A Hókirálynő. Mese hét képben / Η Βασίλισσα του Χιονιού — w językach węgierskim i greckim

Węgiersko-grecka dwujęzyczna książka

Hans Christian Andersen

A Hókirálynő. Mese hét képben

Χανς Κρίστιαν Άντερσεν

Η Βασίλισσα του Χιονιού

Vilhelm Pedersen illusztrációival.

Első mese, egy tükörről és cserepeiről

Ιστορία πρώτη: Που Μιλά για έναν Καθρέφτη και τα Κομμάτια του

Hallgassátok csak! Már kezdjük is a mesét. Mire a végére érünk, többet tudunk majd, mint most, az elején. Volt egyszer egy gonosz manó. Gonosznál is gonoszabb volt; maga az ördög.

Λοιπον, ας αρχισουμε. Όταν φτάσουμε στο τέλος της ιστορίας, θα ξέρουμε περισσότερα, όμως… ας ξεκινήσουμε καλύτερα. Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα πονηρό ξωτικό, κι ήταν πράγματι το πιο κακό απ’ όλα τα ξωτικά.

Egy nap veszett jókedve támadt, mert olyan tükröt sikerült csiszolnia, amely elé ha szépet és jót tartottak, semmivé vált a lapján, a haszontalan és rút dolgokat pedig erősen felnagyítva és kidomborítva verte vissza.

Μια μέρα, που είχε μεγάλα κέφια, έφτιαξε έναν καθρέφτη με δυνάμεις μαγικές: Ό,τι καλό και όμορφο καθρεφτιζόταν μέσα του, έδειχνε κακό και δυστυχισμένο, ενώ ό,τι ήταν άχρηστο κι άσχημο, η ασχήμια του μεγάλωνε.

A legszebb zöldellő tájakat főtt spenótnak mutatta, a legjobb embereket fertelmes arcúaknak ábrázolta, vagy úgy, mintha tótágast állnának; az arcok úgy eltorzultak, hogy senki rájuk nem ismerhetett; akinek egy szeplőcske aranylott az arcán, az bizonyosan ragyás képűnek látta magát a tükörben.

Τα πιο όμορφα τοπία έμοιαζαν με βραστό σπανάκι μέσα στον καθρέφτη, κι οι ομορφότεροι άνθρωποι έδειχναν τέρατα ή φαίνονταν να στέκονται ανάποδα, με το κεφάλι κάτω και τα πόδια επάνω. Τα πρόσωπά τους παραμορφώνονταν τόσο πολύ που γίνονταν αγνώριστα, κι αν κάποιος είχε μια κρεατοελιά στη μύτη, να είστε σίγουροι πως θα ‘δειχνε τόσο μεγάλη, που θ’ απλώνονταν σ’ όλη του τη μύτη, μα και το στόμα.

— Ugyan tréfás holmi! — dörzsölte a kezét az ördög. Ha istenes, jámbor gondolatokba merült ember tekintett a tükörbe, vigyorgó, torz pofának mutatta a tükör — örülhetett a gonosz ördög!

«Σπουδαία πλάκα!» είπε το ξωτικό. Κάθε φορά που κάποιος άνθρωπος έκανε μια καλή σκέψη, ο καθρέφτης γελούσε με μια απαίσια γκριμάτσα· και το ξωτικό γελούσε με την καρδιά του με την πανέξυπνη εφεύρεσή του.

Bűvészinasai — mert bűvésziskolája is volt az ördögnek! — csodát emlegettek, azt mondták, végre híven megláthatja mindenki, milyenek az emberek.

Όλα τα ξωτικά που πήγαιναν στο σχολείο του —γιατί είχε σχολείο ξωτικών- έλεγαν το ένα στο άλλο πως κάποιο θαύμα έγινε, και τώρα μπορούσαν να δουν πώς έμοιαζε στ’ αλήθεια ο κόσμος· έτσι νόμιζαν δηλαδή.

Elvitték a tükröt a világ minden tájára, s végül már nem volt ország, nem volt ember, akinek torzképét vissza ne verte volna a gonosz tükör.

Πήραν τον καθρέφτη κι άρχισαν να πηγαίνουν παντού, ώσπου στο τέλος, δεν έμεινε τόπος ή άνθρωπος να μην έχει παραμορφωθεί μέσα στο γυαλί του.

Akkor az égbe akartak felrepülni a tükörrel. Hanem egyszer csak kicsúszott a kezükből, s lezuhant a földre, ahol millió meg billió cserépre törött szét.

Έτσι σκέφτηκαν να πετάξουν ψηλά στον ουρανό για να σπάσουν μεγαλύτερη πλάκα. Όσο πιο ψηλά πετούσαν με τον καθρέφτη, τόσο πιο τρομακτικά γελούσε αυτός· με το ζόρι τον κρατούσαν. Πήγαιναν όλο και πιο ψηλά καθώς πετούσαν, όλο και πιο κοντά στ’ αστέρια, όταν άξαφνα ο καθρέφτης τραντάχτηκε τόσο δυνατά απ’ το χαιρέκακο γέλιο του, που έφυγε απ’ τα χέρια τους κι έπεσε στη γη.

Ebből pedig még az eddiginél is nagyobb baj kerekedett.

Έσπασε τότε σ’ εκατό εκατομμύρια κομμάτια, κι ακόμα περισσότερα, κι η δύναμή του έγινε τότε πιο κακιά και τρομερή από πριν.

Mert a tükör némelyik darabja alig volt nagyobb egy homokszemcsénél; ezek a parányi szilánkok szétrepültek az egész világon, s akinek ilyen kis szilánk a szemébe került, az mindennek a fonákját látta, mert a tükör minden csepp darabjának ugyanolyan gonosz ereje volt, mint az egész tükörnek.

Γιατί μερικά απ’ τα κομμάτια, που ήταν μικρά σαν τους κόκκους της άμμου, τα σκόρπισε ο άνεμος σ’ όλο τον κόσμο, ώσπου μπήκαν μέσα στα μάτια των ανθρώπων κι έμειναν εκεί. Και τότε, οι άνθρωποι άρχισαν να τα βλέπουν όλα παραμορφωμένα, όπως ο κακός καθρέφτης, με τα δύο ή και με το ένα μάτι. Αυτό συνέβη γιατί ακόμα και το μικρότερο κομμάτι είχε την ίδια κακιά δύναμη που ‘χε ολόκληρος ο καθρέφτης.

Másoknak a szívébe fúródott egy kis tükörcserép, s az volt a legrettenetesebb, mert a szív jéggé fagyott tőle.

Μάλιστα μερικά θραύσματα, χώθηκαν μέσα στην καρδιά κάποιων ανθρώπων, κι αυτοί αναρίγησαν γιατί η καρδιά τους έγινε πάγος.

Voltak akkora tükördarabok is, hogy ablakrámába illeszthették, de ebből az ablakból nem volt tanácsos az arra haladó barátokat nézni;

Κάποια άλλα από τα σπασμένα κομμάτια ήταν τόσο μεγάλα που τα χρησιμοποίησαν για τζάμια στα παράθυρα, και κανείς δεν μπορούσε να διακρίνει πια τους φίλους του σαν κοιτούσε από μέσα τους.

némelyik darabból szemüveget készítettek, s ugyancsak nehéz volt az ilyen szemüvegen keresztül helyesen és igazságosan ítélni meg a dolgokat. Az ördög úgy nevetett, hogy a hasa rengett belé, csiklandozta a pompás ötlet.

Άλλα κομμάτια τα έβαλαν στα γυαλιά της όρασης· σκεφτείτε τι τραγικό που ήταν να τα φορούν οι άνθρωποι για βλέπουν καλά και σωστά. Το κακό ξωτικό κόντεψε να πνιγεί από τα γέλια μ’ όλα αυτά, που τόσο γαργαλούσαν τη φαντασία του.

A levegőben még szállingóztak a széttört tükör porszemnyi szilánkjai. No, majd mindjárt többet hallunk róla.

Και τα πολύ μικρά κομμάτια του καθρέφτη συνέχιζαν να πετάνε στον αέρα· ας δούμε τώρα τι συνέβη παρακάτω…

Második mese, egy kisfiúról meg egy kislányról

Ιστορία δεύτερη: Για ένα μικρό αγόρι κι ένα μικρό κορίτσι

Benn, a nagyváros szívében, ahol olyan sok a ház meg az ember, szűken vannak hely dolgában, s a legtöbb embernek nincs kertje, beérik hát a cserépbe ültetett virágoskerttel. Volt a városban két szegény kisgyerek, akiknek mégis nagyobb kertjük volt egy cserépnyinél.

Σε μια μεγαλη πολη, όπου τα σπίτια είναι τόσα πολλά κι οι άνθρωποι ακόμα περισσότεροι, δεν υπάρχει χώρος για να ‘χουν όλοι από έναν μικρό κήπο. Γι’ αυτό, οι περισσότεροι πρέπει να αρκεστούν σε γλάστρες με λουλούδια. Σε μια τέτοια πόλη ζούσανε δύο μικρά παιδιά, που είχαν έναν κήπο κάπως μεγαλύτερο από γλάστρα.

Nem voltak testvérek, de éppen úgy szerették egymást, mintha azok lettek volna.

Δεν ήταν αδέρφια, αλλά νοιάζονταν το ένα για το άλλο σα να ήταν.

Szüleik szemközt laktak egymással, egy-egy padlásszobában, ahol két szomszédház teteje majdnem összeér, s a tető alatt ereszcsatorna húzódik. A két padlásszoba ablaka a tetőre nyílt,

Οι οικογένειές τους ζούσαν σε δύο σοφίτες, η μια ακριβώς απέναντι από την άλλη. Εκεί που συναντιόνταν οι στέγες των δύο σπιτιών, και η υδρορροή για τα βρόχινα νερά έτρεχε σ’ όλο το μήκος τους, υπήρχαν δύο μικρά αντικρινά παράθυρα·

csak az ereszt kellett átlépni, hogy az egyik ablaktól a másikig jusson az ember.

και μ’ ένα βήμα πάνω στην υδρορροή μπορούσε να βρεθεί κανείς από το ένα παράθυρο στο άλλο.

Mindkettőjük szülei földdel tömött faládát állítottak az ablakukba, abban zöldségfélét nevelgettek, még rózsát is; mindegyik ládában virágzott egy kis rózsatő, szépen cseperedett mind a kettő.

Οι γονείς των παιδιών είχαν τοποθετήσει εκεί μεγάλα ξύλινα κιβώτια και μέσα τους φύτευαν λαχανικά, μα είχαν βάλει ακόμα κι από μια τριανταφυλλιά, που μεγάλωνε κι άνθιζε ολοένα.

A gyerekek szüleinek aztán az jutott eszébe, hogy a két faládát keresztbe fektethetik az ereszcsatorna fölött egyik ablaktól a másikig.

Έτσι όπως είχαν βάλει τα κιβώτια, από το ένα παράθυρο στο άλλο, έμοιαζαν σαν δύο λουλουδένιοι φράχτες.

Meg is tették, olyan volt, mintha két virágzó sövény kötné össze a két kis padlásablakot. Borsóindák csüggtek mélyre a két ládából, a két rózsatő hosszú ágai körülfonták az ablakokat, koronájuk egymáshoz hajolt; virágokkal meg levelekkel pompázó diadalkapuhoz hasonlítottak.

Τα μπιζέλια κρέμονταν από τα κιβώτια, και οι τριανταφυλλιές πέταξαν μεγάλα κλαδιά, που πλέκονταν γύρω από τα παράθυρα κι ύστερα λύγιζαν για να συναντηθούν μεταξύ τους, σαν μια θριαμβευτική αψίδα από πρασινάδα και λουλούδια.

A faládák igen magasan voltak, a gyerekek nem mászhattak fel oda, de szüleik megengedték nekik, hogy átvihessék egymáshoz kis zsámolyukat, s a rózsafák árnyékában kedvükre játszhassanak.

Τα κιβώτια ήταν πολύ ψηλά, και τα παιδιά ήξεραν πως δεν έπρεπε να σκαρφαλώνουν πάνω τους. Έτσι, έπαιρναν την άδεια για να βγουν έξω από τα παράθυρα και ν’ απολαύσουν το παιχνίδι, καθισμένα στα μικρά σκαμνάκια τους, ανάμεσα στα τριαντάφυλλα.

Persze télen szó sem lehetett erről a mulatságról. Az ablakokat néha sűrűn belepte a jégvirág, de a gyerekek ilyenkor rézpénzt melegítettek a kályha oldalán, és a jeges üvegre nyomták. Szép kis kerek ablakot olvasztottak rajta, rátapasztották fél szemüket, s átkukucskáltak egymáshoz a kisfiú meg a kislány.

Ο χειμώνας όμως ερχόταν για να βάλει τέλος σ’ αυτή τη διασκέδαση. Τα παράθυρα συχνά πάγωναν από το κρύο, γι’ αυτό τα παιδιά ζέσταιναν χάλκινα νομίσματα στη σόμπα, κι ύστερα τ’ ακουμπούσαν στο παράθυρο για να δημιουργήσουν ένα ολοστρόγγυλο ματάκι πάνω στο παγωμένο τζάμι. Κι από κει κοίταζαν έξω, το μικρό αγόρι και το μικρό κορίτσι,

A fiúcskának Kay volt a neve, a leánykának Gerda.

ο Κέι και η Γκέρντα.

Nyáridőben egy ugrással ott teremhettek egymásnál, télen nehezebb volt: sok-sok lépcső lefelé, aztán sok-sok lépcső felfelé. Kint pedig hideg volt, kavargott a hó.

Το καλοκαίρι, ένα σάλτο ήταν αρκετό για να βρουν ο ένας τον άλλο, το χειμώνα όμως έπρεπε να κατέβουν κάτω τις μεγάλες σκάλες κι ύστερα να τις ξανανέβουν πάλι επάνω· κι έξω στο δρόμο είχε το χιόνι έπεφτε παχύ.

— Rajzanak már a fehér méhek! — mondta a kisfiú nagyanyja.

«Είναι οι λευκές μέλισσες» είπε η γιαγιά του Κέι για τις νιφάδες του χιονιού.

— Királynőjük is van? — kérdezte Kay, mert tudta, hogy az igazi méheknek van.

«Οι λευκές μέλισσες έχουν βασίλισσα;» ρώτησε το μικρό αγόρι, γιατί ήξερε ότι οι κανονικές είχαν πάντοτε από μία.

— Hogyne volna! — felelte a nagyanyja. — Ott repül, ahol a legsűrűbben rajzanak a hópihék. Ő a legnagyobb; soha nem pihen meg a földön, felrepül újra meg újra az ólomszínű felhők közé. Téli éjeken néha átsuhan a város utcái felett, s benéz az ablakokon, olyankor festi azokat a csodálatos jégvirágokat az üvegekre.

«Ναι,» είπε η γιαγιά, «κι αυτή πετά και βρίσκει το σμήνος που κρέμεται σε παχιές συστάδες. Είναι η μεγαλύτερη απ’ όλες, και ποτέ δεν κάθεται για πολύ στη γη, αλλά πηγαίνει πάλι ψηλά στα μαύρα σύννεφα. Τις χειμωνιάτικες νύχτες, πετά συχνά στους δρόμους της πόλης και κρυφοκοιτάζει απ’ τα παράθυρα, και τότε αυτά παγώνουν μ’ έναν τρόπο, τόσο θαυμαστό, που μοιάζουν με λουλούδια.»

— Igen, a mienkre is festett — mondta egyszerre a két gyerek, s most már látták, hogy igaz a mese.

«Ναι, την έχω δει,» είπαν και τα δυο παιδιά μαζί· κι έτσι ήξεραν πως ήταν αλήθεια.

— Ide is bejöhetne a Hókirálynő? — kérdezte a kislány.

«Μπορεί να έρθει μέσα η βασίλισσα του Χιονιού;» ρώτησε το μικρό κορίτσι.

— Jönne csak! — kiáltotta a kisfiú. — Ráültetném a meleg kályhára, s egyszerre elolvadna.

«Για άσ' την να έρθει μέσα!» είπε το μικρό αγόρι. «Κι εγώ θα την βάλω στο φούρνο για να λιώσει.»

De a nagyanyja megsimogatta a haját, s új mesébe kezdett.

Τότε η γιαγιά τον χάιδεψε στο κεφάλι και του είπε άλλες ιστορίες.

Este, amikor a kis Kay lefekvéshez készülődött, gondolt egyet, fölkapaszkodott az ablak előtt álló székre, és kikukucskált a befagyott üveg kerek kis ablakán; odakinn gyéren szállingóztak a hópihék, s az egyik, a legnagyobbik, odalibbent a virágláda szélére. Ott megült aztán nőni kezdett, nőttön-nőtt, végül sudár hajadon lett belőle; finom fehér fátyolruhája pehelycsillagok millióiból volt összeszőve.

Ένα απόγευμα, όταν ο Κάι ήταν στο σπίτι και είχε σχεδόν ξεντυθεί, ανέβηκε στην καρέκλα πλάι στο παράθυρο και κρυφοκοίταξε έξω από την μικρή τρυπούλα. Μερικές νιφάδες έπεφταν, και μια απ’ αυτές, η μεγαλύτερη, στάθηκε στο χείλος μιας γλάστρας. Η νιφάδα άρχισε τότε να μεγαλώνει, να μεγαλώνει, να μεγαλώνει, ώσπου στο τέλος έγινε μια νεαρή κυρία, ντυμένη με το πιο λεπτοκαμωμένο λευκό ύφασμα, φτιαγμένο από ένα εκατομμύριο μικρές νιφάδες σαν αστέρια.

Szép volt és törékeny; tündöklő fehér jég volt a teste, mégis élő, eleven; a szeme úgy sugárzott, mint az ég csillaga, de nyugtalan és tétova volt a tekintete.

Ήταν τόσο όμορφη και ντελικάτη, ήταν όμως από πάγο, εκθαμβωτικό αστραφτερό πάγο! Όμως ήταν ζωντανή. Τα μάτια της κοιτούσαν σταθερά σαν δυο αστέρια, όμως μέσα τους δεν υπήρχε ούτε ησυχία ούτε ανάπαυση.

Az ablak felé bólintott, és intett a kezével. A kisfiú rémülten szökkent le a székről, s akkor úgy látta, mintha egy nagy, fehér madár suhant volna el az ablak előtt.

Έγνεψε προς το παράθυρο κάνοντας νόημα με το χέρι της. Το μικρό αγόρι φοβήθηκε και πήδηξε κάτω από την καρέκλα, και τότε του φάνηκε πως ένα μεγάλο πουλί πέταξε έξω από το παράθυρο.

Verőfényes, csikorgó hideg nap virradt, de aztán megjött az olvadás; elközelgett a tavasz, kisütött a nap, fű zsendült a mezőkön, fészket raktak a fecskék, az emberek kitárták az ablakokat, s a két jó pajtás megint kiült kiskertjébe ott fönn, a két padlásszoba előtt.

Ο παγετός σκέπασε τα πάντα την επόμενη μέρα, ύστερα όμως ήρθε η άνοιξη κι ο ήλιος έλαμψε, και τα πράσινα φύλλα έκαναν την εμφάνισή τους, τα χελιδόνια έχτισαν τις φωλιές τους, τα παράθυρα άνοιξαν και τα δυο μικρά παιδιά βρέθηκαν ξανά στον όμορφο μικρό τους κήπο, ψηλά στα λούκια, στην κορυφή του σπιτιού.

Soha olyan szépen nem virult a két rózsatő, mint ezen a nyáron; a kislány egy dalt tanult a rózsáktól, s amikor énekelte, mindig a maga rózsáira gondolt; megtanította kis pajtásának is, s attól fogva együtt énekelték:

Εκείνο το καλοκαίρι τα τριαντάφυλλα άνθισαν με ασυνήθιστη ομορφιά. Το μικρό κορίτσι είχε μάθει έναν ύμνο, που έλεγε κάτι για τα τριαντάφυλλα, και της θύμιζε τα δικά της. Τραγούδησε τους στίχους στο αγόρι, κι εκείνο τραγούδησε μαζί της:

Rózsa nyílik, szirma hull az ágra.
kicsi Jézus, látunk nemsokára!

«Η τριανταφυλλιά στην κοιλάδα ανθίζει τόσο γλυκιά,
Κι οι άγγελοι κατεβαίνουν να χαιρετήσουν τα παιδιά.»

Fogták egymás kezét, megcsókolták a rózsatő valamennyi virágát, felnéztek a sugaras égre, s úgy énekeltek a magasság felé, mintha a kicsi Jézus odafönn üldögélne.

Τα δυο παιδιά, πιασμένα χέρι-χέρι, φίλησαν τα τριαντάφυλλα, κοίταξαν τη λαμπερή λιακάδα κι τους φάνηκε σα να είδαν στ’ αλήθεια τους αγγέλους.

Milyen csodálatosan szép nyár volt az; milyen jólesett az üde rózsaágak alatt hűsölni, amelyekről soha le nem fogyott a virág.

Τι υπέροχες καλοκαιρινές μέρες ήταν εκείνες! Τι όμορφα να είσαι έξω, δίπλα στις ολόδροσες τριανταφυλλιές που δεν λένε να σταματήσουν ν’ ανθίζουν!

Kay és Gerda kinn ültek a csöppnyi kertjükben, és állatokat meg madarakat nézegettek egy nagy képeskönyvben. A nagy toronyban éppen elkondították az ötöt, mikor Kay felkiáltott:
— Jaj, milyen nyilallást érzek a szívemben! A szememet is szúrja valami. —

Ο Κέι και η Γκέρντα κοιτούσαν ένα βιβλίο με εικόνες γεμάτο τρομερά ζώα και πουλιά, όταν το ρολόι στο καμπαναριό χτύπησε πέντε, κι ο Κέι είπε:
«Ωχ, νιώθω έναν σουβλερό πόνο στην καρδιά μου, και κάτι μπήκε στο μάτι μου!»

Gerda hevesen átölelte a nyakát, Kay hunyorgott, pislogott, de a kislány nem látott a szemében semmit.

Το κορίτσι έβαλε τα χέρια γύρω από το λαιμό του και το αγόρι ανοιγόκλεισε τα μάτια του, μα τίποτα δε φαίνονταν να έχει μπει στο μάτι του.

— Azt hiszem, már nincs benne — mondta Kay. Pedig bizony benne volt.

«Νομίζω πως έφυγε τώρα,» είπε. Όμως δεν είχε φύγει.

A földre zuhant varázstükör egy parányi szilánkja volt, amely — emlékszünk még rá? — kicsivé zsugorított vagy eltorzított minden szépet és jót, a rosszat és gonoszat pedig felnagyította, és kidomborította az apró hibákat mindenben és mindenkiben.

Ήταν ένα από κείνα τα κομματάκια του γυαλιού, από τον μαγικό καθρέφτη, που είχε μπει στο μάτι του.

A szegény kisfiúnak éppen a szívébe fúródott egy ilyen gonosz kis szilánk. Nemsokára jéggé fagyasztja a szívét.

Κι άλλο ένα είχε μπει κατευθείαν μέσα στην καρδιά του φτωχού Κέι, και σύντομα θα γινόταν πάγος.

Fájdalmat már nem érzett, de a szilánk ott volt a szívében.

Δεν πονούσε πια, μα ήταν εκεί.

— Mit bőgsz? — förmedt a kislányra. — Hogy elcsúfít a sírás! Ne sírj, hát semmi bajom! Pfuj! — kiáltott fel hirtelen. — Azt a rózsát ott féreg rágta! Ez meg milyen görbén nőtt! Milyen csúnya is ez a rózsatő! Akárcsak ez a korhadt láda, amelybe ültették. — Durván belerúgott a faládába, aztán leszakította a két rózsát.

«Γιατί κλαις;» ρώτησε το αγόρι. «Δείχνεις τόσο άσχημη! Τίποτα δε μου συμβαίνει, ούφ!» είπε και συνέχισε, «Αυτό το τριαντάφυλλο είναι καταφαγωμένο! Κοίτα, κι αυτό είναι θεόστραβο! Τι άσχημα που είναι αυτά τα τριαντάφυλλα! Σαν το κιβώτιο που είναι μέσα φυτεμένα!» Κι έδωσε τότε μια κλωτσιά στο κιβώτιο κι έκοψε και τα δυο τριαντάφυλλα.

— Mit csinálsz, Kay? — kiáltotta ijedten a kis Gerda, s amikor Kay látta a kislány rémületét, még egy rózsát leszakított, otthagyta kedves kis pajtását, s beugrott padlásszobájuk ablakán.

«Τι κάνεις εκεί;» έκλαψε η Γκέρντα. Ο Κέι, μόλις κατάλαβε την τρομάρα του κοριτσιού, τράβηξε κι έκοψε ακόμα ένα τριαντάφυλλο, πήδηξε μέσα από το παράθυρο κι έφυγε μακριά από τη μικρή του φίλη.

Később, amikor Gerda átvitte neki a képeskönyvet, kicsúfolta; s azt mondta, hogy pólyásoknak való; ha a nagyanyja mesélt neki, minduntalan közbevágott, kötekedett vele, máskor meg utána osont, szemüveget biggyesztett az orrára, s éppen úgy tett-vett és beszélt, mint a nagyanyja. Pompásan utánozta az öregasszonyt, sokat nevettek rajta az emberek.

Όταν αργότερα έφερε το εικονογραφημένο της βιβλίο, εκείνος την κορόιδεψε: «Τι απαίσια τέρατα έχεις εκεί μέσα;» Έτσι έκανε και κάθε φορά που η γιαγιά τους έλεγε ιστορίες, συνέχεια την διέκοπτε, κι όποτε τα κατάφερνε, πήγαινε πίσω της, φορούσε τα γυαλιά της και μιμούνταν τον τρόπο που μιλούσε. Αντέγραφε όλους τους τρόπους της κι όλοι γελούσαν με τα καμώματά του.

Hamarosan az utca minden lakójának beszédét és járását utánozni tudta.

Πολύ σύντομα έγινε ικανός να μιμηθεί το βάδισμα και τη συμπεριφορά κάθε περαστικού.

Kay felfedezte és kifigurázta minden furcsaságukat és rútságukat, s az emberek nem győzték csodálni: milyen éles szemű, eszes fiú!
Pedig az üvegszilánk tette élessé a szemét, a szívét meg a másik üvegszilánk fagyasztotta jéggé, ezért kötekedett még a kis Gerdával is, aki pedig egész lelkéből szerette.

Ό,τι ήταν παράξενο ή δυσάρεστο επάνω τους, αυτό ήξερε πώς να μιμηθεί ο Κέι. Κι όταν το έκανε, όλοι έλεγαν:
«Αυτό το αγόρι είναι οπωσδήποτε πολύ έξυπνο!»
Όμως δεν ήταν άλλο από τα κομμάτια του γυαλιού, αυτά που είχαν μπει στο μάτι του και στην καρδιά του, που τον έκαναν να κοροϊδεύει ακόμα και την μικρή Γκέρντα, που ήταν τόσο ολόψυχα αφοσιωμένη σε κείνον.

Egészen új játékot eszelt ki, olyanokat, amelyekben a legfőbb szerepe az értelemnek volt. Egy téli napon, amikor heves szél kavarta a hópelyheket, egy jókora nagyítólencsét vitt ki a szabadba, és kék kabátja csücskével felfogta a pelyheket.

Τα παιχνίδια του τώρα ήταν αλλιώτικα από πριν, είχανε τόση γνώση. Μια χειμωνιάτικη ημέρα, καθώς έπεφταν οι νιφάδες του χιονιού τριγύρω, άπλωσε το μπλε παλτό του κι έπιασε το χιόνι καθώς έπεφτε.

— Nézd a nagyítón át, Gerda, milyen érdekes! — mutatott a pihékre; csakugyan: a pelyhek csodálatosan nagyok voltak, akkorák, mint egy-egy különös virág vagy tízágú csillag; gyönyörűség volt a szemnek.

«Κοίταξε μέσα απ’ αυτό το γυαλί Γκέρντα,» είπε. Και κάθε νιφάδα έμοιαζε μεγαλύτερη κι έδειχνε σαν ένα θαυμαστό λουλούδι ή πανέμορφο αστέρι· ήταν έξοχα να τα κοιτάζεις!

— Milyen művészi a rajzuk! Mennyivel érdekesebbek, mint az igazi virágok! Tökéletesek, minden szirmuk szabályos. Kár, hogy elolvadnak.

«Κοίτα, τι έξυπνο!» είπε πάλι ο Κέι. «Αυτά έχουν περισσότερο ενδιαφέρον απ’ τα αληθινά λουλούδια! Είναι ακριβώς σαν αληθινά και δεν έχουν ούτε ένα ψεγάδι επάνω τους· αν μονάχα δεν έλιωναν!»

Nemsokára vastag kesztyűben, szánkóval a hátán lépett az utcára. Gerdának a fülébe kiáltotta:
— Megengedték, hogy a nagy téren szánkózzam, ahol a többi fiú! — és már ott se volt.

Δεν πέρασε πολύς καιρός απ’ αυτό, κι ο Κέι ήρθε μια μέρα φορώντας τα μεγάλα γάντια του και το μικρό του έλκηθρο στην πλάτη, και τσίριξε μέσα στ’ αυτί της Γκέρντας:
«Με άφησαν να πάω έξω στην πλατεία, εκεί που παίζουν όλοι,» είπε κι έφυγε στη στιγμή.

Azon a téren a legvakmerőbb fiúk hancúroztak; sokszor a parasztszekerek saroglyájához kötötték a szánkójukat, s jó darabon húzatták magukat. Most is éppen ezzel mulatoztak.

Εκεί, στην αγορά, μερικά από τα πιο τολμηρά αγόρια έδεναν τα έλκηθρά τους πάνω στις άμαξες καθώς περνούσαν, για να τους σύρουν και κάνουν μια καλή βόλτα. Ήταν τόσο σπουδαίο!

Amikor a legvígabban voltak, egy fehérre festett, nagy szán repült feléjük; bolyhos fehér prémbe burkolózott, fehér prémsapkás alak ült a bakján. A szán kétszer megkerülte a nagy teret, és Kay gyorsan hozzákötötte kis szánkóját.

Και καθώς φούντωνε η διασκέδαση κάπως έτσι, πέρασε ένα μεγάλο έλκηθρο. Ήταν ολόλευκο και κάποιος ήταν μέσα, τυλιγμένος σ’ ένα χοντρό λευκό μανδύα ή γούνα, μ’ ένα ολόιδιο γούνινο καπέλο στο κεφάλι. Το έλκηθρο έκανε δυο κύκλους την πλατεία, κι ο Κέι πρόφτασε κι έδεσε το έλκηθρό του όσο πιο γρήγορα μπορούσε κι έφυγε μαζί του.

A fehér szán egyre gyorsabban száguldott vele, bekanyarodott a legközelebbi utcába; a szán kocsisa hátrafordult, nyájasan íntett Kaynak, s annak úgy tetszett, mintha már régóta ismerné. Valahányszor el akarta oldani kis szánkóját, marasztalóan intett neki, és Kay tovább húzatta magát; végül kiértek a város kapuján.

Τρέχοντας όλο και πιο γρήγορα, έφτασαν στον παρακάτω δρόμο, και το πρόσωπο που οδηγούσε το μεγάλο έλκηθρο γύρισε στον Κέι και του έγνεψε φιλικά, σα να γνωρίζονταν. Κάθε φορά που πήγαινε να λύσει το έλκηθρό του, το πρόσωπο του έγνεφε, κι ο Κέι καθόταν ήσυχα. Έτσι συνέχισαν ώσπου έφτασαν έξω από τις πύλες της πόλης.

Ott olyan sűrűn kavargott a hó, hogy a fiú nem látott tovább az orránál, de a szán csak röpült; Kay nagy sietve eloldotta a kötelet, de hiába, nem tudott szabadulni, mert a kis szánkó mintha odatapadt volna a nagyhoz, s úgy száguldott a nyomában, mint a szélvész.

Το χιόνι άρχισε να πέφτει τότε τόσο πυκνό, που το αγόρι δεν μπορούσε πια να δει πέρα απ’ τη μύτη του, όμως συνέχισε, ώσπου άξαφνα άφησε το σχοινί που κρατούσε στο χέρι, για να ελευθερωθεί απ’ το έλκηθρο, μάταια όμως. Το μικρό του όχημα συνέχισε να τρέχει ορμητικά με την ταχύτητα του ανέμου.

Kay segítségért kiáltott, de nem hallotta meg senki; szakadt a hó, iramlott a szán, s néha nagyokat ugrott, mintha sövényeken, árkokon kellett volna átrepülnie.

Φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε, όμως κανείς δεν τον άκουγε. Το χιόνι έπεφτε ορμητικά, το έλκηθρο πετούσε και καμιά φορά τραντάζονταν σα να περνούσε πάνω από φράχτες και χαντάκια.


Είχε τρομάξει αρκετά και προσπάθησε να πει μια προσευχή, όμως το μόνο που μπορούσε να θυμηθεί, ήταν η προπαίδεια.

Egyre nagyobb hópelyhek kavarogtak körülötte; akkorák voltak már, mint egy-egy fehér madár. Hirtelen felröppentek a szán útjából, a szán megállt, s a bakon ülő alak felemelkedett. Bundája, sapkája csupa hó volt; Kay csak most látta, hogy asszonyféle, ragyogó fehér testű, karcsú, sudár teremtés: a Hókirálynő maga.

Οι νιφάδες του χιονιού άρχισαν να μεγαλώνουν, να μεγαλώνουν, ώσπου έμοιασαν με μεγάλα λευκά πουλερικά. Άξαφνα πέταξαν. Το μεγάλο έλκηθρο σταμάτησε και το πρόσωπο που το οδηγούσε σηκώθηκε. Ήταν μια κυρία. Ο μανδύας και το καπέλο της ήταν φτιαγμένα από χιόνι. Ήταν μια ψηλή και λεπτή φιγούρα, εκθαμβωτικά λευκή. Ήταν η Βασίλισσα του Χιονιού.

— Jó darab utat megtettünk! — szólalt meg a Hókirálynő. — De úgy látom, fázol. Bújj bele a medvebundámba! — Maga mellé ültette Kayt a szán bakjára, beletakargatta a bundájába, s a fiú úgy érezte, mintha nyakig süppedt volna a hóba.

«Ταξιδέψαμε γρήγορα,» είπε, «όμως κάνει παγωνιά. Έλα, μπες κάτω από το αρκουδοτόμαρό μου.» Και τον έβαλε πλάι της στο έλκηθρο, τυλιγμένο με τη γούνα, και το αγόρι ένιωσε σα να βυθίζεται σε μια μαλακιά χιονοστιβάδα.

— Fázol még? — kérdezte tőle a Hókirálynő, és homlokon csókolta.

«Κρυώνεις ακόμα;» ρώτησε εκείνη και τον φίλησε στο μέτωπο.

Hideg volt a csókja, jégnél is hidegebb. Kaynak egyenesen a szívére szaladt a jeges lehelet, s még keményebbre fagyasztotta félig jéggé vált szívét. Egy pillanatra úgy érezte, hogy meghal, de aztán jóleső érzés fogta el; s nem is érezte a metsző hideget.

Α! Το φιλί ήταν πιο κρύο κι απ’ το χιόνι και διαπέρασε την καρδιά του, που ήταν ήδη ένας παγωμένος σβώλος. Νόμισε πως θα πέθαινε για μια στιγμή, όμως αμέσως ύστερα έγινε ευχάριστο και δεν ένιωθε πια το κρύο γύρω του.

— A szánkóm! Ne felejtsd el a kis szánkómat! — kapott észbe, amikor magához tért. A szánkóba befogtak egy fehér hópehely madarat, s az sebesen röpült vele a nagy fehér szán nyomában.

«Το έλκηθρό μου! Μην ξεχάσεις το έλκηθρό μου!» ήταν το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε. Ήταν δεμένο εκεί, σε ένα από τα λευκά πουλερικά, που πετούσαν στην πλάτη του, πίσω από το μεγάλο έλκηθρο.

A Hókirálynő újra megcsókolta Kayt, s az akkor egyszerre elfelejtette a kis Gerdát, nagyanyját, s mindent, amit otthon hagyott.

Η Βασίλισσα του Χιονιού φίλησε τον Κέι ακόμα μια φορά, κι εκείνος ξέχασε την μικρή Γκέρντα, τη γιαγιά του, κι όποιον είχε αφήσει πίσω στο σπίτι.

— Most már nem csókollak meg többet! — mondta a Hókirálynő. — Mert még megfagynál.

«Τώρα δεν έχει άλλα φιλιά,» είπε εκείνη, «αλλιώς θα πρέπει να σε φιλήσω μέχρι θανάτου!»

Kay felnézett rá; olyan szép volt! Mintha most nem is jégből lett volna az arca, mint akkor, amikor az ablakból beintett hozzá; tökéletes lénynek látta, s egy cseppet sem félt tőle.

Ο Κέι την κοίταξε. Ήταν πολύ όμορφη. Καμιά πιο έξυπνη ή πιο όμορφη δεν μπορούσε να φανταστεί, και τώρα πια δεν έμοιαζε από πάγο όπως πριν, τότε που καθόταν έξω απ’ το παράθυρο και του έγνεφε.

Eldicsekedett neki, hogy milyen jó fejszámoló, még törtekkel is tud fejben osztani, szorozni; tudja, hány négyzetmérföld az ország területe, s hány lakosa van. A Hókirálynő csak nézte és mosolygott. Kaynak egyszerre úgy rémlett, hogy nagyon keveset tud, s fölnézett a végtelen, magas égre. A Hókirálynő akkor felkapta és vitte, röpítette a nagy, fekete felhők közé. Vihar zúgott-tombolt körülöttük, úgy zengett, mintha régi-régi dalokat énekelt volna.

Ήταν τέλεια στα μάτια του, δεν την φοβόταν πια καθόλου. Της είπε ότι μπορούσε να λογαριάζει αριθμούς μέσα στο μυαλό του, ακόμα και με κλάσματα, κι ότι ήξερε πόσα τετραγωνικά μέτρα ήταν όλες οι χώρες και πόσους κατοίκους είχαν, κι εκείνη γελούσε όσο της μιλούσε. Του φάνηκε τότε πως όσα ήξερε δεν ήταν αρκετά, και κοίταξε ψηλά στον μεγάλο ουρανό από πάνω τους, και πέταξαν μαζί. Πέταξαν ψηλά, πάνω από μαύρα σύννεφα, καθώς η καταιγίδα βογκούσε και σφύριζε σα να τραγουδούσε κάποιο παλιό σκοπό.

Erdők és tavak, tengerek és szárazföldek fölött repültek, mélyen alattuk orkán bömbölt, farkasok üvöltöttek, hó sziporkázott, felettük pedig nagy hangú, fekete varjak szálltak csúnya károgással. De a magasban tisztán fénylett a hold nagy tányérja, s azt nézte Kay a hosszú, hosszú téli éjszakában, mindig csak a holdat; nappal a Hókirálynő lába előtt feküdt, és mélyen aludt.

Πέταξαν πάνω από δάση και λίμνες, πάνω από θάλασσες κι εκτάσεις γης. Κι από κάτω τους η παγερή καταιγίδα λύσσούσε, οι λύκοι ούρλιαζαν και το χιόνι έτριζε. Από πάνω τους πετούσαν μεγάλα κοράκια κράζοντας, κι ακόμα πιο ψηλά φάνηκε το φεγγάρι, μεγάλο και λαμπερό. Αυτό απόμεινε ν’ ατενίζει ο Κέι στη διάρκεια της μεγάλης, μεγάλης χειμωνιάτικης νύχτας, και σαν ήρθε η μέρα, αποκοιμήθηκε στα πόδια της Βασίλισσας του Χιονιού.

Harmadik mese, a varázslóasszony virágoskertjéről

Ιστορία τρίτη: Για τον κήπο με τα λουλούδια της Γερόντισσας, που ήξερε από μάγια.

Ugyan mi történt a kis Gerdával, amikor pajtását hiába várta vissza a szánkózásból?

Τι απέγινε όμως η μικρή Γκέρντα από τότε που ο Κέι δεν ξαναγύρισε στο σπίτι;

Hol lehet Kay? — senki sem tudta. A fiúk csak annyit tudtak róla mondani, hogy egy pompás fehér szánhoz kötötte kis szánkóját; befordultak a legközelebbi utcába, aztán eltűntek a város kapuján.

Πού μπορούσε να ‘χε πάει; Κανένας δεν ήξερε, κανένας δεν μπορούσε να δώσει μια πληροφορία. Το μόνο που γνώριζαν τα υπόλοιπα αγόρια, ήταν πως τον είδαν να δένει το έλκηθρό του πάνω σ’ ένα άλλο, μεγαλύτερο και θαυμαστό, που τον οδήγησε στο δρόμο και έξω από την πόλη.

Nem tudta senki, hová röpítette Kayt a szán, sok könnyet ejtettek érte, a kis Gerda sokáig siratta. Később híre futott, hogy Kay meghalt, belefulladt a városszélen kanyargó folyóba. Milyen hosszú és sötét téli napok voltak azok!

Κανείς δεν ήξερε πού βρισκόταν πια. Όλοι έκλαψαν πολύ από τη λύπη τους, κι η μικρή Γκέρντα έκλαψε πικρά πολύ, ώσπου στο τέλος, πίστεψε πως πρέπει να ‘χει πια πεθάνει και πως είχε μάλλον πνιγεί στο ποτάμι που κυλούσε κοντά στην πόλη. Ω! Τι ατέλειωτα και μελαγχολικά βράδια ήταν εκείνα!

Aztán meleg napsütésével egyszer csak beköszöntött a tavasz.

Κάποτε, ήρθε η Άνοιξη με τη ζεστή λιακάδα της.

— Kay elment és meghalt! — panaszolta el a napfénynek Gerda.

«Ο Κέι πέθανε και πάει!» είπε η μικρή Γκέρντα.

— Nem hiszem el! — felelte a napfény.

«Δεν το πιστεύω αυτό,» είπε τότε η λιακάδα.

— Elment és meghalt! — kiáltotta Gerda a fecskéknek.

«Ο Κέι πέθανε και πάει!» είπε η Γκέρντα στα χελιδόνια.

— Nem hisszük el! — csivitelték a fecskék, s végül már a kis Gerda sem hitte el a szomorú hírt.

«Δεν το πιστεύω αυτό,» είπαν εκείνα, και στο τέλος, ούτε η μικρή Γκέρντα το πίστευε πια.

— Felhúzom az új piros cipőmet! — mondta egyik reggel. — Azt, amit még nem látott Kay. Aztán elmegyek a folyóhoz, és azt kérdem meg felőle.

«Θα φορέσω τα κόκκινα παπούτσια μου,» είπε ένα πρωί. «Ο Κέι δεν τα ‘χει δει ποτέ, κι ύστερα θα πάω στο ποτάμι για να ρωτήσω εκεί.»

Kora reggel volt; Gerda megcsókolta az alvó nagyanyját, felhúzta az új piros cipőjét, és nekivágott egymaga az útnak; a város kapuján át a folyóhoz ment.

Ήταν νωρίς το πρωί. Φίλησε τη γιαγιά της, που κοιμόταν ακόμα, φόρεσε τα κόκκινα παπούτσια της και πήγε μονάχη της στον ποταμό.

— Igaz—e, hogy te vetted el az én játszópajtásomat? — kiáltotta oda a víznek. — Neked ajándékozom a szép piros cipőmet, ha visszaadod.

«Είναι αλήθεια πως εσύ μου πήρες τον μικρό μου φίλο; Θα σου χαρίσω τα κόκκινα παπούτσια μου, αν μου τον φέρεις πίσω.»

Úgy látta, mintha a hullámok biztatóan intenének feléje. Akkor lehúzta legféltettebb kincsét, az új piros cipőjét, s beledobta a folyóba, de nem tudta messzire hajítani, hát a hullámok visszasodorták a partra, mintha a folyó nem fogadná el Gerda nagy áldozatát, mert cserében úgysem tudja visszaadni Kayt.

Της φάνηκε τότε πως είδε τα γαλάζια κύματα να γνέφουν μ’ έναν τρόπο παράξενο. Έβγαλε τότε τα κόκκινα παπούτσια της, που ήταν ό,τι πιο πολύτιμο είχε, και τα πέταξε στο ποτάμι. Έπεσαν όμως κοντά στην όχθη, και τα μικρά κύματα τα γύρισαν αμέσως στη στεριά, λες και το ρεύμα δεν ήθελε να πάρει κάτι που ήταν τόσο ανεκτίμητο για την μικρούλα. Στην πραγματικότητα βέβαια, ήταν γιατί δεν είχαν πάρει εκείνα τον μικρό Κέι.

De Gerda azt gondolta, az a baj, hogy nem tudta elég messzire dobni a piros cipőt, ezért beült egy csónakba, amely ott rengett a nádasban, kiült a szélére, s onnan hajította a vízbe. Hanem a csónak nem volt kikötve, s a kislány első mozdulatára megindult a vízen lefelé.

Όμως η Γκέρντα σκέφτηκε πως έφταιγε που δεν τα πέταξε αρκετά μακριά, έτσι σκαρφάλωσε σε μια βάρκα που βρίσκονταν ανάμεσα στα βούρλα, πήγε στην άκρη και πέταξε ξανά τα παπούτσια. Η βάρκα όμως δεν ήταν δεμένη, κι οι κινήσεις της μικρούλας την έκαναν να παρασυρθεί μακριά από την ακτή.

Amikor Gerda észrevette, ki akart szállni belőle, csakhogy a csónak már messze volt a parttól, röpült lefelé a folyón kis utasával.

Μόλις το κατάλαβε, πάσχισε να κάνει κάτι για να τη γυρίσει πίσω, μα η βάρκα είχε φτάσει κιόλας ένα μέτρο μακριά απ’ τη στεριά και γλιστρούσε γρήγορα, ολοένα και πιο μακριά.

A kis Gerda sírva fakadt ijedtében, de nem hallotta meg senki a sírását, csak a verebek, azok meg nem tudtak segíteni rajta, csak kísérték a csónakot, és vigasztalóan csiripelték magasból:
— Itt vagyunk! Itt vagyunk! —

Η μικρή Γκέρντα φοβήθηκε πολύ κι άρχισε να κλαίει, κανείς όμως δεν την άκουγε εκτός από τα χελιδόνια· κι αυτά δεν μπορούσαν να την γυρίσουν πίσω στη στεριά. Πετούσαν μόνο κατά μήκος της όχθης και τραγουδούσαν για να την παρηγορήσουν:
«Εδώ είμαστε! Εδώ είμαστε!»

A csónakot sebesen sodorta az ár, a kis Gerda csöndesen kuporgott a sarkában, csak harisnya volt a lábán; piros cipője ott bukdácsolt a csónak nyomában, de nem érhette utol, mert azt gyorsabban röpítették a hullámok.

Η βάρκα παρασύρθηκε απ’ το ρεύμα, κι η μικρή Γκέρντα κάθισε ακίνητη και ξυπόλυτη. Τα παπούτσια της έπλεαν πίσω από τη βάρκα, δεν μπορούσε όμως να τα φτάσει, γιατί η βάρκα ταξίδευε πολύ πιο γρήγορα από κείνα.

Szép tájak vonultak el mellette mindkét parton, pompázó virágok, öreg fák, lankás domboldalak, ahol tehenek meg birkák legeltek, de embert nem látott sehol.

Οι όχθες, και στις δυο πλευρές του ποταμού, ήταν πανέμορφες γεμάτες υπέροχα λουλούδια, σεβάσμια δέντρα και πλαγιές με πρόβατα κι αγελάδες· ούτε ένας άνθρωπος όμως δεν φαίνονταν πουθενά.

— Talán éppen Kayhoz visz a folyó — reménykedett a kis Gerda, s felderült a kedve. Felállt a csónakban, és órák hosszat nézte a zöldellő partokat;

«Ίσως ο ποταμός με πάει στον μικρό μου Κέι,» είπε, κι λύπη της λιγόστεψε. Σηκώθηκε όρθια κοιτάζοντας για ώρες τις όμορφες πράσινες ακτές.

aztán egy nagy cseresznyéskert felé közeledett a csónak, a kertben kicsi ház állt, szalmatetős, de ablakaiban különös kék meg piros üveg tündökölt, előtte pedig két fakatona őrködött, s tisztelgett a fegyverével a folyó minden utasának.

Τώρα έπλεε κατά μήκος ενός μεγάλου κήπου με κερασιές κι ένα μικρό αγροτόσπιτο με παράξενα κόκκινα και μπλε παράθυρα. Ήταν αχυρένιο, και μπροστά του στέκονταν φρουροί δύο ξύλινοι στρατιώτες, και τέντωναν τα όπλα τους καθώς περνούσε κάποιος.

Gerda kiáltott nekik, mert eleven katonáknak gondolta őket; a fakatonák persze nem válaszoltak. A kislány hamarosan közelebb ért hozzájuk, mert a hullámok a part felé sodorták a csónakot.

Η Γκέρντα τους φώναξε, νομίζοντας πως είναι ζωντανοί, εκείνοι όμως δεν απάντησαν όπως ήταν φυσικό. Πλησίασε κοντά τους, καθώς το ρεύμα παρέσυρε τη βάρκα αρκετά κοντά στη στεριά, και φώναξε πιο δυνατά.

Gerda még nagyobbat kiáltott nekik, mire egy öreg, öreg asszony sántikált elő kampósbotjára támaszkodva a házacskából. Nagy szélű kerti kalap volt a fején, telefestve szebbnél szebb virágokkal.

Μια γερόντισσα βγήκε τότε από το αγροτόσπιτο, ακουμπώντας πάνω σ’ ένα στραβό ραβδί. Φορούσε ένα πλατύγυρο καπέλο, στολισμένο με τα πιο θαυμαστά λουλούδια.

— Szegény gyermek! — mondta szánakozva az öregasszony. — Hogy kerültél a sebes folyó sodrába, amely ilyen messzire röpített? — Azzal belegázolt a vízbe, kampósbotjával kicsáklyázta a csónakot a partra, és kiemelte belőle a kis Gerdát.

«Καημένο παιδί!» είπε η γερόντισσα. «Πώς βρέθηκες μέσα στον μεγάλο ορμητικό ποταμό, να σε παρασύρει έτσι, μακριά στον κόσμο!» Τότε η γερόντισσα μπήκε στο νερό, έπιασε τη βάρκα με το στραβό ραβδί της, την τράβηξε στην ακτή κι έβγαλε έξω την μικρή Γκέρντα.

A kislány örült, hogy szilárd földet érzett a lába alatt, de félt is egy kicsit az ismeretlen öregasszonytól.

Η μικρούλα ήταν τόσο χαρούμενη που βρέθηκε και πάλι στη στεριά, όμως ένιωσε και φόβο βλέποντας την παράξενη γερόντισσα.

— Gyere hát, és mondd meg, ki vagy, és hogy vetődtél ide? — biztatta az a kislányt.

«Έλα όμως και πες μου τώρα, ποια είσαι και πώς βρέθηκες εδώ,» ρώτησε εκείνη.