Η Βασίλισσα του Χιονιού / Снігова королева — w językach greckim i ukraińskim. Strona 2

Grecko-ukraińska dwujęzyczna książka

Χανς Κρίστιαν Άντερσεν

Η Βασίλισσα του Χιονιού

Ганс Крістіан Андерсен

Снігова королева

Η Γκέρντα της τα είπε τότε όλα, κι η γερόντισσα κούνησε το κεφάλι της και είπε:
«Χμμμ! Χμμμ!»
Σαν τα διηγήθηκε όλα η Γκέρντα, τη ρώτησε μήπως είχε δει τον μικρό Κέι. Η γυναίκα απάντησε πως δεν είχε περάσει από κει ως εκείνη τη στιγμή, αλλά σίγουρα θα ερχόταν. Της είπε ακόμα, να μην το βάζει κάτω και στεναχωριέται, αλλά να δοκιμάσει τα κεράσια της και να δει τα λουλούδια της, που ήταν πιο όμορφα κι από κείνα στα βιβλία με τις εικόνες, και κάθε ένα από δαύτα μπορούσε να διηγηθεί μια ολόκληρη ιστορία.

Герда розповідала, а незнайомка хитала головою та гмикала, і на завершення розповіді дівчинка поцікавилась, чи не доводилось їй бачити Кая. Бабуня відказала, що він тут ще не проходив, але, цілком імовірно, може з’явитись незабаром.
— Не сумуй, — сказала вона Герді, — краще скуштуй вишень і помилуйся квітами. Ти таких гарних не бачила в жодній книжці, до того ж кожна з них може розказати власну історію.

Πήρε τότε την Γκέρντα από το χέρι, την οδήγησε μέσα στο αγροτόσπιτο και κλείδωσε πίσω της την πόρτα.

Вона взяла Герду за руку й відвела до будиночка, а потім щільно зачинила двері.


Вікна були дуже високі, оздоблені вітражами з червоного, синього і жовтого скла, тож промені світла, пробиваючись крізь них, мінились усіма кольорами. На столі стояли соковиті вишні, й Герді дозволили з’їсти стільки, скільки вона сама забажає.


Доки вона їла, бабця розчісувала її довгі лляні коси золотим гребінцем, і блискучі кучері вкладалися у зачіску, відтіняючи кругле симпатичне личко, яке свіжістю й квітучістю нагадувало троянду.

«Πόσες φορές λαχτάρησα ένα τέτοιο αξιαγάπητο κοριτσάκι,» είπε η γερόντισσα. «Να δεις πως θα τα πάμε καλά οι δυο μας»

— Я завжди мріяла мати таку милу донечку, як ти, — сказала стара. — Ти мусиш лишитись зі мною. От побачиш, як щасливо ми заживемо разом.

και καθώς βούρτσιζε τα μαλλιά της μικρής Γκέρντας, το κορίτσι άρχισε να ξεχνά τον μικρό της φίλο, τον Κέι, γιατί η γερόντισσα ήξερε από μάγια. Δεν ήταν όμως κάποια κακιά μάγισσα, έκανε μόνο λίγα μάγια για να διασκεδάσει· και τώρα ήθελε τόσο πολύ να κρατήσει κοντά της τη μικρή Γκέρντα.

І доки вона розчісувала Гердині коси, дівчинка потроху забувала свого зведеного брата Кая. Адже бабуня вміла чаклувати — вона не була злою відьмою, а чаклувала зовсім трошки, для власного задоволення. Зараз вона скористалася своїм умінням, щоб затримати Герду.

Γι’ αυτό, πήγε έξω στον κήπο, τέντωσε το στραβό ραβδί της στις τριανταφυλλιές που έστεκαν όμορφα ανθισμένες, κι αυτές βυθίστηκαν μέσα στη γη· κανείς πια δεν θα μπορούσε να μαντέψει πως φύτρωναν άλλοτε εκεί.

Вийшла у сад, махнула ціпком перед трояндовими кущами, і вони миттю зникли під землею, навіть сліду не лишилося.

Η γριά φοβήθηκε πως αν έβλεπε η Γκέρντα τα τριαντάφυλλα, θα σκεφτόταν τα δικά της και θα θυμόταν τον μικρό Κέι, και τότε θα έφευγε μακριά της.

Стара боялася, що якби Герда побачила троянди, вона згадала б рідну домівку, а тоді згадала б і Кая та й утекла.

Την οδήγησε τότε στον κήπο των λουλουδιών. Ω, τι μυρωδιές και τι ομορφιά! Ό,τι λουλούδι μπορούσε κανείς να φανταστεί, από οποιαδήποτε εποχή του χρόνου, βρισκόταν εκεί ολάνθιστο. Κανένα βιβλίο με εικόνες δεν μπορούσε να είναι πιο εύθυμο ή πιο όμορφο από τούτο τον κήπο.

Потім повела Герду погуляти у садок, де цвіло розмаїте квіття. Яке прегарне і запахуще було воно! Усі мислимі квіти, що квітнули в різні пори року, тут буяли розкішним цвітом. У жодній книзі неможливо було знайти кращі кольори.

Η Γκέρντα αναπήδησε από χαρά κι έπαιξε ώσπου ο ήλιος έδυσε πίσω απ’ τις ψηλές κερασιές. Ύστερα, πήγε στο όμορφο κρεβάτι της με το μεταξωτό κόκκινο πάπλωμα, που ήταν γεμάτο μπλε βιολέτες. Αποκοιμήθηκε κι είδε όμορφα όνειρα, όπως μια βασίλισσα τη μέρα του γάμου της.

Герда стрибала з утіхи і гуляла садком, аж сонце зайшло за вишні. Потім вона вмостилась спати на гарненькому ліжку з червоними шовковими подушками, на яких були вишиті фіалки. І сни їй снилися приємні, наче принцесі напередодні весілля.

Το επόμενο πρωί πήγε να παίξει ξανά με τα λουλούδια στη ζεστή λιακάδα, και κάπως έτσι άρχισαν να περνούν οι μέρες. Η Γκέρντα γνώριζε όλα τα λουλούδια.

І наступного дня, й багато-багато днів поспіль Герда бавилася із квітами в садку.

Ήταν αμέτρητα, κι όμως ήταν σίγουρη πως κάποιο έλειπε, αν και δεν ήξερε ποιο.

Вона знала кожну квітку, та їй усе здавалося, ніби щось вона таки пропустила — а що, то й сама не знала.

Μια μέρα, καθώς κοιτούσε το καπέλο της γριάς, το στολισμένο με λουλούδια, ξεχώρισε το πιο όμορφο απ’ όλα, που ήταν ένα τριαντάφυλλο.

Та якогось дня вона розглядала бабусин капелюх, де були намальовані квіти, й помітила, що найгарніша серед усіх — троянда.

Η γριά είχε ξεχάσει να το βγάλει απ’ το καπέλο της όταν εξαφάνισε τα υπόλοιπα μέσα στη γη·

Чаклунка забула прибрати її з капелюха, коли примусила всі троянди зникнути під товщею землі.

αλλά έτσι γίνεται όταν κάποιος δεν είναι προσεκτικός και συγκεντρωμένος.

Дуже важко послідовно дотримуватись задуманого; одна маленька помилка часто руйнує всі наші плани.

«Πώς! Δεν υπάρχουν τριαντάφυλλα εδώ;» είπε η Γκέρντα κι έτρεξε αμέσως ανάμεσα στα παρτέρια, κοίταξε παντού μα δεν υπήρχε ούτε ένα, πουθενά. Έκατσε τότε κάτω κι άρχισε να κλαίει, τα δάκρυά της όμως έπεσαν εκεί ακριβώς που ήταν βυθισμένη μια τριανταφυλλιά. Και καθώς τα ζεστά της δάκρυα πότιζαν το χώμα, η τριανταφυλλιά τινάχτηκε άξαφνα, φρέσκια κι ανθισμένη, όπως ήταν προτού την καταπιεί η γη. Η Γκέρντα φίλησε τα τριαντάφυλλα και θυμήθηκε τα δικά της πίσω στο σπίτι, και μαζί μ’ αυτά, τον μικρό της Κέι.

— Цікаво, чому тут немає троянд? — вигукнула Герда. Вона побігла до квітника, обстежила всі грядки й нічого не знайшла. Тоді вона сіла і заплакала, і її сльози упали на те місце, де під землею була схована троянда. Тепла сльоза змочила землю, і перед нею розпустився пишний трояндовий кущ. Герда обійняла його і поцілувала троянди. Вона подумала про ті ружі, чудові троянди, які вирощувала вдома, і, звісно, згадала про Кая.

«Ω, πόσο καιρό έμεινα εδώ!» είπε το μικρό κορίτσι. «Κι ο σκοπός μου ήταν να ψάξω να βρω τον Κέι! Μήπως ξέρετε πού είναι;» ρώτησε τα τριαντάφυλλα. «Πιστεύετε πως πέθανε και πάει;»

— Ох, як же я забарилася! — зітхнула дівчинка. — Я ж мала вирушити на пошуки Кая. Чи не знаєте ви, де він? — запитала вона у троянд. — Він мертвий?

«Πεθαμένος σίγουρα δεν είναι,» είπαν τα τριαντάφυλλα. «Ήμασταν μέσα στη γη, εκεί που είναι όλοι οι πεθαμένοι, μα ο Κέι δεν ήταν εκεί.»

І троянди відповіли:
— Ні, він не мертвий. Ми були під землею, де лежать усі, хто вже помер. Але Кая серед них немає.

«Σας ευχαριστώ πολύ!» είπε η Γκέρντα, και πήγε στα άλλα λουλούδια, κι άρχισε να ρωτά κοιτάζοντας μέσα στα άνθη τους, «Μήπως ξέρετε πού είναι ο μικρός μου Κέι;»

— Дякую вам, — сказала Герда, підійшла до інших квітів, почала зазирати до їхніх чашечок і прохати: — Скажіть мені, де зараз Кай?

Όλα όμως τα λουλούδια, κάθονταν κάτω απ’ τη λιακάδα κι ονειρεύονταν τα δικά τους παραμύθια. Της είπανε πολλά, κανένα όμως δεν ήξερε για τον Κέι.

Але квіти, що зростали на осонні, мрійливо розказували тільки власні історії — жодна з них не знала нічого про Кая.

Τι είπε το Κρινάκι; Λοιπόν:

Герда почула багато оповідок, бо терпляче нахилялась до кожної квітки.

«Δεν άκουσες το τύμπανο; Μπαμ! Μπουμ! Μονάχα έτσι χτυπά! Πάντα, Μπαμ! Μπουμ! Άκουσε το λυπητερό τραγούδι της γερόντισσας που καλεί τους ιερείς! Η Ινδή γυναίκα με το μακρύ χιτώνα στέκεται πάνω από τον πεθαμένο. Οι φλόγες καίνε, γύρω από κείνη και το νεκρό της σύζυγο, όμως η Ινδή γυναίκα νοιάζεται για κείνον που ζει· εκείνον που η φωτιά των ματιών του τρυπά την καρδιά, περισσότερο κι από τις φλόγες, που σύντομα θα κάνουν το νεκρό σώμα στάχτες. Μπορεί να πεθάνει η φλόγα της καρδιάς στη φωτιά μιας κηδείας;»

— Слухай! — промовила тигрова лілія. — Ти чуєш барабан? «Бам, бам», потім знову і знову «бам, бам». Слухай журливий спів жінок! Слухай голос жерця! У довгому пурпуровому вбранні стоїть вдова біля похоронного багаття. Ось-ось полум’я охопить її та тіло її померлого чоловіка. Але вона думає про живого чоловіка, очі якого горять гарячіше за це полум’я. Та похоронне багаття не зможе загасити вогонь, що палає у серці.

«Δεν καταλαβαίνω τίποτα,» είπε η μικρή Γκέρντα.

— Я тебе зовсім не зрозуміла, — зізналась Герда.

«Αυτή είναι η ιστορία μου,» είπε το Κρινάκι.

— Це була моя історія, — відказала лілія.

Τι είπε η Καμπανούλα;

А що ж розповіла в’юнка березка?

«Εκεί, πάνω από ένα στενό βουνίσιο μονοπάτι, στέκεται ένα παλιό κάστρο. Αειθαλή δέντρα με παχύ κορμό μεγαλώνουν στα ερειπωμένα τείχη και γύρω από το βωμό, εκεί όπου στέκεται μια όμορφη κόρη. Σκύβει πάνω από το φράχτη και κοιτάζει έξω, πάνω απ' τα τριαντάφυλλα. Κανένα τριαντάφυλλο πάνω στα κλαδιά δεν είναι πιο φρέσκο και δροσερό από κείνη, και κανένα άνθος μηλιάς από κείνα που πετούν στον άνεμο, δεν είναι πιο ζωηρό από την όμορφη κόρη! Πως θροΐζει η μεταξένια ρόμπα της στο αεράκι! ‘Δεν ήρθε ακόμα;’»

— Біля он тієї стежинки стоїть старовинний лицарський замок. Плющем обвиті його руїни — кожен камінчик, навіть балкон, на якому стоїть прекрасна панночка. Вона перехилилась через поруччя й вдивляється у дорогу. Вона прекрасніша за найніжнішу з троянд; її хода легша, ніж плин найтендітнішої пелюстки яблуневого квіту. Дорогий шовк її сукні зминається, коли вона перехиляється через поруччя й скрикує: «Невже він не прийде?»

«Τον Κέι εννοείς;» ρώτησε η μικρή Γκέρντα.

— Це ти розказуєш про Кая? — запитала Герда.

«Μιλώ για την ιστορία μου —για το όνειρό μου,» απάντησε η Καμπανούλα.

— Ні, це лише мій сон, — відповіла квітка.

Μετά ήταν ο Γάλανθος. Τι είπε;

А ось що розповів пролісок.

«Ανάμεσα στα δέντρα κρέμεται μια μακριά σανίδα, -μια κούνια. Δυο μικρά κορίτσια κάθονται πάνω της και κουνιούνται πίσω και μπρος. Τα φορέματά τους είναι άσπρα σαν το χιόνι, ενώ μακριές πράσινες μεταξωτές κορδέλες ανεμίζουν από τα καπελάκια τους.

— Між двома деревами натягнута мотузка, а до неї приторочена дощечка — це гойдалка. Дві гарненькі дівчинки у білосніжних сукенках і з яскраво-зеленими стрічками на капелюшках сидять на гойдалці.

Ο αδερφός τους, που είναι μεγαλύτερος, στέκεται όρθιος πάνω στην κούνια. Έχει τυλίξει τα μπράτσα του γύρω από τα σχοινιά για να κρατηθεί γερά, γιατί στο ένα χέρι κρατά μια μικρή κούπα και στο άλλο ένα πήλινο σωλήνα. Φυσά σαπουνόφουσκες. Η κούνια κουνιέται κι οι φούσκες αιωρούνται αλλάζοντας μαγευτικά χρώματα·

Їхній братик, вищий за них, стоїть на гойдалці. Він обхопив мотузку для стійкості, але сам тримає в одній руці мисочку, а в іншій — глиняну трубочку. Хлопчик видуває мильні бульбашки. Гойдалка хитається, і бульбашки летять угору, виблискуючи всіма відтінками.

η τελευταία ακόμα κρέμεται στο σωλήνα και ταλαντεύεται στο φύσημα του αέρα. Η κούνια κουνιέται. Ο μικρός μαύρος σκύλος, ελαφρύς όπως μια σαπουνόφουσκα, πηδά προσπαθώντας να ανέβει κι αυτός στην κούνια. Η κούνια κουνιέται κι ο σκύλος πέφτει κάτω· γαυγίζει και είναι θυμωμένος. Τον κοροϊδεύουν. Η φούσκα σκάει! Μια κούνια, μια φούσκα που σκάει, -τέτοιο είναι το τραγούδι μου!»

Остання з них затримується на кінчикові трубочки й похитується під подувом вітру. Гойдалка хитається далі. І раптом з’являється маленький чорний песик. Він піднімає передні лапки, бо теж хоче залізти на гойдалку. Але рух не спиняється, і песик падає; його це злить, і він починає гавкати. Діти спускаються до нього, а бульбашки лускають. Гойдалка, мильні бульбашки, легка сяюча картинка — ось моя історія.

«Αυτά που λες, μπορεί να είναι πολύ όμορφα, όμως τα λες με τρόπο τόσο μελαγχολικό, άσε που δεν αναφέρεις καθόλου τον Κέι.»
Τι είπε Υάκινθος;

— Це була б дуже гарна оповідь, — сказала Герда, — але ти її розказуєш дуже сумовито, до того ж в ній нема ані слова про мого Кая.
А що розповів гіацинт?

«Ήταν κάποτε τρεις αδερφές, πολύ όμορφες. Το φόρεμα της μιας ήταν κόκκινο, της δεύτερης μπλε και της τρίτης άσπρο. Χόρευαν πιασμένες χέρι-χέρι πλάι στην ήρεμη λίμνη κάτω απ’ το λαμπερό φεγγαρόφωτο. Δεν ήταν νεράιδες, μα θνητά κορίτσια.

— Були собі три красуні-сестри, вродливі та витончені. Одна одягалась у червону сукню, друга носила синю, а третя вбиралась у білу. Вони танцювали при місячному світлі біля плеса озера, з’єднавши свої долоні. І здавалось, ніби вони — казкові ельфи, а не люди.

Μια γλυκιά μυρωδιά απλώθηκε, κι οι κόρες χάθηκαν στο δάσος. Το άρωμα έγινε εντονότερο, και τρία φέρετρα, με τις τρεις πανέμορφες κόρες μέσα τους, γλίστρησαν από το δάσος, μέσα στη λίμνη. Οι λαμπερές πυγολαμπίδες πετούσαν ολόγυρα σα μικρά αιωρούμενα φωτάκια.

Солодкі пахощі квітів оповивали їх. Світлячки кружляли над ними, наче маленькі летючі ліхтарики. Але ким були ці нічні танцівниці?

Κοιμούνται οι μικρές χορεύτριες ή πέθαναν; Η μυρωδιά των λουλουδιών λέει πως είναι πεθαμένες κι η βραδινή καμπάνα χτυπά για τους νεκρούς!»

Чи вони спали, чи вже померли? Вечірній подзвін був по них.

«Με έκανες να λυπηθώ πολύ,» είπε η μικρή Γκέρντα. «Δεν μπορώ τώρα να σταματήσω να σκέφτομαι τις πεθαμένες κόρες. Ω! Είναι ο μικρός μου Κέι στ’ αλήθεια πεθαμένος; Τα ρόδα που πήγανε μέσα στη γη, λένε πως δεν είναι.»

— Яка скорботна історія! — сказала Герда. — Твої пахощі такі сильні, що нагадують мені цих мертвих сестер. Чи ж Кай теж загинув? Троянди були під землею, вони казали, що не стрічали його там.

«Ντινγκ, ντονγκ!» έκαναν τα καμπανάκια του Υάκινθου. «Δεν χτυπούμε για τον μικρό Κέι· δεν τον ξέρουμε. Αυτός είναι ο τρόπος μας να τραγουδούμε, μόνο αυτόν έχουμε.»

— Дзень, дзень, — тендітно відгукнулися дзвоники гіацинта. — Наш подзвін не за Каєм. Ми його не знаємо — співаємо власну пісню, яка нам до душі.

Και η Γκέρντα πήγε στις νεραγκούλες, που κοίταζαν ψηλά ανάμεσα απ’ τα πράσινα γυαλιστερά φύλλα.

Тоді Герда підійшла до квітів жовтцю, що зблискували з-поміж яскраво-зелених листочків.

«Είσαι ένας μικρός λαμπερός ήλιος!» είπε η Γκέρντα. «Πες μου, αν ξέρεις, που μπορώ να βρω τον μικρό μου φίλο.»

— Ви схожі на маленькі яскраві сонечка, — сказала Герда. — Скажіть мені, чи знаєте ви, де я можу знайти свого друга?

Η Νεραγκούλα έλαμψε και κοίταξε ξανά την Γκέρντα. Τι τραγούδι μπορούσε να τραγουδήσει η Νεραγκούλα; Ένα που δε μιλούσε διόλου για τον Κέι.

Квіти жовтцю радісно зблиснули й поглянули на дівчинку. Яку пісеньку могли вони заспівати? Вона була не про Кая.

«Μέσα σε μια μικρή αυλή, ο ήλιος έλαμπε τις πρώτες μέρες της άνοιξης. Οι αχτίδες γλιστρούσαν στους άσπρους τοίχους του γειτονικού σπιτιού, κι εκεί πλάι φύτρωναν δροσερά κίτρινα λουλούδια, λάμποντας σαν χρυσάφι μέσα στις ζεστές ηλιαχτίδες.

— Першого теплого дня весни яскраве сонце кидало свої промені на маленький двір. Його яскраві смуги лягали на білі стіни сусідського будинку, і бутон первоцвіту сяяв, наче золотий, у сонячному промінні.

Μια γιαγιά καθόταν εκεί, κι η εγγονή της είχε μόλις έρθει για μια σύντομη επίσκεψη. Γνωρίζει τη γιαγιά της. Ήταν χρυσάφι, αυθεντικό χρυσάφι εκείνο το ευλογημένο φιλί.

Старенька жінка сиділа на кріслі біля дверей будинку, а її внучка, бідна й вродлива служниця, прийшла до неї на короткі відвідини. Коли вона поцілувала свою бабусю, всюди з’явилось сяяння: від золота серця, розчуленого цим поцілунком; від золотавого ранку; від променів сонця; від пелюсток простенької квітки і від вуст дівчини.

Ορίστε, αυτή είναι η μικρή μου ιστορία,» είπε η Νεραγκούλα.

Ось така моя історія, — розповів жовтець.

«Η φτωχή γιαγιάκα μου!» αναστέναξε η Γκέρντα. «Ναι, θα λαχταράει για μένα, αυτό είναι σίγουρο. Θρηνεί για μένα, όπως θρήνησε και για τον μικρό Κέι. Θα γυρίσω όμως σύντομα στο σπίτι και θα φέρω μαζί μου και τον Κέι. Δεν έχει νόημα να ρωτώ τα λουλούδια, αυτά ξέρουν μόνο τα δικά τους τραγούδια και δεν μπορούν να μου πούνε τίποτα για τον Κέι,»

— Моя старенька бабуся! — зітхнула Герда. — Вона хоче бачити мене і сумує за мною, так само, як за Каєм. Але я повернуся додому і приведу із собою Кая. Мабуть, не варто далі розпитувати квіти. Вони знають тільки власні історії й не зможуть розповісти мені щось важливе.

είπε και σήκωσε το φόρεμά της για να τρέξει πιο γρήγορα. Όμως ένας Νάρκισσος την χτύπησε στο πόδι, καθώς ετοιμαζόταν να πηδήξει από πάνω του. Στάθηκε και κοίταξε το μακρύ κίτρινο λουλούδι. «Μήπως εσύ ξέρεις κάτι να μου πεις;» ρώτησε σκύβοντας κοντά στον Νάρκισσο. Και τι είπε εκείνος;

І вона нахилилась, щоб підігнути сукенку, адже її чекала довга дорога. Та раптом нарцис доторкнувся до її ноги. Дівчинка поглянула на квітку й сказала:
— Може, ти мені щось розкажеш?
Вона ступила ближче до квітки й прислухалась:

«Μπορώ να δω τον εαυτό μου —Μπορώ να δω τον εαυτό μου! Ω, τι μυρωδάτος που είμαι! Εκεί ψηλά, στη μικρή σοφίτα, στέκεται μισοντυμένη μια μικρούλα χορεύτρια. Στέκεται τώρα στο ένα πόδι, τώρα και στα δυο. Περιφρονεί όλο τον κόσμο και ζει μονάχα μέσα στη φαντασία.

— Я бачу себе! Я бачу себе! — промовив нарцис. — Ох, який духмяний мій аромат! У маленькій кімнаті з арковим вікном стоїть маленька танцівниця. Вона подеколи зводиться на одній ніжці, подеколи на двох, і виглядає так, ніби до її ніг повинен упасти весь світ.

Ρίχνει νερό απ’ την τσαγιέρα πάνω σε κάτι που κρατά στο χέρι· είναι το κορσάζ της. Η καθαριότητα είναι σπουδαίο πράγμα. Το λευκό φόρεμα κρέμεται στο γάντζο. Πλύθηκε μέσα στην τσαγιέρα και στέγνωσε στην σκεπή.

Вона поливає водою із чайника клаптик тканини, який тримає у руках; це її трико. «Чистота — це важливо», — каже вона. Її біла сукенка на вішачку; вона також випрала її й висушила на даху.

Το φοράει, δένει ένα βαθύ-κίτρινο μαντήλι στο λαιμό, και το φόρεμα δείχνει ακόμα πιο άσπρο. Μπορώ να δω τον εαυτό μου —Μπορώ να δω τον εαυτό μου!»

Вона вбралась, зав’язала на шию шафранову хустинку, яка ще більше відтінила білосніжну сукенку. Поглянь, як вона витягує ніжки, стрункі, немов стебла. Я бачу себе! Я бачу себе…

«Αυτό δεν μου λέει τίποτα. Τι με νοιάζει εμένα;» είπε κι έτρεξε στην πιο μακρινή άκρη του κήπου.

— Навіщо я все це слухаю? — здивувалась Герда. — Не варто більше витрачати час.
І вона побігла до іншого кінця саду.

Η πόρτα ήταν κλειδωμένη, όμως ταρακούνησε το σκουριασμένο μάνταλο ώσπου χαλάρωσε, κι η πύλη άνοιξε. Κι η μικρή Γκέρντα άρχισε να τρέχει ξυπόλητη.

Хвіртка була замкнена, але дівчинка налягла на заіржавілу клямку, і вона піддалась. Дверцята рвучко відчинились, і Герда босоніж вибігла з квітника.

Κοίταξε γύρω τρεις φορές, όμως κανείς δεν την ακολουθούσε. Στο τέλος, δεν μπορούσε πια να τρέξει άλλο και κάθισε πάνω σε μια μεγάλη πέτρα. Σαν κοίταξε γύρω της, είδε πως το καλοκαίρι είχε περάσει· ήταν προχωρημένο φθινόπωρο, μα δεν το είχε προσέξει μέσα στον όμορφο κήπο, εκεί που ήταν συνεχώς λιακάδα κι υπήρχαν λουλούδια ολογυρίς το χρόνο.

Вона тричі озиралась, але її ніхто не переслідував. Зрештою вона вибилась із сил, тож присіла відпочити на великому камені. Саме зараз вона помітила, що літо вже давно скінчилось, і повноправною володаркою стала осінь. Герда нічого не знала, доки мешкала біля прекрасного квітника, де пригрівало сонце й буяли квіти цілісінький рік.

«Ω Θεέ μου, πόσο καιρό έμεινα εκεί!» είπε η Γκέρντα. «Ήρθε το φθινόπωρο. Δεν πρέπει να χάσω άλλο καιρό,» και σηκώθηκε να προχωρήσει.

— Лишенько, скільки ж часу я змарнувала! — гірко зітхнула Герда. — Уже осінь. Я не маю часу відпочивати!
І вона підвелася.

Ω, πόσο τρυφερά και κουρασμένα ήταν τα ποδαράκια της! Όλα γύρω έμοιαζαν τόσο κρύα κι έρημα. Τα μακριά φύλλα της ιτιάς ήταν κίτρινα κι έσταζαν ομίχλη σα να ήτανε νερό. Το ένα φύλλο έπεφτε μετά το άλλο, μονάχα οι αγριοδαμασκηνιές έστεκαν γεμάτες φρούτα.

Її маленькі ніженьки боліли, а довкола було так холодно й незатишно. Вербове листя пожовтіло. Почалась мжичка, листя опадало з дерев, і лиш на терені були терпкі ягоди.

Ω, πόσο σκοτεινά κι απαρηγόρητα ήταν εκεί έξω στον ζοφερό κόσμο!

Світ здавався насупленим і понурим.

Ιστορία τέταρτη: Ο Πρίγκιπας και η Πριγκίπισσα

Розділ четвертий. Принц і принцеса

Η Γκέρντα κάθίσε για να ξεκουραστεί και πάλι, όταν είδε, ακριβώς απέναντί της, να καταφθάνει ένα μεγάλο κοράκι πηδώντας πάνω στο άσπρο χιόνι. Κοιτούσε από ώρα την Γκέρντα και κουνούσε το κεφάλι.
«Κρα! Κρά!» είπε. Καλημέρα!

Герда стомилася і сіла перепочити, аж поруч з’явився великий крук. Він підстрибом походжав по снігу неподалік дівчинки. Згодом крук спинив на ній свій погляд, а тоді повернув голову й промовив:
— Кар, кар! Добр-р-рого дня!

Καλημέρα! δηλαδή, μα δεν μπορούσε να το πει καλύτερα. Συμπάθησε πολύ το μικρό κορίτσι και το ρώτησε πού πήγαινε έτσι ολομόναχο.

Він намагався вимовляти слова якомога розбірливіше, бо хотів бути ввічливим. Потім він поцікавився, чому вона сама-самісінька блукає білим світом.

Η Γκέρντα κατάλαβε αρκετά καλά τη λέξη ολομόναχη, κι ένιωσε τη συμπάθειά του. Έτσι, είπε στο Κοράκι όλη την ιστορία της και το ρώτησε μήπως είχε δει κάπου τον Κέι.

Герда добре знала, що означає «сама-самісінька». Тож вона розповіла крукові про свої пригоди і запитала, чи не бачив він Кая.
Крук дуже серйозно кивнув головою і мовив:

Το Κοράκι κούνησε το κεφάλι πολύ σοβαρά και είπε:
«Μπορεί —Μπορεί!»

— Можливо, й так, — цілком можливо.

«Τι; Στ’ αλήθεια νομίζεις πως τον είδες;» φώναξε το μικρό κορίτσι κι αγκάλιασε το Κοράκι, τόσο σφιχτά που κόντεψε να το πεθάνει στα φιλιά.

— Невже! Ви й справді його бачили? — закричала Герда й на радощах кинулась цілувати крука.

«Ήρεμα, ήρεμα,» είπε το Κοράκι. «Νομίζω πως ξέρω. Νομίζω πως μπορεί να είναι ο μικρός Κέι. Μα τώρα πια ξέχασε για χάρη της Πριγκίπισσας.»

— Спокійно, спокійно, — відказав крук. — Певно, що бачив. Думаю, це міг бути Кай. Але в такому разі він про тебе зовсім забув, адже він зараз у принцеси.

«Ζει με μια Πριγκίπισσα;» ρώτησε η Γκέρντα.

— Він живе у принцеси? — здивувалась Герда.

«Ναι -Άκου,» είπε το Κοράκι, «…όμως, είναι κάπως δύσκολο για μένα να μιλήσω στη γλώσσα σου. Αν καταλαβαίνεις τη γλώσσα των Κορακιών, θα μπορέσω να στα πω καλύτερα.»

— Так, слухай, — відповів крук. — Але мені дуже важко розмовляти твоєю мовою. Якби ти говорила моєю, воронячою, я б міг тобі все до пуття пояснити. Ти знаєш воронячу мову?

«Όχι, δεν την έχω μάθει,» είπε η Γκέρντα. «Όμως η γιαγιά μου την καταλαβαίνει, και μπορεί να μιλήσει και κορακίστικα. Μακάρι να τα είχα μάθει.»

— На жаль, я її ніколи не вивчала, — сказала Герда. — Але моя бабуся розуміла її й подеколи говорила на ній зі мною. Шкода, що я не знаю воронячої.

«Δεν πειράζει,» είπε το Κοράκι. «Θα σου τα πω όσο καλύτερα μπορώ, μα η προφορά μου θα είναι αρκετά άσχημη.» Κι έτσι άρχισε να της λέει όλα όσα ήξερε.

— Ну, то пусте, — заспокоїв дівчинку крук. — Поясню, як зможу, хоч би й не дуже до ладу.
І крук заходився розповідати Герді історію, яку чув.

«Σ’ αυτό εδώ το βασίλειο, ζει μια Πριγκίπισσα που είναι πολύ-πολύ έξυπνη. Έχει διαβάσει όλες τις εφημερίδες, ολόκληρου του κόσμου, κι ύστερα κατάφερε να τις ξεχάσει πάλι· τόσο έξυπνη είναι.

— У нашому королівстві живе принцеса, настільки розумна, що прочитала всі газети на світі, ну, і забула їх теж, хоча вона й розумна.

Τελευταία, καθώς λένε, καθόταν στο θρόνο της —που δεν είναι και πολύ ευχάριστη υπόθεση- όταν άρχισε να μουρμουρίζει ένα παλιό τραγούδι· πήγαινε κάπως έτσι: ‘Ω, γιατί να μην παντρευτώ;’ ‘Αυτό το τραγούδι έχει τη σημασία του’ είπε, κι έτσι, αποφάσισε να παντρευτεί.

І ось якось вона сиділа на своєму троні, який — кажуть люди — не настільки то й зручний, як про нього думають. Так от, принцеса сиділа й почала наспівувати пісеньку, що починається словами: «І чому б мені не вийти заміж?»

Έπρεπε όμως να πάρει έναν σύζυγο που να ξέρει ν’ απαντά κάθε φορά που θα τον ρωτούσε κάτι, κι όχι κάποιον που θα κοιτούσε αμίλητος σα να ήταν καμιά σπουδαία προσωπικότητα· είναι τόσο κουραστικό αυτό.

— Справді, чому б не вийти? — мовила вона і твердо вирішила вийти заміж одразу, як знайде нареченого. Її обранець має знати, що й коли казати, і не бути надміру пихатим, бо це занудно.

Μάζεψε λοιπόν όλες τις κυρίες της αυλής, και σαν άκουσαν αυτές την πρόθεσή της, ευχαριστήθηκαν πολύ και είπαν: ‘Χαιρόμαστε πολύ που το ακούμε· αυτό σκεφτόμασταν κι εμείς για σένα.’ Μπορείς να πιστέψεις κάθε λέξη που σου λέω,» είπε το Κοράκι, «γιατί έχω μια αγαπημένη που είναι κατοικίδια και χοροπηδά μέσα στο παλάτι ελεύθερη· αυτή μου τα είπε όλα αυτά.

Тож принцеса ударила в барабан і скликала свій почет. І коли фрейліни почули про ці наміри, то дуже зраділи.
— Ми страшенно раді чути це, — сказали вони, — ми вже давно про це балакали.
Тут крук зупинив розповідь.
— Усе, що я кажу, — щира правда, повір мені. Моя кохана служить у палаці придворною пташкою — вільно ходить, де собі забажає. Вона й розповіла мені цю історію.


Звісно, кохана крука була вороною, адже кожен шукає собі пару на власний штиб.

«Στις εφημερίδες δημοσιεύτηκε αμέσως ένα περίγραμμα καρδιάς με τα αρχικά της Πριγκίπισσας, και μέσα εκεί έγραφε ότι, κάθε εμφανίσιμος νέος μπορούσε να πάει στο παλάτι ελεύθερα και να μιλήσει στην Πριγκίπισσα. Κι εκείνος που θα μιλούσε τόσο σοφά όσο έδειχνε στην όψη, αυτόν θα διάλεγε η Πριγκίπισσα για σύζυγό της.

— Газети без зволікань опублікували принцесине оголошення. Там ішлося про те, що кожен привабливий юнак може вільно прийти до палацу й поспілкуватись із принцесою. І ті з претендентів, що зарекомендують себе як найбільш красномовні й не нітитимуться від пишноти палацу, отримують можливість позмагатись за право стати чоловіком принцеси.

«Ναι, Ναι,» είπε το Κοράκι, «πρέπει να το πιστέψεις. Είναι αλήθεια όσο και το ότι βρίσκομαι τώρα εδώ. Κατέφθασαν άνθρωποι πολλοί, πλήθη ολάκερα. Συνωστίζονταν και βιάζονταν, όμως κανείς τους δεν τα κατάφερε, ούτε την πρώτη, ούτε τη δεύτερη μέρα.

Так-так, можеш мені повірити, це така ж правда, як те, що я сиджу тут, — крук вів свою оповідь далі. — Людей напхалася сила-силенна. Претендентів було так багато, що годі проштовхнутись, але все одно ні першого, ні другого дня гідних не знайшлося.

Όλοι τους ήξεραν να μιλούν αρκετά καλά σαν ήταν έξω στον δρόμο. Όταν όμως περνούσαν τις πύλες του παλατιού κι έβλεπαν τον φρουρό πλούσια ντυμένο μέσα στο ασήμι, τους χρυσοντυμένους λακέδες να στέκονται στις σκάλες, και τις μεγάλες φωτεινές αίθουσες, τότε τα έχαναν. Κι όταν στέκονταν μπροστά στο θρόνο της Πριγκίπισσας, δεν έκαναν άλλο απ’ το να επαναλαμβάνουν την τελευταία λέξη που είχαν ξεστομίσει· πόσο αδιάφορο ήταν να τους ακούει να λένε ξανά και ξανά την ίδια λέξη.

Всі були героями, поки стояли надворі, — говорили так, що не переслухати. Але тільки-но вони заходили до палацової брами і бачили охорону в срібних мундирах, а потім лакеїв у золотих лівреях на сходах, та ще й велику пишну залу, як їм ніби мову одтинало. І коли вони стояли перед троном, де сиділа принцеса, єдине, на що вони були здатні, — повторювати останні вимовлені нею слова. А принцесі, звісно, не було від того втіхи.

Θα έλεγε κανείς πως οι άνθρωποι μαγεύονταν σαν έμπαιναν εκεί μέσα, κι έπεφταν σε έκσταση μέχρι να ξαναβγούν στο δρόμο. Γιατί τότε —ω, τότε- έβρισκαν μια χαρά την ικανότητά τους να φλυαρούν και πάλι.

Складалося враження, ніби вони перебували під дією якихось гальмівних чарів, що діяли в палаці, адже дар мовлення повертався до них тільки тоді, коли вони виходили на вулицю.

Μια ολόκληρη ουρά από δαύτους στεκόταν από τις πύλες της πόλης ίσαμε το παλάτι. Ήμουν κι εγώ εκεί και είδα,» είπε το Κοράκι. «Γρήγορα άρχιζαν να πεινούν και να διψούν, όμως από το παλάτι δεν τους έδιναν τίποτα, ούτε ένα ποτήρι νερό.

Від брами міста до палацу тягнулась довжелезна черга з претендентів на руку й серце принцеси. Я і сам ходив подивитись на них, — сказав крук. — Вони були голодні й хотіли пити, бо не мали звідки взяти бодай склянку води.

Κάποιοι από τους πιο έξυπνους, είναι αλήθεια, είχαν πάρει ψωμί και βούτυρο μαζί τους, κανένας τους όμως δεν το μοιραζόταν με τον διπλανό του, γιατί σκέφτονταν: ‘Άστον να μοιάζει πεινασμένος, κι έτσι η Πριγκίπισσα δεν θα τον δεχτεί.»

Наймудріші взяли з собою кілька скибок хліба з маслом, але з сусідами не ділилися. Претенденти думали так: якщо принцеса побачить їх знеможеними, вони матимуть більше шансів на перемогу.

«Όμως ο Κέι —ο μικρός μου Κέι,» είπε η Γκέρντα, «…πότε ήρθε; Ήταν ανάμεσα σ’ όλους αυτούς;»

— А Кай? Розкажи мені про Кая! — попрохала Герда. — Він був у цьому натовпі?

«Υπομονή, υπομονή, όπου να ‘ναι θα φτάσουμε κι εκεί. Ήταν η Τρίτη ημέρα, όταν έφτασε κάποιος χωρίς άλογο ή άμαξα, και βαδίζοντας με τόλμη ήρθε ως το παλάτι. Τα μάτια του έλαμπαν όπως τα δικά σου, κι είχε όμορφα μακριά μαλλιά, τα ρούχα του όμως ήταν πολύ φθαρμένα.»

— Не поспішай так, ми вже дійшли до нього. Це сталось на третій день. Без коней, не в кареті, а пішки, зате з відчуттям власної гідності до палацу крокував один хлопчина. Його очі сяяли, як твої; він мав чудове довгасте волосся, але вбраний був у дуже пошарпаний одяг.

«Αυτός ήταν ο Κέι,» φώναξε η Γκέρντα με φωνή πλημμυρισμένη από χαρά. «Τώρα τον βρήκα!» κι άρχισε να χτυπά χαρούμενη τα χέρια της.

— Це був Кай! — радісно сказала Герда. — О, я нарешті знайшла його! — і дівчинка заплескала в долоні.

«Είχε κι ένα μικρό σακίδιο στην πλάτη,» είπε το Κοράκι.

— У нього на спині був маленький ранець, — додав крук.

«Όχι, αυτό ήταν σίγουρα το έλκηθρό του,» είπε η Γκέρντα. «Γιατί όταν έφυγε, είχε μαζί το έλκηθρό του.»

— Та ні, в нього з собою були тільки санчата, — заперечила Герда, — адже він зник разом із ними.

«Μπορεί και να ήταν,» είπε το Κοράκι. «Δεν τον εξέτασα δα με τόση λεπτομέρεια. Ξέρω όμως από την κατοικίδια αγαπημένη μου, ότι σαν έφτασε στην αυλή του παλατιού και είδε τον φρουρό μέσα στο ασήμι, και τους λακέδες στα χρυσά πάνω στη σκάλα, δεν τα ‘χασε καθόλου. Κούνησε το κεφάλι και τους είπε:

— Може, й так, — погодився крук. — Я дуже не приглядався. Але я знаю від своєї коханої, що він увійшов до палацової брами, побачив охорону в срібних мундирах, і лакеїв у золотих лівреях, що стояли на сходах, але не знітився ані на крихту.

‘Πρέπει να ‘ναι πολύ κουραστικό να στέκεσαι έτσι στις σκάλες· εγώ πάλι, λέω να πάω μέσα.’

«Певно, це дуже стомлює — весь час стояти на сходах, — промовив він. — Я ліпше увійду».

Τα σαλόνια αστραποβολούσαν λάμψη, μυστικοί σύμβουλοι κι εξοχότητες κυκλοφορούσαν τριγύρω και φορούσανε χρυσά κλειδιά. Ο καθένας θα μπορούσε να νιώσει άβολα σε τέτοιο περιβάλλον. Οι μπότες του νέου έτριξαν δυνατά, όμως εκείνος δεν φοβήθηκε καθόλου.»

Зала сяяла від запалених свічників. Радники й посли ходили босі, а в руках тримали позолочений посуд. Коли він увійшов, його черевики голосно рипнули, але це його теж не збентежило.

«Αυτός είναι ο Κέι στα σίγουρα,» είπε η Γκέρντα. «Ξέρω πως φορούσε καινούργιες μπότες, τις έχω ακούσει να τρίζουν στο δωμάτιο της γιαγιάς.»

— Це точно Кай, — сказала Герда. — У нього були нові черевики, я чула, як вони риплять, коли він заходив до бабусиної кімнати.

«Ναι, έτριξαν,» είπε το Κοράκι. «Πήγε τότε με τόλμη στην Πριγκίπισσα, που καθόταν πάνω σ’ ένα μαργαριτάρι τόσο μεγάλο, σα μια μεγάλη ρόδα. Όλες οι κυρίες της αυλής, με τις συνοδούς τους και τις συνοδούς των συνοδών, και όλοι οι ιππότες, με τους ευγενείς τους και τους ευγενείς των ευγενών, στέκονταν τριγύρω. Κι όσο πιο κοντά της στέκονταν, τόσο πιο υπερήφανοι έδειχναν,

— Вони й справді рипіли, — погодився крук, — навіть коли він сміливо зайшов до покоїв принцеси, де вона сиділа на перлині завбільшки з колесо від прядки. Там були присутні всі її фрейліни зі служницями й усі лицарі з прислужниками; та ще й кожна служниця мала біля себе власну покоївку, а кожен лицарів прислужник стояв поруч із власним пажем. І весь цей почет колом оточив принцесу, і чим ближче вони стояли до дверей, тим більше цим пишались.

δεν μπορούσες ούτε να τους κοιτάξεις· τόση ήταν η υπεροψία τους.

Неповороткі пажі, яких ніколи не докличешся, дуже гордо стояли біля самих дверей.

«Πρέπει να ήταν τρομερό,» είπε η Γκέρντα. «Κι ο Κέι, έφτασε στην Πριγκίπισσα;»

— Оце так зібрання, — похитала Герда. — А що ж Кай? Він завоював серце принцеси?

«Αν δεν ήμουν Κοράκι, θα είχα πάρει την Πριγκίπισσα για τον εαυτό μου, αν κι είμαι λογοδοσμένος. Λέγεται πως τα είπε τόσο καλά, όσο τα λέω κι εγώ όταν μιλώ την γλώσσα των Κορακιών· αυτό το έμαθα από την ήμερη αγαπημένη μου.

— Якби я не був круком, — зізнався співрозмовник дівчинки, — я й сам би з нею одружився, незважаючи навіть на те, що я вже заручений. Але, мушу відзначити, що й він говорив так само вишукано, як я (коли, звісно, балакаю воронячою мовою). Про це мені розповіла моя кохана.

Ήταν τολμηρός και με καλούς τρόπους. Δεν είχε έρθει να φλερτάρει την Πριγκίπισσα, αλλά μόνο για ν’ ακούσει τη σοφία της. Του άρεσε, κι εκείνος άρεσε σ’ εκείνη.»

Він почувався цілком вільно й створив приємне враження, до того ж сказав, що прийшов сюди не свататись до принцеси, а послухати її мудру бесіду. Словом, вони сподобались одне одному.

«Ναι, ναι, στα σίγουρα αυτός ήταν ο Κέι,» είπε η Γκέρντα. «Ήταν τόσο έξυπνος, μπορούσε να λογαριάζει ακόμα και κλάσματα μέσα στο μυαλό του. Ω, θα με πάρεις μαζί σου στο παλάτι;»

— О, це й справді був Кай, — сказала Герда. — Він такий розумник; він навіть уміє подумки додавати й віднімати, а ще знає дроби. Скажи, ти зможеш провести мене до палацу?

«Εύκολο να το λες,» απάντησε το Κοράκι. «Μα πώς θα το καταφέρουμε; Πρέπει να μιλήσω στην ήμερη αγαπημένη μου γι’ αυτό, πρέπει να μας συμβουλεύσει. Γιατί απ’ όσο μπορώ να πω, ένα μικρό κορίτσι σαν κι εσένα δεν θα πάρει ποτέ την άδεια να μπει μέσα στο παλάτι.»

— Це не так просто, як хотілося б, — відповів крук. — Але я можу попросити про допомогу в моєї коханої. Може, вона щось порадить. Але, гадаю, дістати дозвіл, щоб потрапити до палацу, для такої маленької дівчинки, як ти, буде дуже складно.

«Ω, ναι! Εγώ θα την πάρω,» είπε η Γκέρντα. «Όταν ακούσει ο Κέι πως είμαι εκεί, θα έρθει αμέσως έξω να με βρει και να με πάρει μέσα.»

— Звісно. Але я певна, що з дозволом проблем не буде, — сказала Герда. — Щойно Кай дізнається, що я тут, він одразу ж прийде і забере мене.

«Περίμενέ με και μην το κουνήσεις από δω,» είπε το Κοράκι, κι αφού κούνησε το κεφάλι του πίσω μπρος, πέταξε μακριά.

— Що ж, тоді чекай мене тут, біля огорожі, — сказав крук, кивнув головою на прощання і полетів.

Το βράδυ κόντευε κιόλας να περάσει, όταν το Κοράκι επέστρεψε.
«Κρά! Κρά!» είπε. «Σου στέλνει τα χαιρετίσματά της. Ορίστε κι ένα ψωμάκι για σένα· το πήρε απ’ την κουζίνα, όπου υπάρχει αρκετό ψωμί. Σίγουρα θα πεινάς.

Коли він повернувся, уже звечоріло.
— Кар, кар, — звернувся крук до Герди. — Моя кохана передавала тобі вітання, а ще послала ось цей клунок. Вона взяла його на кухні, тут є хліб, — ти ж, напевно, зголодніла.

Λοιπόν, είναι αδύνατον να μπεις στο παλάτι έτσι ξυπόλητη που είσαι. Οι ασημοντυμένοι φρουροί και οι λακέδες στα χρυσά δεν θα το επιτρέψουν. Όμως μην κλαις, γιατί παρ’ όλα αυτά, θα τα καταφέρουμε. Η αγαπημένη μου γνωρίζει μια πίσω σκάλα που οδηγεί στην κρεβατοκάμαρα, και ξέρει που θα βρει το κλειδί της.»

Увійти до палацу через парадний вхід ти не зможеш. Охорона в срібних мундирах і лакеї в золотих лівреях тебе не пустять. Але не плач, ми придумаємо щось інше. Моя кохана знає потайні сходи, що ведуть до спальних покоїв, а ще вона зможе дістати ключ.

Έτσι πήγαν στον κήπο πλάι στον μεγάλο δρόμο, εκεί που το ένα φύλλο έπεφτε μετά το άλλο. Κι όταν λίγο-λίγο έσβησαν τα φώτα στο παλάτι, το Κοράκι οδήγησε την Γκέρντα στην πίσω πόρτα, που έστεκε μισάνοιχτη.

Вони увійшли до саду широкою алеєю, де з дерев опадало листя, і бачили, як у палаці поступово гасять світло. Крук провів Герду до чорного входу — двері були прочинені.

Ω, με πόση αγωνία και λαχτάρα χτυπούσε η καρδιά τώρα της Γκέρντα! Σα να ήταν έτοιμη να κάνει κάποιο μεγάλο λάθος, κι όμως, το μόνο που την ένοιαζε ήταν να μάθει αν ήταν εκεί ο μικρός Κέι.

Сердечко Герди гупало так, наче хотіло вискочити з грудей. Вона відчувала тривогу й нетерпіння, ніби збиралась зробити щось заборонене. Але понад усе їй хотілося знайти Кая.

Ναι, εκεί πρέπει να ήταν. Έφερε στο μυαλό της τα έξυπνά του μάτια και τα μακριά μαλλιά του, τόσο ζωηρά, που νόμιζε πως τον έβλεπε να γελά, όπως τότε, που κάθονταν οι δυο τους κάτω απ’ τις τριανταφυλλιές πίσω στο σπίτι.

«Це мусить бути він, — думала дівчинка, — адже в нього теж ясні очі й довге волосся». Вона уявляла собі його усмішку — так він усміхався до неї, коли вони разом сиділи у трояндовому садочку.