψεις των υψηλών προσώπων. Πάει καλά, θα μπορέσεις να τα δεις καλύτερα στο κρεβάτι. Μπορώ όμως να παρατηρήσω πως, όταν απολαμβάνει κανείς τιμή και διάκριση, έχει μια ευγνώμων καρδιά.

— Я в цьому переконаний, — відгукнувся крук.

«Τς, τς! Δεν αξίζει να μιλάμε γι’ αυτά τώρα,» είπε το Κοράκι του δάσους.

Вони увійшли до першої зали. Стіни були оббиті рожевим атласом із вишитими на ньому квітами. Їх і далі переслідували примарні тіні, але рухалися вони так швидко, що Герда не могла розрізнити постаті шляхетних людей.

«Έφτασαν τότε στην πρώτη σάλα, που ήταν ντυμένη με ροδαλό σατέν και ψεύτικα λουλούδια στον τοίχο. Εδώ τα όνειρα έτρεχαν εδώ κι εκεί, όμως βιάζονταν τόσο πολύ, που η Γκέρντα δεν μπορούσε να δει τα υψηλά πρόσωπα.

Кожні наступні покої були ошатніші, ніж попередні, — розкіш палацу просто приголомшувала. Зрештою вони дістались до спальні.

Η μια σάλα ήταν πιο εξαίσια από την άλλη, στ’ αλήθεια μπορούσε κανείς να τα χάσει απ’ την ομορφιά τους. Στο τέλος, έφτασαν στην κρεβατοκάμαρα.

Запона над ліжками була зроблена у вигляді великої пальми зі скляними листками, виготовленими з найдорожчого кришталю. У центрі кімнати стояли два ліжка, що нагадували лілії. Вони розходились від золотого стебла.

Το ταβάνι του δωματίου έμοιαζε μ’ ένα μεγάλο φοινικόδεντρο, που τα φύλλα του ήταν από γυαλί, ακριβό γυαλί. Εκεί στη μέση, από ένα χοντρό κλαδί κρέμονταν δύο κρεβάτια, που το καθένα τους έμοιαζε με έναν κρίνο.

На одному, що скидалось на білу лілію, лежала принцеса. Інше нагадувало червону лілію, і на ньому Герда сподівалась побачити Кая. Дівчинка відхилила одну червону пелюстку й побачила силует сплячого. О, це напевно Кай!

Το ένα ήταν λευκό, και σ’ αυτό ήταν ξαπλωμένη η Πριγκίπισσα. Το άλλο ήταν κόκκινο, κι εκεί έπρεπε να ψάξει για τον μικρό Κέι η Γκέρντα. Έσκυψε πάνω από τα κόκκινα πέταλα, και είδε έναν καστανό λαιμό. Ω! Αυτός ήταν, ο Κέι!

Герда досить голосно промовила його ім’я і піднесла лампу ближче, щоб роздивитись. Кімнатою гарцювали примарні тіні верхи на конях. Хлопець прокинувся і повернув голову. Це був не Кай!

Φώναξε τότε το όνομά του δυνατά κρατώντας κοντά τη λάμπα, και καθώς τα όνειρα έτρεξαν πάλι βιαστικά μέσα στο δωμάτιο, εκείνος ξύπνησε, γύρισε το κεφάλι του, και —δεν ήταν ο μικρός Κέι!

Принц нагадував його статурою, адже так само був юний і вродливий. Принцеса визирнула зі свого ліжка й поцікавилась, що сталося. Герда розплакалась і розповіла свою історію, а крук і ворона допомогли їй у цьому.

Ο Πρίγκιπας του έμοιαζε μονάχα στο λαιμό, αλλά ήταν νεαρός και όμορφος. Πίσω από τα λευκά πέταλα του κρίνου, κρυφοκοίταξε η Πριγκίπισσα και ρώτησε να μάθει τι συμβαίνει. Τότε η μικρή Γκέρντα άρχισε να κλαίει και διηγήθηκε όλη την ιστορία της, μα κι όλα όσα είχαν κάνει για κείνη τα Κοράκια.

— Бідолашне дитя, — промовили принц і принцеса. Потім вони похвалили крука з вороною і сказали, що вони не сердяться за їхній учинок. Цього разу вони заслужили на винагороду — але щоб більше таке не повторювалось.

«Φτωχή μικρούλα!» είπαν μαζί ο Πρίγκιπας και η Πριγκίπισσα. Επαίνεσαν πολύ τα Κοράκια κι είπαν πως δεν είναι διόλου θυμωμένοι μαζί τους, όμως δεν θα έπρεπε να το ξανακάνουν χωρίς να ρωτήσουν. Ωστόσο, έπρεπε να τα ανταμείψουν για την καλή τους πράξη.

— Що вам хочеться? — запитала принцеса. — Ви б воліли опинитись на свободі, чи, може, хочете обоє посісти посаду приручених птахів, а на додачу отримувати все, що заманеться, з палацової кухні?

«Θέλετε να σας αφήσουμε να πετάξετε ελεύθεροι,» ρώτησε η Πριγκίπισσα, «ή μήπως προτιμάτε να μονιμοποιηθείτε ως κοράκια της αυλής του παλατιού, με όλα τα ψίχουλα της κουζίνας δικά σας;»

Крук і ворона поклонились і щиро попрохали дозволу отримувати стабільне утримання. Адже вони мусили подбати про старість, коли добувати собі харчі стане важко.

Τα δυο Κοράκια κούνησαν το κεφάλι και προτίμησαν τη μόνιμη θέση, γιατί σκέφτηκαν τα γηρατειά τους, και είπαν:
«Είναι καλό να προνοεί κανείς για τα γηρατειά του.»

Тоді принц зліз зі свого ліжка і запропонував Герді вмоститись у ньому й поспати. Дівчинка з радістю лягла.

Ο Πρίγκιπας σηκώθηκε και άφησε την Γκέρντα να κοιμηθεί στο κρεβάτι του, κι αυτό ήταν ότι περισσότερο μπορούσε να κάνει.

Вона склала свої руки й подумала: «До мене всі такі добрі — і люди, й птахи». Потім вона заплющила очі й поринула в солодкий сон.

Εκείνη δίπλωσε τα χεράκια της και σκέφτηκε, «Τι καλοί άνθρωποι και ζώα!» κι ύστερα αποκοιμήθηκε βαριά.

Уві сні до неї прилетіли примарні тіні, й вони нагадували янголів, а один із них тягнув санчата, на яких сидів Кай і кивав їй. Але все це був тільки сон, що розвіявся, щойно дівчинка прокинулась.

Τα όνειρά ήρθαν ξανά κι έμοιαζαν τώρα με αγγέλους. Έσερναν ένα μικρό έλκηθρο, που μέσα του καθόταν ο μικρός Κέι και κουνούσε το κεφάλι· ήταν όμως μονάχα ένα όνειρο και γι’ αυτό εξαφανίστηκε αμέσως μόλις ξύπνησε.

Наступного дня її вдягнули у вбрання з шовку й оксамиту. Принцеса запропонувала Герді погостювати у палаці кілька днів — відпочити й розважитись. Але дівчинка просила тільки про одне: щоб їй дали пару черевиків, а ще коляску, запряжену конем, щоб вона могла мандрувати світом, шукаючи Кая.

Την επόμενη μέρα την έντυσαν από πάνω ως κάτω με μετάξι και βελούδο. Της πρότειναν αν ήθελε να μείνει στο παλάτι και να ζήσει εκεί μια ευτυχισμένη ζωή. Εκείνη όμως παρακάλεσε να της δώσουν μια μικρή άμαξα μ’ ένα άλογο να την σέρνει, κι ακόμα, ένα μικρό ζευγάρι παπούτσια. Ύστερα, είπε, θα πήγαινε ξανά έξω στον κόσμο, να ψάξει για τον Κέι.

І вона отримала те, що хотіла. Не лише пару черевиків, а ще й муфту, теплий одяг. А коли вона вийшла на поріг, готова до подорожі, то побачила, що на неї чекає карета, зроблена із щирого золота, та ще й прикрашена гербом принца й принцеси. Біля карети стояли кучер, лакей і ескорт — усі в золотих головних уборах.

Της έδωσαν παπούτσια κι ένα γούνινο μανίκι για να ζεσταίνει τα χεράκια της· την έντυσαν στ’ αλήθεια πολύ όμορφα. Σαν ήταν έτοιμη να φύγει, μια ολοκαίνουργια άμαξα σταμάτησε μπροστά από την πόρτα. Ήταν από καθαρό χρυσάφι, ενώ ο αμαξάς, οι υπηρέτες και οι καβαλάρηδες ακόλουθοι, γιατί υπήρχαν και ακόλουθοι, φορούσαν όλοι χρυσά στέμματα.

Принц і принцеса особисто допомогли Герді сісти до карети й побажали їй успіху.

Ο Πρίγκιπας και η Πριγκίπισσα βοήθησαν την μικρή να ανέβει στην άμαξα και της ευχήθηκαν καλή επιτυχία.

Крук зібрався супроводжувати мандрівницю протягом трьох миль. Він сидів поруч із Гердою і дуже не хотів розлучатися з нею. Приручена ворона стояла біля дверей і махала крильми. Вона не могла приєднатись до чоловіка, бо в неї боліла голова — звісно ж, тепер вона забагато їла.

Το Κοράκι του δάσους, που είχε πια παντρευτεί, τη συνόδεψε για τα πρώτα τρία μίλια. Κάθισε δίπλα στην Γκέρντα, γιατί δεν μπορούσε να πετά ανάποδα. Το άλλο Κοράκι στάθηκε στην πόρτα και χτυπούσε τα φτερά της. Δεν μπορούσε να συνοδεύσει κι εκείνη την Γκέρντα, γιατί υπέφερε από πονοκεφάλους από τότε που μονιμοποιήθηκε κι άρχισε να τρώει πολύ.

У карету поклали чималий запас солодких пирогів, а під сидіннями були заховані фрукти й імбирні пряники.

Το εσωτερικό της άμαξας ήταν ντυμένο με ζαχαρωτά δαμάσκηνα, και τα καθίσματα ήταν φρούτα και μελόψωμο.

— Щасливої дороги! — гукали принц і принцеса, а Герда плакала. Навіть крук пустив сльозу. За кілька миль мусив і він попрощатись — і це було найсумніше.

«Στο καλό! Στο καλό!» φώναξαν ο Πρίγκιπας και η Πριγκίπισσα. Η Γκέρντα έκλαψε, και το Κοράκι το ίδιο. Έτσι πέρασαν τα πρώτα τρία μίλια. Τότε το Κοράκι την αποχαιρέτησε, κι αυτός ήταν ο πιο οδυνηρός αποχαιρετισμός απ’ όλους.

Крук злетів на дерево й сидів там, поки міг бачити карету, що сяяла у яскравих сонячних променях.

Πέταξε πάνω σ’ ένα δέντρο κι άρχισε να χτυπά τα μαύρα του φτερά για όσο έβλεπε την άμαξα, που έλαμπε από μακριά σαν ηλιαχτίδα…

Розділ п’ятий. Маленька Розбійниця

Ιστορία πέμπτη: Η μικρή λησταρχίνα

Карета їхала дрімучим лісом й сяяла, мов смолоскип. Побачили її розбійники

Το ταξίδι τους συνεχίστηκε μέσα από το πυκνό το δάσος, όμως η άμαξα έλαμπε σαν ολόλαμπρος πυρσός και δεν ήθελε πολύ να θαμπώσει τα μάτια των ληστών,

і не могли встояти перед спокусою пограбувати заможних мандрівників.
— Це золото! Золото! — закричали вони й накинулись на карету, перепинивши коней. Розбійники повбивали ескорт, кучера і лакея, а тоді витягли Герду з карети.

ώσπου δεν άντεξαν άλλο να τη βλέπουν. «Είναι από χρυσάφι! Είναι από χρυσάφι!» φώναξαν κι όρμησαν καταπάνω της. Άρπαξαν τα άλογα, έριξαν κάτω τους ακόλουθους, τον αμαξά και τους υπηρέτες, και τράβηξαν την μικρούλα Γκέρντα έξω από την άμαξα.

— Яка ж вона гарненька й пишненька, нібито відгодовувалась на горіхах! — сказала стара розбійниця, яка мала страхітливу бороду й кущисті брови.

«Τι παχουλή, τι όμορφη που είναι! Πρέπει να είναι ταϊσμένη με καρύδια κι αμύγδαλα,» είπε η μεγάλη λησταρχίνα, που είχε μια μακριά, άθλια γενειάδα και πυκνά φρύδια, που κρέμονταν πάνω από τα μάτια της.

— Вона смачна, як молоде ягня; ох, як же вона нам смакуватиме!
Стара розбійниця витягнула гострого ножа, і він загрозливо зблиснув.

«Είναι σαν καλοταϊσμένο αρνάκι! Θα ‘ναι πολύ νόστιμη!» Τράβηξε τότε ένα μαχαίρι, κι η λεπίδα του άστραψε τρομερή.

— Ой! — тієї ж миті скрикнула розбійниця. Це її донька вискочила їй на шию і вкусила за вухо.
Донька була диким і неслухняним дівчиськом; мати так сварила її, що забула про намір убити Герду.

«Άουτς!» φώναξε άξαφνα η λησταρχίνα, σαν την δάγκωσε στ’ αυτί η μικρή της κόρη, που κρέμονταν στην πλάτη της. Ήταν τόσο άγρια κι ατίθαση αυτή η μικρή, που σχεδόν διασκέδαζε κανείς σαν την έβλεπε. «Παλιόπαιδο!» τσίριξε η μητέρα, κι η απόπειρα να σκοτώσει την Γκέρντα, απόμεινε στη μέση.

— Ця дівчинка буде моєю іграшкою, — сказала Маленька Розбійниця. — Вона віддасть мені муфту й сукенку і спатиме зі мною у ліжку.
Свавільне дівчисько знову вкусило матір, потім перекинулось у повітрі й підстрибнуло. Усі розбійники засміялись; вони казали:
— Гляньте-но, як наша отаманка танцює зі своїм дитинчам!

«Θέλω να παίξει μαζί μου. Θα μου δώσει το γούνινο μανίκι της και το όμορφο φόρεμά της. Και θα κοιμηθεί στο κρεβάτι μου!» είπε η μικρή λησταρχίνα κι έδωσε άλλη μια δαγκωνιά στη μητέρα της, τόσο δυνατή, που την έκανε να πηδήξει από τον πόνο κι άρχισε να τρέχει γύρω γύρω.
«Κοίτα την πως χορεύει!» χαχάνισαν οι ληστές.

— Я хочу покататись на цій кареті, — заявила тим часом Маленька Розбійниця. Вона завжди все робила по-своєму, бо дуже була свавільною і впертою.

«Θα μπω κι εγώ στην άμαξα,» είπε η μικρή λησταρχίνα, και δεν υπήρχε περίπτωση να μη γίνει το δικό της· τόσο πολύ κακομαθημένη και πεισματάρα ήταν.

Маленька Розбійниця сіла в карету разом із Гердою і поїхала в ліс. Дівчисько було на зріст приблизно таке ж, як і її полонянка, але значно дужче: воно мало ширші плечі й смаглявішу шкіру, очі були майже чорні, а погляд похмурий. Маленька Розбійниця обв’язала Герду мотузком навколо талії та й сказала:

Έτσι, μπήκε μαζί με την Γκέρντα στην άμαξα, και κίνησαν μακριά, πάνω από κούτσουρα κομμένων δέντρων, βαθιά, όλο και πιο βαθιά μέσα στο δάσος. Η μικρή λησταρχίνα είχε το ίδιο μπόι με την Γκέρντα, ήταν όμως πιο δυνατή, με πλατιούς ώμους και μαυρισμένη. Τα μάτια της ήταν ολόμαυρα κι έμοιαζαν σχεδόν μελαγχολικά. Αγκάλιασε την μικρή Γκέρντα και είπε:

— Вони тебе не вб’ють, поки ти мені не набриднеш. Сподіваюсь, ти принцеса.

«Όσο δεν είμαι δυσαρεστημένη μαζί σου, δεν πρόκειται κανείς να σε σκοτώσει. Είσαι, χωρίς αμφιβολία, μια Πριγκίπισσα, έτσι;»

— Ні, — зізналась Герда. Потім вона розказала Розбійниці всю історію про те, як вона шукала Кая.

«Όχι,» είπε η Γκέρντα, κι αμέσως άρχισε να σκέφτεται όλα όσα της είχαν συμβεί και πόσο μεγάλη ήταν η έγνοια της για τον μικρό της Κέι.

Маленька Розбійниця пильно подивилась на полонянку, трошки схилила голову й промовила:
— Вони тебе не вб’ють, навіть коли я на тебе розізлюсь. Я сама це зроблю.
Потім вона витерла сльози з очей Герди, забрала в неї муфту й засунула туди руки. Муфта виявилась м’якою і теплою.

Η μικρή λησταρχίνα την κοίταξε όλο σοβαρότητα και κούνησε το κεφάλι.
«Δεν πρόκειται να σε σκοτώσουν ούτε κι όταν θυμώσω μαζί σου: γιατί τότε θα το κάνω εγώ,» είπε, και σκούπισε τα μάτια της Γκέρντα, κι ύστερα, έβαλε τα δυο της χέρια στο γούνινο μανίκι που ήταν τόσο μαλακό και ζεστό.

Зрештою вони приїхали. Карета спинилась у внутрішньому дворі розбійницького замку. Він був геть занедбаний — стіни порепалися від верху до низу.
З тріщин вилітали галки й ворони, збіглися звідусіль великі білі бульдоги, кожен з яких міг загризти людину, але гавкати їм заборонили.

Κάποτε η άμαξα σταμάτησε. Είχαν φτάσει στη μέση της αυλής του κάστρου ενός ληστή, που ήταν γεμάτο ρωγμές από πάνω ως κάτω, και μέσα απ’ τα ανοίγματα, πετούσαν καρακάξες και κουρούνες. Τα πελώρια σκυλιά πήδηξαν πάνω, κι έμοιαζαν πως μπορούσε το καθένα από δαύτα να καταπιεί κι από έναν ολόκληρο άνθρωπο· όμως δεν γαύγισαν καθόλου, γιατί ήταν απαγορευμένο.

У великому закуреному залі яскраве багаття палало просто на кам’яній підлозі. Комина не було, тож дим підіймався до стелі й знаходив собі вихід крізь тріщини. У великому казані варилась юшка, а на рожнах смажились зайці та кролики.

Στο μέσο μιας μεγάλης παλιάς και καπνισμένης σάλας, έκαιγε μια φωτιά πάνω στο πέτρινο πάτωμα. Ο καπνός χάνονταν κάτω από τις πέτρες αναζητώντας διέξοδο. Σ’ ένα τεράστιο καζάνι έβραζε μια σούπα, ενώ λαγοί και κουνέλια ψήνονταν στην σούβλα.

— Сьогодні ти спатимеш зі мною та моїми звірятами, — сказала Маленька Розбійниця після вечері. Вона забрала Герду собою до закутку, де була постелена солома й кілька килимів.

«Θα κοιμηθείς μαζί μου απόψε, παρέα με όλα μου τα ζώα,» είπε η μικρή λησταρχίνα, κι αφού έφαγαν και ήπιαν, πήγαν σε μια γωνιά στρωμένη με άχυρα και χαλιά.

Зверху на жердках сиділо більше сотні голубів. Вони спали, але коли дівчата увійшли, декотрі голуби попрокидалися.

Εκεί δίπλα, πάνω σε κούρνιες και σανίδια, κάθονταν ίσαμε εκατό περιστέρια κι όλα φαίνονταν να κοιμούνται, κουνήθηκαν όμως λίγο μόλις πλησίασε η μικρή λησταρχίνα.

— Тут усе належить мені, — сказала Маленька Розбійниця. Вона схопила найближчого голуба за ноги і трусила його, аж він заходився махати крильми.

«Είναι όλα δικά μου,» είπε, πιάνοντας από τα πόδια ένα που ήταν κοντά της, κι άρχισε να το κουνά τόσο δυνατά, όσο να κάνει τα φτερά του να φτερουγίσουν.

— Поцілуй його! — наказала вона Герді, піднісши голуба до її обличчя.

«Φίλησέ το,» φώναξε και πέταξε το περιστέρι πάνω στο πρόσωπο της Γκέρντα.

— Тут сидять дикі голуби, — вела далі Маленька Розбійниця й вказала на двійко птахів у клітці, закріпленій на стіні.

«Εκεί πάνω είναι η παρέα του δάσους,» συνέχισε δείχνοντας μερικά ξυλάκια στερεωμένα μπροστά σε μια τρύπα, ψηλά πάνω στον στοίχο.

— Ці крутії негайно втекли б, якби я їх не закривала. А ось мій улюбленець, — на цих словах Розбійниця заходилась крутити ріг великому оленю з блискучим мідним кільцем на шиї. Він виглядав дуже виснаженим.

«Θα είχανε πετάξει μακριά αν δεν τα είχα έτσι γερά κλεισμένα στο κλουβί. Κι αυτός εδώ, είναι ο γερο-αγαπημένος μου, ο Μπακ,» είπε και πιάστηκε από τα κέρατα ενός τάρανδου, που ήταν δεμένος από ένα λαμπερό χάλκινο δαχτυλίδι γύρω απ’ τον λαιμό του.

— Його ми також змушені тримати прив’язаним, щоб він не втік. Щовечора я лоскочу його шию своїм гострим ножем, і це страшенно його лякає.

«Πρέπει να τον κρατάμε δεμένο κι αυτόν τον φιλαράκο, αλλιώς θα το σκάσει. Κάθε βράδυ τον γαργαλάω στον λαιμό με το κοφτερό μαχαίρι μου· τρομάζει πολύ!»

Маленька Розбійниця витягнула ножа, застромленого у щілину в стіні, й легко ковзнула ним по шиї оленя. Бідолашна тварина почала бити копитом, а Розбійниця розсміялась і штовхнула Герду на ліжко.

Κι έβγαλε αμέσως ένα μακρύ μαχαίρι μέσα από μια σχισμή του τοίχου, και τ’ άφησε να λαμπυρίσει πάνω από τον λαιμό του καημένου του τάρανδου που άρχισε να κλωτσά. Η μικρή λησταρχίνα έβαλε τα γέλια και τράβηξε την Γκέρντα μαζί της στο κρεβάτι.

— Ти і спиш із цим ножем? — спитала Герда, злякано дивлячись на гостре лезо.

«Σκοπεύεις να κρατάς το μαχαίρι ενώ κοιμάσαι;» ρώτησε η Γκέρντα, κοιτάζοντας τη λεπίδα του αρκετά φοβισμένη.

— Я завжди тримаю біля себе ножа, коли сплю, — запевнила Маленька Розбійниця. — Ніхто не знає, що може статися. А тепер розкажи мені ще раз про Кая і про свою мандрівку.

«Πάντα κοιμάμαι με το μαχαίρι μου,» απάντησε η μικρή λησταρχίνα. «Κανείς δεν ξέρει τι μπορεί να συμβεί. Πες μου όμως, άλλη μια φορά, τα πάντα για τον μικρό Κέι και γιατί βγήκες μόνη σου στον κόσμο.»

Герда ще раз розказала свою історію.

Κι η Γκέρντα τα είπε όλα από την αρχή, ενώ τα περιστέρια του δάσους έκαναν Κουού κουού από ψηλά στο κλουβί τους, και τα υπόλοιπα κοιμόνταν.

Маленька Розбійниця поклала одну руку під шию Герди, а в іншій тримала ножа. Незабаром вона вже міцно спала. Але Герда не могла навіть заплющити очей. Вона не знала, житиме чи загине.

Η μικρή λησταρχίνα είχε σφίξει το μπράτσο της γύρω από το λαιμό της Γκέρντα και με το μαχαίρι στο άλλο χέρι, ροχάλιζε τόσο δυνατά που όλοι την άκουγαν. Όμως η Γκέρντα δεν μπορούσε να κλείσει μάτι, γιατί δεν ήξερε αν θα ζούσε ή θα πέθαινε.

Грабіжники сиділи довкола багаття, пиячили і горлали пісень, а Стара Розбійниця вешталась поблизу.

Οι ληστές κάθισαν γύρω από τη φωτιά, τραγούδησαν και ήπιαν, κι η μεγάλη λησταρχίνα χοροπήδησε τόσο, που τρόμαξε τη μικρή Γκέρντα.

Для маленької полонянки все це було жахливо.


І раптом дикі голуби сказали:
— Гу, гу… Ми бачили Кая. Біла пташка несла його санчата, а він сам сидів у санях Снігової Королеви, що мчали лісом. Ми сиділи у гнізді, й Королева дихнула на нас, усі пташенята позамерзали на смерть. Лиш ми двоє вижили. Гу, гу…

«Κουού! Κουού!» είπαν τότε τα περιστέρια, «Εμείς έχουμε δει τον μικρό Κέι! Μια λευκή πουλάδα κουβαλά το έλκηθρό του. Εκείνος κάθεται στο έλκηθρο της Βασίλισσας του Χιονιού, που πέρασε από δω όσο εμείς καθόμασταν στη φωλιά μας. Φύσηξε πάνω μας, στα νεαρά, και όλα πέθαναν εκτός από εμάς τους δυο. Κουού! Κουού!»

— Що ви кажете? — скрикнула Герда. — Куди прямувала Снігова Королева? Вам щось про це відомо?

«Τι λέτε εσείς εκεί πάνω;» φώναξε η Γκέρντα. «Πού πήγε η Βασίλισσα του Χιονιού; Ξέρετε πού πήγε;»

— Найпевніше, вона прямувала до Лапландії, де завжди сніг і лід. Спитай ліпше в оленя.

«Χωρίς αμφιβολία, πήγε στη Λαπωνία, γιατί εκεί υπάρχει πάντοτε χιόνι και πάγος. Ρώτησε τον Τάρανδο, αυτόν που είναι δεμένος εκεί.»

— Так, там завжди сніг і лід, — промовив олень. — Це гарне місце. Там можна вільно скакати й бігти сяючими сніговими просторами. Там стоїть літнє шатро Снігової Королеви, але її головний замок розташований на Північному полюсі, на острові Шпіцберген.

«Χιόνι και πάγος υπάρχει εκεί! Είναι εκεί, λαμπρό και όμορφο!» είπε ο Τάρανδος. «Εκεί μπορεί κανείς να τρέξει πάνω στις πελώριες αστραφτερές κοιλάδες! Η Βασίλισσα του Χιονιού έχει εκεί το εξοχικό της, μα η μόνιμη κατοικία της είναι ψηλά, κοντά στον Βόριο Πόλο, στο νησί που ονομάζεται Σπιτσβέργη.»

— Ох, мій Каю, маленький Каю! — зітхнула Герда.

«Ω, Κέι! Φτωχέ μου Κέι!» αναστέναξε η Γκέρντα.

— Лежи тихо, — буркнула Маленька Розбійниця. — Бо встромлю в тебе ножа.

«Θα κάτσεις επιτέλους ήσυχη;» είπε η μικρή λησταρχίνα. «Γιατί θα σε κάνω εγώ να κάτσεις.»

Зранку Герда переказала їй слова диких голубів. Маленька Розбійниця спохмурніла, схилила голову й сказала:
— Усе це балачки. Ти що, справді знаєш, де та Лапландія? — спитала вона в оленя.

Σαν ήρθε το πρωί, η Γκέρντα διηγήθηκε στη μικρή λησταρχίνα όλα όσα της είπαν τα περιστέρια του Δάσους. Εκείνη την κοίταξε πολύ σοβαρή, ώσπου κούνησε το κεφάλι και είπε:
«Δεν έχει σημασία —δεν έχει σημασία. Ξέρεις που βρίσκεται η Λαπωνία;» ρώτησε τον Τάρανδο.

— Ніхто не знає цього краще за мене, — впевнено відповів той, зблиснувши очима. — Я народився і виріс там, я гасав тими засніженими просторами.

«Ποιος μπορεί να ξέρει καλύτερα από μένα;» είπε το ζωντανό, και τα μάτια του άρχισαν να αναπολούν. «Εκεί γεννήθηκα και μεγάλωσα —εκεί έτρεχα και χοροπηδούσα πάνω στους χιονισμένους αγρούς.»

— Тоді слухай сюди, — сказала Маленька Розбійниця. — Зараз уся зграя розбіглася, тільки моя мамка тут. Але опівдні вона завжди дудлить пійло з великої пляшки і лягає поспати. Тоді я дещо для вас зроблю.

«Άκου,» είπε η μικρή λησταρχίνα στην Γκέρντα. «Οι άντρες έχουν φύγει, όμως η μητέρα μου είναι ακόμα εδώ, και θα μείνει. Όμως κοντά στο ξημέρωμα, πίνει πάντα μια γουλιά από το φλασκί της κι ύστερα κοιμάται λίγο. Τότε, θα κάνω κάτι για σένα.»

На цих словах Маленька Розбійниця злізла з ліжка, кинулась своїй матері на шию і смикнула її за бороду з криком:
— Доброго ранку, моя люба кізко!

Πήδηξε τότε απ’ το κρεβάτι κι έτρεξε στη μητέρα της.
«Καλημέρα γλυκιά μου μητέρα που είσαι σα γριά γίδα,» είπε καθώς την τραβούσε από το γένι, με τα χέρια τυλιγμένα γύρω από το λαιμό της.

Мати у відповідь луснула доньку по носі, аж той почервонів, — так вона висловлювала свою любов.

Η μητέρα έπιασε τη μύτη της και την κράτησε μέχρι που έγινε το πρόσωπό της κόκκινο και μπλε· όμως όλα αυτά ήτανε μονάχα από αγνή αγάπη.

Коли мати напилась і лягла спати, Маленька Розбійниця підійшла до оленя й сказала:
— Я б із превеликою радістю полоскотала твою шию ножем ще кілька разів, бо це було дуже кумедно, але дарма. Зараз я відв’яжу твою мотузку. Ти звільнишся і зможеш помчати до своєї Лапландії. Але є одна умова: ти мусиш відвезти цю дівчинку до замку Снігової Королеви, куди забрали її друга.

Μόλις η μητέρα ήπιε μια γουλιά απ’ το φλασκί της κι έπεσε να πάρει έναν υπνάκο, η μικρή λησταρχίνα πήγε στον Τάρανδο και είπε:
«Πολύ θα ήθελα να σε γαργαλήσω κι άλλο με το κοφτερό μαχαίρι μου, γιατί είσαι τόσο διασκεδαστικός, όμως θα σε ελευθερώσω και θα σε βοηθήσω να φύγεις για να μπορέσεις να πας πίσω στη Λαπωνία. Κοίτα να βαστήξουν γερά τα πόδια σου και να πας αυτό το μικρό κορίτσι στο παλάτι της Βασίλισσας του Χιονιού, εκεί που βρίσκεται ο μικρός της φίλος.

Ти ж чув історію, яку вона розповіла мені, — вона говорила голосно, й ти мусив слухати.

Φαντάζομαι πως άκουσες όλα όσα είπε, αφού μιλούσε αρκετά δυνατά κι εσύ άκουγες.»

Олень на радощах аж підстрибнув. Маленька Розбійниця підсадила Герду на його спину, завбачливо прив’язала її і навіть віддала свою подушку, щоб дівчинці було зручніше сидіти.

Ο Τάρανδος πήδηξε από τη χαρά του. Η μικρή λησταρχίνα σήκωσε τη Γκέρντα και προνόησε να την δέσει γερά πάνω στη ράχη του Τάρανδου· της έδωσε ακόμα κι ένα μικρό μαξιλάρι για να κάθεται.

— Забирай свої черевики, — сказала вона. — Ти без них замерзнеш. Але муфту віддати не можу — вона мені дуже вже подобається. А щоб твої руки не мерзли, тримай теплі рукавиці моєї матері. Вони тобі будуть аж до ліктів. Зараз я їх на тебе надягну. Ну ось, твої руки виглядають точнісінько, як руки моєї матері.

«Ορίστε οι μάλλινες κάλτσες σου, γιατί θα κάνει κρύο· όμως το γούνινο μανίκι θα το κρατήσω εγώ, γιατί είναι πολύ όμορφο. Πάρε ένα ζευγάρι παραγεμισμένα γάντια της μητέρας μου· θα σου φτάνουν ως τον αγκώνα. Εμπρός, φόρεσέ τα! Τώρα μοιάζεις σαν την άσχημη γριά μάνα μου, τουλάχιστον στα χέρια!»

Герда аж заплакала від розчулення.

Η Γκέρντα έκλαψε από χαρά.

— Ану не смій рюмсати! — гаркнула Маленька Розбійниця. — Ти маєш зараз виглядати щасливою. Ось тримай ще два буханці й шмат шинки, щоб мала що поїсти, коли зголоднієш.

«Ωχ, δεν αντέχω να σε βλέπω να κλαψουρίζεις,» είπε η μικρή λησταρχίνα. «Τώρα είναι που θα έπρεπε να ‘σαι ευχαριστημένη. Πάρε δύο φρατζόλες ψωμί και ζαμπόν για να μη πεθάνεις απ’ την πείνα.»

Коли клунок із їжею був надійно закріплений, Маленька Розбійниця відчинила двері, вгамувала собак, а потім своїм гострим ножем перерізала припону і сказала оленеві:
— А тепер біжи щосили і пам’ятай, що мусиш дбати про дівчинку.

Έδεσε το ψωμί και το κρέας στην πλάτη του Ταράνδου κι άνοιξε την πόρτα, φώναξε μέσα όλα τα σκυλιά, κι ύστερα, έκοψε με το μαχαίρι της το σχοινί που κρατούσε το ζώο δεμένο.
«Φύγε τώρα!» είπε η μικρή λησταρχίνα στον Τάρανδο, «πρόσεχε όμως το κορίτσι σαν τα μάτια σου!»

Тоді Герда простягнула свою руку, закутану великою рукавицею, щоб попрощатись із Маленькою Розбійницею, і олень стрімко помчав. Він летів крізь дрімучий ліс, через болота й поля — так швидко, як тільки міг.

Η Γκέρντα άπλωσε τα χέρια της με τα μεγάλα, παραγεμισμένα γάντια, να αγκαλιάσει τη μικρή λησταρχίνα. «Αντίο!» είπε, κι ο Τάρανδος πέταξε πάνω από θάμνους και βάτα μέσα στο μεγάλο δάσος, πάνω από βάλτους και ρείκια, όσο πιο γρήγορα μπορούσε.

Завивали вовки, каркали ворони, а олень усе біг і біг, аж мандрівники побачили, як небо сяє червоними вогнями, неначе там горить багаття.

«Αψού! Αψού!» ακούστηκε στον ουρανό. Σαν κάποιος να φταρνίζονταν.

— Ось моя рідна земля, — промовив олень. — Поглянь: це північне сяйво!
І знову помчав. Але все ж запаси їжі скінчились раніше, ніж вони добрались до Лапландії.

«Είναι ο παλιόφιλός μου, το βόρειο σέλας,» είπε ο Τάρανδος, «κοίτα πώς λάμπει!» Κι αμέσως άρχισε να τρέχει ακόμα πιο γρήγορα, -μέρα και νύχτα πήγαινε, τα ψωμιά τελείωσαν και το ζαμπόν το ίδιο. Κι έφτασαν πια στη Λαπωνία…

Розділ шостий. Лапландка і фінка

Ιστορία έκτη: Η γυναίκα από τη Λαπωνία, κι η γυναίκα από τη Φινλανδία.

Вони спинились біля маленької хатки. Вона виглядала дуже убого: дах перехнябився, а двері були такі низькі, що люди мусили заповзати туди на колінах.

Άξαφνα σταμάτησαν μπροστά σ’ ένα μικρό σπίτι, που έμοιαζε άθλιο και ταλαιπωρημένο. Η στέγη ακουμπούσε στο έδαφος, κι η πόρτα ήταν τόσο χαμηλή, που όλοι στην οικογένεια, έπρεπε να σέρνονται πάνω στην κοιλιά τους για να μπουν μέσα ή να βγουν έξω.

Удома була тільки стара лапландка, яка готувала рибу при світлі каганця. Олень розповів їй про свої поневіряння, а потім — історію Герди. Дівчинка настільки замерзла, що сама говорити не могла.

Στο σπίτι δεν ήτανε κανένας, εκτός από μια γριά γυναίκα από τη Λαπωνία, που μαγείρευε ψάρι στο φως μιας παλιάς λάμπας. Ο Τάρανδος της είπε όλη την ιστορία της Γκέρντα αφού πρώτα είπε όλη τη δική του, που τη θεωρούσε πολύ πιο σημαντική. Η μικρούλα Γκέρντα ήταν τόσο παγωμένη που δεν μπορούσε ούτε να μιλήσει.

— Бідолашка, — пожаліла її лапландка, — ти подолала такий довгий шлях! А тобі треба ще далі, за сотні мить звідси, до Фінляндії. Снігова Королева живе там.

«Φτωχή μικρούλα,» είπε η γυναίκα από τη Λαπωνία, «έχεις ακόμα πολύ δρόμο μπροστά σου. Περισσότερα από εκατό μίλια για να φτάσεις στη Φινλανδία. Εκεί έχει το εξοχικό της η Βασίλισσα του Χιονιού, εκεί που ανάβουν μπλε φώτα κάθε βράδυ.

Я напишу кілька слів на в’яленій рибині, бо паперу в мене немає, і ти занесеш моє послання фінці, яка живе там. Вона зможе тобі розказати більше, ніж я.

Θα γράψω και θα σου δώσω μερικά λόγια εκ μέρους μου, όμως θα τα γράψω πάνω σ’ ένα ξερό ψάρι του ατλαντικού, γιατί χαρτί δεν έχω. Το σημείωμα αυτό θα το δώσεις στη γυναίκα από την Φινλανδία, κι αυτή με τη σειρά της, θα μπορέσει να σου δώσει περισσότερες πληροφορίες από μένα.»

Тож коли Герда зігрілася й попоїла, жінка написала кілька слів на в’яленій рибині й сказала Герді берегти послання як зіницю ока. Потім лапландка допомогла дівчинці знову залізти верхи на оленя, і той помчав далі швидко, як вітер.

Όταν το κορίτσι ζεστάθηκε καλά, έφαγε και ήπιε, η γυναίκα από τη Λαπωνία έγραψε μερικά λόγια πάνω σ’ ένα αποξηραμένο ψάρι, και παρακάλεσε την Γκέρντα να τα προσέξει σαν τα μάτια της. Ύστερα την έβαλε πάνω στον τάρανδο, την έδεσε γερά, και το ζώο έτρεξε μακριά.

Спалах за спалахом з’являлось прекрасне блакитне північне сяйво у небі протягом цілої ночі. Зрештою мандрівники дістались до Фінляндії і постукали у комин хижки, де мешкала фінка, — адже в цій хатині не було дверей.

«Αψού! Αψού!» ακούστηκε πάλι στον αέρα, και τα πιο μαγευτικά μπλε φώτα άναψαν στον ουρανό ολόκληρη τη νύχτα, ώσπου κάποτε έφτασαν στην Φινλανδία. Χτύπησαν την καμινάδα της γυναίκας από την Φινλανδία, γιατί πόρτα δεν είχε να χτυπήσουν.

Вони пролізли всередину, й там виявилось страх як гаряче. Фінка виявилась маленькою на зріст і дуже брудною, до того ж на ній майже не було одягу.

Έκανε τόση ζέστη μέσα στο σπίτι, που η γυναίκα από τη Φινλανδία ήταν σχεδόν μισόγυμνη. Ήταν τόσο μικροσκοπική και βρώμικη.

Вона допомогла Герді зняти верхній одяг, рукавиці й роззутися. Потім фінка поклала оленеві на голову шмат льоду і заходилась читати послання на в’яленій рибині.

Χαλάρωσε κάπως τα ρούχα της μικρής Γκέρντα και της έβγαλε τα χοντρά γάντια και τις μπότες, γιατί αλλιώς, θα έσκαγε από τη ζέστη. Πρώτα έβαλε ένα κομμάτι πάγου στο κεφάλι του Τάρανδου για να τον δροσίσει, κι ύστερα διάβασε εκείνα που ήταν γραμμένα πάνω στο ψαρό-δέρμα.

Після того як вона прочитала його тричі й вивчила напам’ять, вона вкинула рибину до каструлі, де варився суп, бо не звикла марнувати харчі.

Τα διάβασε τρεις φορές και τότε σιγουρεύτηκε μέσα από την καρδιά της. Έβαλε το αποξηραμένο ψάρι στο ντουλάπι, -γιατί μια χαρά θα μπορούσε να φαγωθεί αργότερα, κι εκείνη δεν πετούσε τίποτα ποτέ.

Олень розповів свою історію першим, за ним настала черга Герди, і фінка слухала їх, але нічого не казала.

Τότε ο Τάρανδος είπε πάλι πρώτα τη δική του ιστορία, κι ύστερα, την ιστορία της Γκέρντα. Η γυναίκα από τη Φινλανδία έκλεισε τα μάτια της αλλά δεν είπε λέξη.

— Ти така мудра, — звернувся до неї олень. — Я знаю, ти можеш зв’язати всі вітри світу шматком мотузки. Якщо моряк розпустить один вузол, повіє легкий вітерець; коли він розпустить другий, вітер повіє дужче; але якщо він розв’яже всі вузли, зірветься шторм, здатний з корінням повиривати цілі ліси.

«Είσαι τόσο έξυπνη,» είπε ο Τάρανδος, «και ξέρω, πως μπορείς να στρίψεις όλους τους ανέμους μαζί και να τους κάνεις κόμπο. Αν ο ναυτικός λύσει έναν κόμπο, τότε θα έχει καλό άνεμο, αν λύσει δεύτερο, θα φυσήξει δυνατά, κι αν λύσει τον τρίτο και τον τέταρτο, τότε ο άνεμος θα μανιάσει τόσο που θα αναποδογυρίσει ολάκερα δάση.

Хіба ти не можеш дати цій дівчинці таку силу, щоб вона змогла перемогти Снігову Королеву?

Θα δώσεις ένα φίλτρο στο κορίτσι, για ν’ αποκτήσει δύναμη ίση με δώδεκα αντρών και να νικήσει τη Βασίλισσα του Χιονιού;»

— Від сили, — сказала фінка, — зиску небагато.

«Τη δύναμη δώδεκα αντρών!» είπε η γυναίκα από τη Φινλανδία. «Αυτό θα ήταν πολύ καλό!»

Вона підійшла до полиці, взяла й розгорнула велику шкуру, на якій були накреслені загадкові літери. Фінка читала їх, аж піт покотився градом з її чола.

Πήγε τότε σ’ ένα ντουλάπι κι έβγαλε από κει ένα μεγάλο δέρμα, τυλιγμένο σε ρολό. Μόλις το ξετύλιξε, φάνηκαν κάτι παράξενα γράμματα γραμμένα πάνω του, κι γυναίκα από τη Φινλανδία άρχισε να διαβάζει, με τέτοιο ρυθμό που ιδρώτας στάλαζε από το μέτωπό της.

Потім завела оленя у куток і, міняючи кригу в нього на голові, прошепотіла:

Βλέποντας όμως, από τη μια τον Τάρανδο που παρακαλούσε τόσο θερμά για χάρη της Γκέρντα, κι από την άλλη, την ικεσία μέσα στα δακρυσμένα μάτια του κοριτσιού, η γυναίκα από την Φινλανδία έγνεψε, πήρε τον Τάρανδο σε μια γωνιά, κι αφού έβαλε λίγο φρέσκο πάγο στο κεφάλι του, ψιθύρισαν μαζί μερικές κουβέντες ιδιαιτέρως.

— Кай і справді в Снігової Королеви. Але він там почувається якнайкраще, він переконаний, що це — найпрекрасніше місце у світі. Думає він так тому, що має крихітні уламки дзеркала у серці і в оці. Їх треба дістати, а то він ніколи не стане людиною, і Снігова Королева назавжди збереже свою владу над ним.

«Ο μικρός Κέι είναι πράγματι μαζί με την Βασίλισσα του Χιονιού, και του αρέσει πολύ εκεί. Νομίζει πως είναι το καλύτερο μέρος στον κόσμο, και το νομίζει γιατί έχει ένα κομμάτι γυαλί μέσα στο μάτι του, κι άλλο ένα στην καρδιά του. Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να βγουν αυτά, αλλιώς δεν θα επιστρέψει ποτέ πίσω στους ανθρώπους, κι η Βασίλισσα του Χιονιού θα συνεχίσει να τον εξουσιάζει.»

— А ти можеш дати Герді якусь річ, що допоможе їй перебороти цю владу?

«Δεν μπορείς όμως να δώσεις στην μικρή Γκέρντα κάτι που θα την κάνει πιο δυνατή απ’ όλα αυτά;»

— Я не можу дати їй більшої сили, ніж та, якою вона вже володіє, — сказала фінка. — Хіба ти не бачиш, яка вона сильна? Як люди й звірі допомагають їй, і як добре вона долає свій нелегкий шлях, зовсім боса.

«Δεν μπορώ να της δώσω περισσότερη δύναμη απ’ όση ήδη έχει. Δεν βλέπεις πόσο σπουδαία είναι; Δεν βλέπεις πως όλοι, άνθρωποι και ζώα, σπεύδουν να την βοηθήσουν, δεν βλέπεις πόσο καλά τα καταφέρνει κι ας είναι ξυπόλυτη;

Вона не може отримати від мене жодної сили, могутнішої, ніж та, яка вже в неї є. Герда має чисте й невинне серце.

Δεν είμαστε εμείς που θα της μάθουμε τη δύναμή της. Η δύναμη βρίσκεται μέσα στην καρδιά της, γιατί είναι ένα γλυκό κι αθώο παιδί!

Якщо вона сама не зможе здолати Снігову Королеву й дістати скалки дзеркала із серця й ока Кая, ми нічим їй не допоможемо.

Αν δεν μπορέσει να φτάσει μόνη της στην Βασίλισσα του Χιονιού και να ελευθερώσει τον μικρό Κέι από το γυαλί, εμείς δεν μπορούμε να την βοηθήσουμε.

За дві милі звідси починаються володіння Снігової Королеви. Ти зможеш довезти туди дівчинку й зсадити її біля великого куща, всіяного червоними ягодами. Не барися й швидше повертайся сюди.

Δυο μίλια από δω, ξεκινά ο κήπος της Βασίλισσας του Χιονιού. Μπορείς να την πας εσύ ως εκεί. Άφησέ την πλάι στον θάμνο με τα κόκκινα μούρα, που στέκεται πάνω στο χιόνι. Μην πεις άλλες κουβέντες, μόνο βιάσου να γυρίσεις πίσω, όσο πιο γρήγορα μπορείς.»

Фінка посадила Герду на оленя, й він помчав уперед.

είπε η γυναίκα από την Φινλανδία κι έβαλε την Γκέρντα πάνω στην ράχη του Τάρανδου, και τότε αυτός άρχισε να τρέχει με όλη του τη δύναμη.