Снігова королева / Η Βασίλισσα του Χιονιού — in Ukrainian and Greek

Ukrainian-Greek bilingual book

Ганс Крістіан Андерсен

Снігова королева

Χανς Κρίστιαν Άντερσεν

Η Βασίλισσα του Χιονιού

З ілюстраціями Вільгельма Педерсена.

Розділ перший. Розбите дзеркало

Ιστορία πρώτη: Που Μιλά για έναν Καθρέφτη και τα Κομμάτια του

Щоб сягнути кінця цієї історії, спершу нам слід опинитися на її початку. А починається вона зі злого троля — він був лихий і підступний, справжнє породження темних сил.

Λοιπον, ας αρχισουμε. Όταν φτάσουμε στο τέλος της ιστορίας, θα ξέρουμε περισσότερα, όμως… ας ξεκινήσουμε καλύτερα. Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα πονηρό ξωτικό, κι ήταν πράγματι το πιο κακό απ’ όλα τα ξωτικά.

Якось був у нього гарний настрій, от він узяв та й створив дзеркало, що применшувало відображення доброго й прекрасного, а натомість непомірно збільшувало злі та потворні речі й вчинки.

Μια μέρα, που είχε μεγάλα κέφια, έφτιαξε έναν καθρέφτη με δυνάμεις μαγικές: Ό,τι καλό και όμορφο καθρεφτιζόταν μέσα του, έδειχνε κακό και δυστυχισμένο, ενώ ό,τι ήταν άχρηστο κι άσχημο, η ασχήμια του μεγάλωνε.

Найчарівніші пейзажі у ньому були нудними, наче варений шпинат, а люди у дзеркалі виглядали огидними — здавалося, ніби вони стоять на голові або зовсім не мають тіла. Їхні обличчя були настільки викривлені, що ніхто не міг їх упізнати, і якщо на носі була одненька плямка, то здавалось, ніби все обличчя було покрите ластовинням.

Τα πιο όμορφα τοπία έμοιαζαν με βραστό σπανάκι μέσα στον καθρέφτη, κι οι ομορφότεροι άνθρωποι έδειχναν τέρατα ή φαίνονταν να στέκονται ανάποδα, με το κεφάλι κάτω και τα πόδια επάνω. Τα πρόσωπά τους παραμορφώνονταν τόσο πολύ που γίνονταν αγνώριστα, κι αν κάποιος είχε μια κρεατοελιά στη μύτη, να είστε σίγουροι πως θα ‘δειχνε τόσο μεγάλη, που θ’ απλώνονταν σ’ όλη του τη μύτη, μα και το στόμα.

Троль вважав, що його витвір був неперевершений. Кожну добру й праведну думку дзеркало викривлювало, і троль реготав, задоволений своїм творінням.

«Σπουδαία πλάκα!» είπε το ξωτικό. Κάθε φορά που κάποιος άνθρωπος έκανε μια καλή σκέψη, ο καθρέφτης γελούσε με μια απαίσια γκριμάτσα· και το ξωτικό γελούσε με την καρδιά του με την πανέξυπνη εφεύρεσή του.

Усі, хто ходив у школу лиходія — а в нього була своя школа — розповідали про те диво й запевняли, що вперше можна побачити, якими насправді є світ і людство.

Όλα τα ξωτικά που πήγαιναν στο σχολείο του —γιατί είχε σχολείο ξωτικών- έλεγαν το ένα στο άλλο πως κάποιο θαύμα έγινε, και τώρα μπορούσαν να δουν πώς έμοιαζε στ’ αλήθεια ο κόσμος· έτσι νόμιζαν δηλαδή.

Дзеркало возили по всьому світові, аж на землі вже не лишилося людей, котрі не знали про нього.

Πήραν τον καθρέφτη κι άρχισαν να πηγαίνουν παντού, ώσπου στο τέλος, δεν έμεινε τόπος ή άνθρωπος να μην έχει παραμορφωθεί μέσα στο γυαλί του.

Учні лиходія навіть хотіли злетіти на небо, щоб побачити у дзеркалі янголів, та що вище вони піднімалися, то тяжчим ставало дзеркало, аж врешті вислизнуло з їхніх рук, впало на землю й розбилось на мільйони крихітних друзок.

Έτσι σκέφτηκαν να πετάξουν ψηλά στον ουρανό για να σπάσουν μεγαλύτερη πλάκα. Όσο πιο ψηλά πετούσαν με τον καθρέφτη, τόσο πιο τρομακτικά γελούσε αυτός· με το ζόρι τον κρατούσαν. Πήγαιναν όλο και πιο ψηλά καθώς πετούσαν, όλο και πιο κοντά στ’ αστέρια, όταν άξαφνα ο καθρέφτης τραντάχτηκε τόσο δυνατά απ’ το χαιρέκακο γέλιο του, που έφυγε απ’ τα χέρια τους κι έπεσε στη γη.


Έσπασε τότε σ’ εκατό εκατομμύρια κομμάτια, κι ακόμα περισσότερα, κι η δύναμή του έγινε τότε πιο κακιά και τρομερή από πριν.

Уламки ті були завбільшки з піщинку, й вітер розвіяв їх по цілому світу. Коли якась із цих крихітних скалок потрапляла в око, то людина починала бачити все спотвореним або ж помічала лише найгірші риси того, на що дивилася, адже навіть найменший уламок зберігав властивості, притаманні цілому дзеркалу.

Γιατί μερικά απ’ τα κομμάτια, που ήταν μικρά σαν τους κόκκους της άμμου, τα σκόρπισε ο άνεμος σ’ όλο τον κόσμο, ώσπου μπήκαν μέσα στα μάτια των ανθρώπων κι έμειναν εκεί. Και τότε, οι άνθρωποι άρχισαν να τα βλέπουν όλα παραμορφωμένα, όπως ο κακός καθρέφτης, με τα δύο ή και με το ένα μάτι. Αυτό συνέβη γιατί ακόμα και το μικρότερο κομμάτι είχε την ίδια κακιά δύναμη που ‘χε ολόκληρος ο καθρέφτης.

А декому скалки дзеркала уп’ялись у самісіньке серце, і це було жахливо, бо відтоді серце тієї людини замерзало, наче крижинка.

Μάλιστα μερικά θραύσματα, χώθηκαν μέσα στην καρδιά κάποιων ανθρώπων, κι αυτοί αναρίγησαν γιατί η καρδιά τους έγινε πάγος.

Декотрі уламки були такі великі, що з них поробили шибки; і краще було б ніколи не дивитись крізь ці вікна на друзів.

Κάποια άλλα από τα σπασμένα κομμάτια ήταν τόσο μεγάλα που τα χρησιμοποίησαν για τζάμια στα παράθυρα, και κανείς δεν μπορούσε να διακρίνει πια τους φίλους του σαν κοιτούσε από μέσα τους.

З інших фрагментів зробили окуляри, і люди, що їх надівали, не могли більше відрізнити, де правда й справедливість. А клятий троль сміявся аж до кольок у боці — він тішився, що його злий задум здійснився.

Άλλα κομμάτια τα έβαλαν στα γυαλιά της όρασης· σκεφτείτε τι τραγικό που ήταν να τα φορούν οι άνθρωποι για βλέπουν καλά και σωστά. Το κακό ξωτικό κόντεψε να πνιγεί από τα γέλια μ’ όλα αυτά, που τόσο γαργαλούσαν τη φαντασία του.

Крім того, в повітрі знай літали крихітні друзки дзеркала, і зараз ви почуєте, якого лиха вони накоїли.

Και τα πολύ μικρά κομμάτια του καθρέφτη συνέχιζαν να πετάνε στον αέρα· ας δούμε τώρα τι συνέβη παρακάτω…

Розділ другий. Хлопчик і дівчинка

Ιστορία δεύτερη: Για ένα μικρό αγόρι κι ένα μικρό κορίτσι

У великих містах, де так багато людей і кінних повозів, немає місця для садків, тож люди змушені вдовольнятися лише квітами, посадженими у горщики на підвіконні. В одному з цих великих міст жило двійко дітей, яким неймовірно поталанило: вони мали власний садочок.

Σε μια μεγαλη πολη, όπου τα σπίτια είναι τόσα πολλά κι οι άνθρωποι ακόμα περισσότεροι, δεν υπάρχει χώρος για να ‘χουν όλοι από έναν μικρό κήπο. Γι’ αυτό, οι περισσότεροι πρέπει να αρκεστούν σε γλάστρες με λουλούδια. Σε μια τέτοια πόλη ζούσανε δύο μικρά παιδιά, που είχαν έναν κήπο κάπως μεγαλύτερο από γλάστρα.

Не були вони братом і сестрою, але любили одне одного щиро і віддано, наче й справді були рідними.

Δεν ήταν αδέρφια, αλλά νοιάζονταν το ένα για το άλλο σα να ήταν.

Їхні сім’ї жили на горищі двох будинків, що стояли так близько один до одного, що дахи будинків майже сходились, а поміж ними була ринва.

Οι οικογένειές τους ζούσαν σε δύο σοφίτες, η μια ακριβώς απέναντι από την άλλη. Εκεί που συναντιόνταν οι στέγες των δύο σπιτιών, και η υδρορροή για τα βρόχινα νερά έτρεχε σ’ όλο το μήκος τους, υπήρχαν δύο μικρά αντικρινά παράθυρα·

Вікна будинків були зовсім невеликі; як вилізти на ринву, то можна було опинитись біля сусіднього вікна.

και μ’ ένα βήμα πάνω στην υδρορροή μπορούσε να βρεθεί κανείς από το ένα παράθυρο στο άλλο.

Обидві родини вирощували овочі в дерев’яних ящиках і трояндові кущі, які тішили око.

Οι γονείς των παιδιών είχαν τοποθετήσει εκεί μεγάλα ξύλινα κιβώτια και μέσα τους φύτευαν λαχανικά, μα είχαν βάλει ακόμα κι από μια τριανταφυλλιά, που μεγάλωνε κι άνθιζε ολοένα.

Невдовзі батьки вирішили розташувати ящики вздовж ринви, і тепер вони тягнулись від одного вікна до другого і скидались на дві квіткові луки.

Έτσι όπως είχαν βάλει τα κιβώτια, από το ένα παράθυρο στο άλλο, έμοιαζαν σαν δύο λουλουδένιοι φράχτες.

Духмяний горошок звисав із ящиків, а трояндові кущі випускали довгі пагони, які обплелись довкола вікна й з’єднались, немовби тріумфальна арка з листя й квітів.

Τα μπιζέλια κρέμονταν από τα κιβώτια, και οι τριανταφυλλιές πέταξαν μεγάλα κλαδιά, που πλέκονταν γύρω από τα παράθυρα κι ύστερα λύγιζαν για να συναντηθούν μεταξύ τους, σαν μια θριαμβευτική αψίδα από πρασινάδα και λουλούδια.

Ящики були дуже високі, й діти знали, що їм не можна залазити на них без дозволу, але їх частенько відпускали посидіти на маленьких стільчиках під розлогими трояндовими кущами або просто погратися.

Τα κιβώτια ήταν πολύ ψηλά, και τα παιδιά ήξεραν πως δεν έπρεπε να σκαρφαλώνουν πάνω τους. Έτσι, έπαιρναν την άδεια για να βγουν έξω από τα παράθυρα και ν’ απολαύσουν το παιχνίδι, καθισμένα στα μικρά σκαμνάκια τους, ανάμεσα στα τριαντάφυλλα.

Узимку ця розвага була неможливою, адже вікно замерзало. Але діти могли нагріти мідну монетку на печі й прикласти її до замерзлого вікна — тоді незабаром у кризі з’являлась маленька прогалина. Крізь неї можна було визирнути назовні й помітити, що у вікні напроти теж кліпає око твого друга.

Ο χειμώνας όμως ερχόταν για να βάλει τέλος σ’ αυτή τη διασκέδαση. Τα παράθυρα συχνά πάγωναν από το κρύο, γι’ αυτό τα παιδιά ζέσταιναν χάλκινα νομίσματα στη σόμπα, κι ύστερα τ’ ακουμπούσαν στο παράθυρο για να δημιουργήσουν ένα ολοστρόγγυλο ματάκι πάνω στο παγωμένο τζάμι. Κι από κει κοίταζαν έξω, το μικρό αγόρι και το μικρό κορίτσι,

Хлопчика й дівчинку звали Кай і Герда.

ο Κέι και η Γκέρντα.

Влітку їм достатньо було одного кроку крізь вікно, а взимку вони мусили спускатися довжелезними сходами й пробиратись крізь снігові замети.

Το καλοκαίρι, ένα σάλτο ήταν αρκετό για να βρουν ο ένας τον άλλο, το χειμώνα όμως έπρεπε να κατέβουν κάτω τις μεγάλες σκάλες κι ύστερα να τις ξανανέβουν πάλι επάνω· κι έξω στο δρόμο είχε το χιόνι έπεφτε παχύ.

Якось у завірюху старенька бабуся Кая сказала:
— Погляньте, як рояться білі бджоли.

«Είναι οι λευκές μέλισσες» είπε η γιαγιά του Κέι για τις νιφάδες του χιονιού.

— А в них є королева? — запитав хлопчик, адже він знав, що справжні бджоли мають королеву.

«Οι λευκές μέλισσες έχουν βασίλισσα;» ρώτησε το μικρό αγόρι, γιατί ήξερε ότι οι κανονικές είχαν πάντοτε από μία.

— Звичайно, є, — відповіла бабуся. — Вона завжди там, де найзавзятіше крутить хурделиця. З-поміж усіх сніжинок вона найбільша. А ще вона ніколи не падає на землю, лише злітає до хмар. Часто опівночі вона пролітає по вулицях міста й зазирає у вікна, й від її погляду лід замерзає на склі й утворює чарівні візерунки, що нагадують квіти й палаци.

«Ναι,» είπε η γιαγιά, «κι αυτή πετά και βρίσκει το σμήνος που κρέμεται σε παχιές συστάδες. Είναι η μεγαλύτερη απ’ όλες, και ποτέ δεν κάθεται για πολύ στη γη, αλλά πηγαίνει πάλι ψηλά στα μαύρα σύννεφα. Τις χειμωνιάτικες νύχτες, πετά συχνά στους δρόμους της πόλης και κρυφοκοιτάζει απ’ τα παράθυρα, και τότε αυτά παγώνουν μ’ έναν τρόπο, τόσο θαυμαστό, που μοιάζουν με λουλούδια.»

— О так, ми їх бачили, — сказали Кай із Гердою.

«Ναι, την έχω δει,» είπαν και τα δυο παιδιά μαζί· κι έτσι ήξεραν πως ήταν αλήθεια.

— А Снігова Королева може увійти сюди? — запитала дівчинка.

«Μπορεί να έρθει μέσα η βασίλισσα του Χιονιού;» ρώτησε το μικρό κορίτσι.

— Хай тільки спробує, — відказав хлопчик. — Я посаджу її на грубку, й вона розтане!

«Για άσ' την να έρθει μέσα!» είπε το μικρό αγόρι. «Κι εγώ θα την βάλω στο φούρνο για να λιώσει.»

Бабуся пригладила його волосся і заходилась далі розповідати казки.

Τότε η γιαγιά τον χάιδεψε στο κεφάλι και του είπε άλλες ιστορίες.

Якось увечері Кай заліз на стілець, що стояв біля вікна, й визирнув крізь маленьку шпаринку в крижаному візерунку. На вулиці кружляло кілька сніжинок, а одна з них, значно більша за решту, впала на край ящика для квітів. Вона почала рости й зрештою перетворилась на жінку, вбрану в шати з білої тканини, що сяяла, мов безліченна безліч сніжинок.

Ένα απόγευμα, όταν ο Κάι ήταν στο σπίτι και είχε σχεδόν ξεντυθεί, ανέβηκε στην καρέκλα πλάι στο παράθυρο και κρυφοκοίταξε έξω από την μικρή τρυπούλα. Μερικές νιφάδες έπεφταν, και μια απ’ αυτές, η μεγαλύτερη, στάθηκε στο χείλος μιας γλάστρας. Η νιφάδα άρχισε τότε να μεγαλώνει, να μεγαλώνει, να μεγαλώνει, ώσπου στο τέλος έγινε μια νεαρή κυρία, ντυμένη με το πιο λεπτοκαμωμένο λευκό ύφασμα, φτιαγμένο από ένα εκατομμύριο μικρές νιφάδες σαν αστέρια.

Вона була чарівна і вродлива, але створена з холодної мерехтливої криги. Очі її зблиснули, як яскраві зорі, але в цьому блиску не було ні миру, ні спокою.

Ήταν τόσο όμορφη και ντελικάτη, ήταν όμως από πάγο, εκθαμβωτικό αστραφτερό πάγο! Όμως ήταν ζωντανή. Τα μάτια της κοιτούσαν σταθερά σαν δυο αστέρια, όμως μέσα τους δεν υπήρχε ούτε ησυχία ούτε ανάπαυση.

Вона кивнула до вікна й махнула рукою. Хлопчик перелякався і зіскочив зі стільця; тієї ж миті йому здалося, ніби за вікном пролетіла велика птаха.

Έγνεψε προς το παράθυρο κάνοντας νόημα με το χέρι της. Το μικρό αγόρι φοβήθηκε και πήδηξε κάτω από την καρέκλα, και τότε του φάνηκε πως ένα μεγάλο πουλί πέταξε έξω από το παράθυρο.

За кілька днів мороз ущух, і настала весна. Сонце сяяло, на деревах з’явились молоді листочки, ластівки будували гнізда. Вікна можна було відчиняти, й діти проводили більше часу в садочку на даху, ніж у своїх кімнатах.

Ο παγετός σκέπασε τα πάντα την επόμενη μέρα, ύστερα όμως ήρθε η άνοιξη κι ο ήλιος έλαμψε, και τα πράσινα φύλλα έκαναν την εμφάνισή τους, τα χελιδόνια έχτισαν τις φωλιές τους, τα παράθυρα άνοιξαν και τα δυο μικρά παιδιά βρέθηκαν ξανά στον όμορφο μικρό τους κήπο, ψηλά στα λούκια, στην κορυφή του σπιτιού.

Того літа троянди квітнули як ніколи. Дівчинка вивчила церковний гімн, у якому згадувались білі троянди. Вона думала про власні троянди, коли співала його, тож навчила слів хлопчика, й відтепер вони співали разом:

Εκείνο το καλοκαίρι τα τριαντάφυλλα άνθισαν με ασυνήθιστη ομορφιά. Το μικρό κορίτσι είχε μάθει έναν ύμνο, που έλεγε κάτι για τα τριαντάφυλλα, και της θύμιζε τα δικά της. Τραγούδησε τους στίχους στο αγόρι, κι εκείνο τραγούδησε μαζί της:

Квітнуть троянди, щоб згодом зів’яти.
Янголи линуть дітей привітати.

«Η τριανταφυλλιά στην κοιλάδα ανθίζει τόσο γλυκιά,
Κι οι άγγελοι κατεβαίνουν να χαιρετήσουν τα παιδιά.»

Співаючи, діти бралися за руки, цілували троянди й милувалися сонячними променями.

Τα δυο παιδιά, πιασμένα χέρι-χέρι, φίλησαν τα τριαντάφυλλα, κοίταξαν τη λαμπερή λιακάδα κι τους φάνηκε σα να είδαν στ’ αλήθεια τους αγγέλους.

Це були чудові літні дні. Як затишно й приємно було сидіти поміж трояндовими кущами! Здавалось, ніби вони ніколи не перестануть цвісти.

Τι υπέροχες καλοκαιρινές μέρες ήταν εκείνες! Τι όμορφα να είσαι έξω, δίπλα στις ολόδροσες τριανταφυλλιές που δεν λένε να σταματήσουν ν’ ανθίζουν!

Якось Кай і Герда сиділи й дивились книжку з картинками про тварин і птахів, і коли годинник на церковній вежі вибив дванадцяту, Кай скрикнув:
— Ой, щось кольнуло мене у серце! — а згодом: — Щось потрапило мені в око!

Ο Κέι και η Γκέρντα κοιτούσαν ένα βιβλίο με εικόνες γεμάτο τρομερά ζώα και πουλιά, όταν το ρολόι στο καμπαναριό χτύπησε πέντε, κι ο Κέι είπε:
«Ωχ, νιώθω έναν σουβλερό πόνο στην καρδιά μου, και κάτι μπήκε στο μάτι μου!»

Дівчинка сіла близько-близько і пильно роздивилась око, але нічого не змогла побачити.

Το κορίτσι έβαλε τα χέρια γύρω από το λαιμό του και το αγόρι ανοιγόκλεισε τα μάτια του, μα τίποτα δε φαίνονταν να έχει μπει στο μάτι του.

— Мабуть, уже вийшло, — заспокоївся хлопчик. Але це було не так.

«Νομίζω πως έφυγε τώρα,» είπε. Όμως δεν είχε φύγει.

Його поранили уламки магічного дзеркала, про яке ми розповідали на початку, — злого дзеркала, яке примушувало все величне й добре здаватися мізерним і потворним, тоді як все огидне й зле роздувалось до неймовірних розмірів, й найдрібніша вада впадала ув очі.

Ήταν ένα από κείνα τα κομματάκια του γυαλιού, από τον μαγικό καθρέφτη, που είχε μπει στο μάτι του.

Бідолашного Кая один такий уламок поранив у серце, й воно мерщій перетворилося на крижану кульку.

Κι άλλο ένα είχε μπει κατευθείαν μέσα στην καρδιά του φτωχού Κέι, και σύντομα θα γινόταν πάγος.

Він не відчував болю, але друзка дзеркала нікуди не зникла.

Δεν πονούσε πια, μα ήταν εκεί.

— Чого ти ревеш? — раптом промовив хлопчик до Герди. — Ти така негарна, коли рюмсаєш. Зі мною все добре. О, глянь! — раптом вигукнув він, — троянди геть поїдені червами, та ще й одна з них зовсім крива. Потворні троянди, такі ж огидні, як ящик, у якому вони ростуть, — він штурхнув ящик ногою й висмикнув із нього дві троянди.

«Γιατί κλαις;» ρώτησε το αγόρι. «Δείχνεις τόσο άσχημη! Τίποτα δε μου συμβαίνει, ούφ!» είπε και συνέχισε, «Αυτό το τριαντάφυλλο είναι καταφαγωμένο! Κοίτα, κι αυτό είναι θεόστραβο! Τι άσχημα που είναι αυτά τα τριαντάφυλλα! Σαν το κιβώτιο που είναι μέσα φυτεμένα!» Κι έδωσε τότε μια κλωτσιά στο κιβώτιο κι έκοψε και τα δυο τριαντάφυλλα.

— Каю, що ти робиш? — скрикнула дівчинка. А хлопчик, коли побачив, як вона налякалась, вирвав ще одну троянду й стрибнув до свого вікна.

«Τι κάνεις εκεί;» έκλαψε η Γκέρντα. Ο Κέι, μόλις κατάλαβε την τρομάρα του κοριτσιού, τράβηξε κι έκοψε ακόμα ένα τριαντάφυλλο, πήδηξε μέσα από το παράθυρο κι έφυγε μακριά από τη μικρή του φίλη.

Згодом Герда принесла нову книжку з картинками, проте Кай сказав:
— Таке годиться тільки для малечі в довгих льолях!
Коли його бабуся розповідала казки, він весь час перебивав її, та ще й полюбляв ставати позаду крісла, вдягати окуляри старенької й дуже схоже перекривляти її так, що всі сміялися.

Όταν αργότερα έφερε το εικονογραφημένο της βιβλίο, εκείνος την κορόιδεψε: «Τι απαίσια τέρατα έχεις εκεί μέσα;» Έτσι έκανε και κάθε φορά που η γιαγιά τους έλεγε ιστορίες, συνέχεια την διέκοπτε, κι όποτε τα κατάφερνε, πήγαινε πίσω της, φορούσε τα γυαλιά της και μιμούνταν τον τρόπο που μιλούσε. Αντέγραφε όλους τους τρόπους της κι όλοι γελούσαν με τα καμώματά του.

Поступово він почав імітувати вимову й ходу перехожих на вулиці.

Πολύ σύντομα έγινε ικανός να μιμηθεί το βάδισμα και τη συμπεριφορά κάθε περαστικού.

Він міг точно передати кожну незвичну й незугарну рису людини, і про нього казали:
— Хлопчина дуже розумний; у нього є справжній талант.
Так змушували його діяти уламок скла в оці й крижане серце. Він дражнив навіть маленьку Герду, яка щиро любила його.

Ό,τι ήταν παράξενο ή δυσάρεστο επάνω τους, αυτό ήξερε πώς να μιμηθεί ο Κέι. Κι όταν το έκανε, όλοι έλεγαν:
«Αυτό το αγόρι είναι οπωσδήποτε πολύ έξυπνο!»
Όμως δεν ήταν άλλο από τα κομμάτια του γυαλιού, αυτά που είχαν μπει στο μάτι του και στην καρδιά του, που τον έκαναν να κοροϊδεύει ακόμα και την μικρή Γκέρντα, που ήταν τόσο ολόψυχα αφοσιωμένη σε κείνον.

Тепер він навіть грався по-іншому — його розваги втратили дитячість. Одного зимового дня сніжило, й він приніс збільшувальне скло. Тоді він підставив обшлаг свого синього пальта, щоб туди впало кілька сніжинок.

Τα παιχνίδια του τώρα ήταν αλλιώτικα από πριν, είχανε τόση γνώση. Μια χειμωνιάτικη ημέρα, καθώς έπεφταν οι νιφάδες του χιονιού τριγύρω, άπλωσε το μπλε παλτό του κι έπιασε το χιόνι καθώς έπεφτε.

— Поглянь сюди, Гердо, — промовив він. І дівчинка побачила, що збільшені крізь скло сніжинки виглядали, наче прекрасні квіти або сяючі зірки.

«Κοίταξε μέσα απ’ αυτό το γυαλί Γκέρντα,» είπε. Και κάθε νιφάδα έμοιαζε μεγαλύτερη κι έδειχνε σαν ένα θαυμαστό λουλούδι ή πανέμορφο αστέρι· ήταν έξοχα να τα κοιτάζεις!

— Хіба ж це не розумно? — спитав Кай. — Значно цікавіше видовище, ніж якісь там живі квітки. Тут немає жодного недоліку — сніжинки досконалі, доки не почнуть танути.

«Κοίτα, τι έξυπνο!» είπε πάλι ο Κέι. «Αυτά έχουν περισσότερο ενδιαφέρον απ’ τα αληθινά λουλούδια! Είναι ακριβώς σαν αληθινά και δεν έχουν ούτε ένα ψεγάδι επάνω τους· αν μονάχα δεν έλιωναν!»

Незабаром Кай одягнув грубі рукавиці, взяв санчата й гукнув до Герди:
— Я збираюсь на центральний майдан, де катаються всі хлопці.

Δεν πέρασε πολύς καιρός απ’ αυτό, κι ο Κέι ήρθε μια μέρα φορώντας τα μεγάλα γάντια του και το μικρό του έλκηθρο στην πλάτη, και τσίριξε μέσα στ’ αυτί της Γκέρντας:
«Με άφησαν να πάω έξω στην πλατεία, εκεί που παίζουν όλοι,» είπε κι έφυγε στη στιγμή.

На центральній площі найсміливіші хлопчаки зазвичай прив’язували свої санки до візків городян і мчали слідом, неабияк бавлячись.

Εκεί, στην αγορά, μερικά από τα πιο τολμηρά αγόρια έδεναν τα έλκηθρά τους πάνω στις άμαξες καθώς περνούσαν, για να τους σύρουν και κάνουν μια καλή βόλτα. Ήταν τόσο σπουδαίο!

Доки всі так розважались, під’їхали великі білі сани. На них сиділа постать, загорнута в пухнасте біле хутро, а на її голові красувалась біла шапка. Сани двічі проїхали довкола площі, й Кай устиг причепити до них свої санчата, тож коли вони помчали далі, хлопчик поїхав слідом.

Και καθώς φούντωνε η διασκέδαση κάπως έτσι, πέρασε ένα μεγάλο έλκηθρο. Ήταν ολόλευκο και κάποιος ήταν μέσα, τυλιγμένος σ’ ένα χοντρό λευκό μανδύα ή γούνα, μ’ ένα ολόιδιο γούνινο καπέλο στο κεφάλι. Το έλκηθρο έκανε δυο κύκλους την πλατεία, κι ο Κέι πρόφτασε κι έδεσε το έλκηθρό του όσο πιο γρήγορα μπορούσε κι έφυγε μαζί του.

Сани мчали швидше й швидше, аж людина, що правила ними, повернулась і приязно кивнула Каю, наче вони були добре знайомі. Щоразу, коли хлопчик хотів відв’язати санчата, візник скоса кидав на нього погляд, і Кай полишав свій намір. Аж ось вони виїхали за міську браму.

Τρέχοντας όλο και πιο γρήγορα, έφτασαν στον παρακάτω δρόμο, και το πρόσωπο που οδηγούσε το μεγάλο έλκηθρο γύρισε στον Κέι και του έγνεψε φιλικά, σα να γνωρίζονταν. Κάθε φορά που πήγαινε να λύσει το έλκηθρό του, το πρόσωπο του έγνεφε, κι ο Κέι καθόταν ήσυχα. Έτσι συνέχισαν ώσπου έφτασαν έξω από τις πύλες της πόλης.

Закрутила хурделиця, і тепер хлопчик не бачив нічого довкола себе. А сани мчали і мчали вперед. Навіть коли Каю пощастило послабити мотузка, що з’єднувала його санчата з дивним повозом, це не допомогло — здавалося, їх несуть уперед пориви вітру.

Το χιόνι άρχισε να πέφτει τότε τόσο πυκνό, που το αγόρι δεν μπορούσε πια να δει πέρα απ’ τη μύτη του, όμως συνέχισε, ώσπου άξαφνα άφησε το σχοινί που κρατούσε στο χέρι, για να ελευθερωθεί απ’ το έλκηθρο, μάταια όμως. Το μικρό του όχημα συνέχισε να τρέχει ορμητικά με την ταχύτητα του ανέμου.

Хлопець голосно кричав, але ніхто не чув його, тільки снігові вихори кушпелили зусібіч.

Φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε, όμως κανείς δεν τον άκουγε. Το χιόνι έπεφτε ορμητικά, το έλκηθρο πετούσε και καμιά φορά τραντάζονταν σα να περνούσε πάνω από φράχτες και χαντάκια.

Хлопчик був наляканий і намагався згадати якусь молитву, але нічого не пам’ятав, хіба що табличку множення.

Είχε τρομάξει αρκετά και προσπάθησε να πει μια προσευχή, όμως το μόνο που μπορούσε να θυμηθεί, ήταν η προπαίδεια.

Сніжинки ставали більші та більші, й незабаром здавалось, що вони завбільшки з птахів. Раптом вони звернули на узбіччя, сани зупинились, і візник підвівся. Хутро і шапка обтрусились від снігу, й Кай побачив високу білосніжну пані. Це була Снігова Королева.

Οι νιφάδες του χιονιού άρχισαν να μεγαλώνουν, να μεγαλώνουν, ώσπου έμοιασαν με μεγάλα λευκά πουλερικά. Άξαφνα πέταξαν. Το μεγάλο έλκηθρο σταμάτησε και το πρόσωπο που το οδηγούσε σηκώθηκε. Ήταν μια κυρία. Ο μανδύας και το καπέλο της ήταν φτιαγμένα από χιόνι. Ήταν μια ψηλή και λεπτή φιγούρα, εκθαμβωτικά λευκή. Ήταν η Βασίλισσα του Χιονιού.

— Ми гарно покаталися, — сказала вона. — Але чому це ти тремтиш? Іди сюди, я тебе зігрію.
Королева посадила хлопчика поруч із собою й загорнула його у хутро. Він почувався так, ніби провалився у сніговий замет.

«Ταξιδέψαμε γρήγορα,» είπε, «όμως κάνει παγωνιά. Έλα, μπες κάτω από το αρκουδοτόμαρό μου.» Και τον έβαλε πλάι της στο έλκηθρο, τυλιγμένο με τη γούνα, και το αγόρι ένιωσε σα να βυθίζεται σε μια μαλακιά χιονοστιβάδα.

— Тобі й досі холодно? — поцікавилась Снігова Королева і поцілувала хлопчика у чоло.

«Κρυώνεις ακόμα;» ρώτησε εκείνη και τον φίλησε στο μέτωπο.

Поцілунок був холоднішим, ніж крига. Він сягнув просто до хлопчикового серця, що й так скидалося на крижану кульку. Першої миті Каю здалось, ніби він умирає, але це тривало недовго. Незабаром йому стало значно краще, й він більше не відчував холоду.

Α! Το φιλί ήταν πιο κρύο κι απ’ το χιόνι και διαπέρασε την καρδιά του, που ήταν ήδη ένας παγωμένος σβώλος. Νόμισε πως θα πέθαινε για μια στιγμή, όμως αμέσως ύστερα έγινε ευχάριστο και δεν ένιωθε πια το κρύο γύρω του.

«Мої санчата! Треба не забути санчата!» — була його перша думка. Він озирнувся і побачив, що санчата були прив’язані до однієї з велетенських сніжинок, яка летіла позаду них.

«Το έλκηθρό μου! Μην ξεχάσεις το έλκηθρό μου!» ήταν το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε. Ήταν δεμένο εκεί, σε ένα από τα λευκά πουλερικά, που πετούσαν στην πλάτη του, πίσω από το μεγάλο έλκηθρο.

Снігова Королева знову поцілувала маленького Кая, і він забув Герду, бабусю і всіх рідних.

Η Βασίλισσα του Χιονιού φίλησε τον Κέι ακόμα μια φορά, κι εκείνος ξέχασε την μικρή Γκέρντα, τη γιαγιά του, κι όποιον είχε αφήσει πίσω στο σπίτι.

— З поцілунками покінчили, — мовила Королева. — Наступний міг би стати для тебе смертельним.

«Τώρα δεν έχει άλλα φιλιά,» είπε εκείνη, «αλλιώς θα πρέπει να σε φιλήσω μέχρι θανάτου!»

Кай подивився на неї і замилувався її неземною вродою. Він не міг уявити більш досконалого й вродливого обличчя; Королева більше не здавалась йому крижаною, як тоді, коли він побачив за вікном.

Ο Κέι την κοίταξε. Ήταν πολύ όμορφη. Καμιά πιο έξυπνη ή πιο όμορφη δεν μπορούσε να φανταστεί, και τώρα πια δεν έμοιαζε από πάγο όπως πριν, τότε που καθόταν έξω απ’ το παράθυρο και του έγνεφε.

Він вважав її ідеальною й навіть не думав боятися. Кай розповів Королеві, що вміє проводити математичні обрахунки, аж до дробів, і знає площу й кількість мешканців своєї країни. Вона посміхалась на ці його вихваляння, тож хлопчик подумав, що він поки що знає надто мало. Снігова Королева оглядала неозорі простори, які відкривалися під ними. Сани летіли все вище і вище попід хмарами, а вітер квилив і завивав, нібито хтось наспівував стародавніх пісень.

Ήταν τέλεια στα μάτια του, δεν την φοβόταν πια καθόλου. Της είπε ότι μπορούσε να λογαριάζει αριθμούς μέσα στο μυαλό του, ακόμα και με κλάσματα, κι ότι ήξερε πόσα τετραγωνικά μέτρα ήταν όλες οι χώρες και πόσους κατοίκους είχαν, κι εκείνη γελούσε όσο της μιλούσε. Του φάνηκε τότε πως όσα ήξερε δεν ήταν αρκετά, και κοίταξε ψηλά στον μεγάλο ουρανό από πάνω τους, και πέταξαν μαζί. Πέταξαν ψηλά, πάνω από μαύρα σύννεφα, καθώς η καταιγίδα βογκούσε και σφύριζε σα να τραγουδούσε κάποιο παλιό σκοπό.

Вони летіли понад лісами й озерами, понад морем і землею; під ними лунало ревіння дикого вітриська, вили вовки і тріщав сніг; понад ними пропливали чорні страхітливі хмари. А над цим усім сяяв місяць, тож Кай мчав крізь довгу зимову ніч, сонно скрутившись калачиком біля Снігової Королеви.

Πέταξαν πάνω από δάση και λίμνες, πάνω από θάλασσες κι εκτάσεις γης. Κι από κάτω τους η παγερή καταιγίδα λύσσούσε, οι λύκοι ούρλιαζαν και το χιόνι έτριζε. Από πάνω τους πετούσαν μεγάλα κοράκια κράζοντας, κι ακόμα πιο ψηλά φάνηκε το φεγγάρι, μεγάλο και λαμπερό. Αυτό απόμεινε ν’ ατενίζει ο Κέι στη διάρκεια της μεγάλης, μεγάλης χειμωνιάτικης νύχτας, και σαν ήρθε η μέρα, αποκοιμήθηκε στα πόδια της Βασίλισσας του Χιονιού.

Розділ третій. Квітник старої чарівниці

Ιστορία τρίτη: Για τον κήπο με τα λουλούδια της Γερόντισσας, που ήξερε από μάγια.

Як жила Герда, коли зник Кай?

Τι απέγινε όμως η μικρή Γκέρντα από τότε που ο Κέι δεν ξαναγύρισε στο σπίτι;

Ніхто не знав, що з ним сталося. Дітлахи бачили, як він причепив свої санчата до велетенських білих саней, що промчали вулицею і зникли за брамою.

Πού μπορούσε να ‘χε πάει; Κανένας δεν ήξερε, κανένας δεν μπορούσε να δώσει μια πληροφορία. Το μόνο που γνώριζαν τα υπόλοιπα αγόρια, ήταν πως τον είδαν να δένει το έλκηθρό του πάνω σ’ ένα άλλο, μεγαλύτερο και θαυμαστό, που τον οδήγησε στο δρόμο και έξω από την πόλη.

Ніхто не знав, куди вони попрямували. Багато сліз пролилося за Каєм, і маленька Герда теж гірко плакала безліч днів. Вона казала, що знає напевно: він загинув. Мабуть, він потонув у ріці, що протікала неподалік од їхньої школи. Зимові дні минали у безпросвітній тузі за зниклим хлопчиком.

Κανείς δεν ήξερε πού βρισκόταν πια. Όλοι έκλαψαν πολύ από τη λύπη τους, κι η μικρή Γκέρντα έκλαψε πικρά πολύ, ώσπου στο τέλος, πίστεψε πως πρέπει να ‘χει πια πεθάνει και πως είχε μάλλον πνιγεί στο ποτάμι που κυλούσε κοντά στην πόλη. Ω! Τι ατέλειωτα και μελαγχολικά βράδια ήταν εκείνα!

Але прийшла весна, пригріли теплі сонячні промені.

Κάποτε, ήρθε η Άνοιξη με τη ζεστή λιακάδα της.

— Кай помер, він покинув нас назавжди, — сказала Герда.

«Ο Κέι πέθανε και πάει!» είπε η μικρή Γκέρντα.

— Ми не віримо в це, — відповіли сонячні про мені.

«Δεν το πιστεύω αυτό,» είπε τότε η λιακάδα.

— Кай помер, він покинув нас назавжди, — промовила дівчинка до горобчиків.

«Ο Κέι πέθανε και πάει!» είπε η Γκέρντα στα χελιδόνια.

— Ми не віримо в це, — процвірінькали вони. Герда задумалася — її охопили сумніви.

«Δεν το πιστεύω αυτό,» είπαν εκείνα, και στο τέλος, ούτε η μικρή Γκέρντα το πίστευε πια.

— Я взую свої нові червоні черевички, — сказала вона якогось ранку, — Кай ще ніколи їх не бачив. Потім піду до річки й запитаю в неї.

«Θα φορέσω τα κόκκινα παπούτσια μου,» είπε ένα πρωί. «Ο Κέι δεν τα ‘χει δει ποτέ, κι ύστερα θα πάω στο ποτάμι για να ρωτήσω εκεί.»

Рано-вранці Герда поцілувала свою сплячу бабусю, взула червоні черевички і вийшла сама-самісінька за браму міста до ріки.

Ήταν νωρίς το πρωί. Φίλησε τη γιαγιά της, που κοιμόταν ακόμα, φόρεσε τα κόκκινα παπούτσια της και πήγε μονάχη της στον ποταμό.

— Скажи, ти забрала в мене друга? — запитала вона в річки. — Я віддам тобі мої червоні черевички, якщо ти його повернеш.

«Είναι αλήθεια πως εσύ μου πήρες τον μικρό μου φίλο; Θα σου χαρίσω τα κόκκινα παπούτσια μου, αν μου τον φέρεις πίσω.»

Дівчинка подумала, ніби хвилі кивають їй. Тож вона зняла свої червоні черевички, які любила понад усе, й кинула їх у річку, але вони впали неподалік від берега й хвиля винесла їх на землю. Здавалось, що річка не хоче приймати цінний подарунок, бо не може повернути назад Кая.

Της φάνηκε τότε πως είδε τα γαλάζια κύματα να γνέφουν μ’ έναν τρόπο παράξενο. Έβγαλε τότε τα κόκκινα παπούτσια της, που ήταν ό,τι πιο πολύτιμο είχε, και τα πέταξε στο ποτάμι. Έπεσαν όμως κοντά στην όχθη, και τα μικρά κύματα τα γύρισαν αμέσως στη στεριά, λες και το ρεύμα δεν ήθελε να πάρει κάτι που ήταν τόσο ανεκτίμητο για την μικρούλα. Στην πραγματικότητα βέβαια, ήταν γιατί δεν είχαν πάρει εκείνα τον μικρό Κέι.

Але Герда подумала, що вона закинула черевики недостатньо далеко. Тож вона залізла на човен, схований поміж очеретом, і знову кинула черевички у воду, втім, знову недалеко. Але її зусилля змусило човен хитнутись, і він поплив, віддаляючись від берега.

Όμως η Γκέρντα σκέφτηκε πως έφταιγε που δεν τα πέταξε αρκετά μακριά, έτσι σκαρφάλωσε σε μια βάρκα που βρίσκονταν ανάμεσα στα βούρλα, πήγε στην άκρη και πέταξε ξανά τα παπούτσια. Η βάρκα όμως δεν ήταν δεμένη, κι οι κινήσεις της μικρούλας την έκαναν να παρασυρθεί μακριά από την ακτή.

Дівчинка помітила це і поспішила до краю човника, проте надто пізно: берег віддалявся, а течія зносила човна.

Μόλις το κατάλαβε, πάσχισε να κάνει κάτι για να τη γυρίσει πίσω, μα η βάρκα είχε φτάσει κιόλας ένα μέτρο μακριά απ’ τη στεριά και γλιστρούσε γρήγορα, ολοένα και πιο μακριά.

Герда дуже злякалась, почала кричати, проте ніхто її не чув, крім горобців. Маленькі пташки, звісно, не могли допомогти їй дістатись до берега, але вони летіли і цвірінькали, щоб заспокоїти дівчинку:
— Ми з тобою! Ми з тобою!

Η μικρή Γκέρντα φοβήθηκε πολύ κι άρχισε να κλαίει, κανείς όμως δεν την άκουγε εκτός από τα χελιδόνια· κι αυτά δεν μπορούσαν να την γυρίσουν πίσω στη στεριά. Πετούσαν μόνο κατά μήκος της όχθης και τραγουδούσαν για να την παρηγορήσουν:
«Εδώ είμαστε! Εδώ είμαστε!»

Човен несло течією, Герда сиділа в ньому боса, на її ногах були лише панчохи. Червоні черевички пливли за човном, але дівчинка не могла дістати їх, бо суденце стрімко рухалось уперед.

Η βάρκα παρασύρθηκε απ’ το ρεύμα, κι η μικρή Γκέρντα κάθισε ακίνητη και ξυπόλυτη. Τα παπούτσια της έπλεαν πίσω από τη βάρκα, δεν μπορούσε όμως να τα φτάσει, γιατί η βάρκα ταξίδευε πολύ πιο γρήγορα από κείνα.

Береги річки були дуже мальовничі. Їх прикрашали чудові квіти, старі дерева, луки, де паслися корови й вівці, — але довкола не було жодної людини.

Οι όχθες, και στις δυο πλευρές του ποταμού, ήταν πανέμορφες γεμάτες υπέροχα λουλούδια, σεβάσμια δέντρα και πλαγιές με πρόβατα κι αγελάδες· ούτε ένας άνθρωπος όμως δεν φαίνονταν πουθενά.

«Може, річка принесе мене до Кая», — подумала Герда. Це підняло їй настрій, і вона почала милуватися зеленими берегами.

«Ίσως ο ποταμός με πάει στον μικρό μου Κέι,» είπε, κι λύπη της λιγόστεψε. Σηκώθηκε όρθια κοιτάζοντας για ώρες τις όμορφες πράσινες ακτές.

Так вона пливла годинами, аж припливла до великого вишневого саду, посеред якого примостився маленький будиночок із червоної цегли, з дивними червоними і синіми вікнами. Будиночок мав очеретяний дах, а поруч із ним стояло двоє дерев’яних солдатів, які відсалютували Герді, коли вона пропливала повз них.

Τώρα έπλεε κατά μήκος ενός μεγάλου κήπου με κερασιές κι ένα μικρό αγροτόσπιτο με παράξενα κόκκινα και μπλε παράθυρα. Ήταν αχυρένιο, και μπροστά του στέκονταν φρουροί δύο ξύλινοι στρατιώτες, και τέντωναν τα όπλα τους καθώς περνούσε κάποιος.

Дівчинка гукнула їх, бо подумала, що вони живі, але вони, звісно ж, не відповіли.

Η Γκέρντα τους φώναξε, νομίζοντας πως είναι ζωντανοί, εκείνοι όμως δεν απάντησαν όπως ήταν φυσικό. Πλησίασε κοντά τους, καθώς το ρεύμα παρέσυρε τη βάρκα αρκετά κοντά στη στεριά, και φώναξε πιο δυνατά.

Але Герда не припинила гукати про допомогу, і з будиночка вийшла, спираючись на палицю, старенька бабуся. На її голові був крислатий капелюх із намальованими різноманітними квітами.

Μια γερόντισσα βγήκε τότε από το αγροτόσπιτο, ακουμπώντας πάνω σ’ ένα στραβό ραβδί. Φορούσε ένα πλατύγυρο καπέλο, στολισμένο με τα πιο θαυμαστά λουλούδια.

— Бідолашне дитя, — мовила вона, — як же ти пропливла саменька таку довгу відстань цією бурхливою рікою?
Потім увійшла у воду, зачепила човен ціпком і витягнула на берег.

«Καημένο παιδί!» είπε η γερόντισσα. «Πώς βρέθηκες μέσα στον μεγάλο ορμητικό ποταμό, να σε παρασύρει έτσι, μακριά στον κόσμο!» Τότε η γερόντισσα μπήκε στο νερό, έπιασε τη βάρκα με το στραβό ραβδί της, την τράβηξε στην ακτή κι έβγαλε έξω την μικρή Γκέρντα.

Дівчинка була дуже втішена тим, що може знову опинитися на суходолі, але вона трошки боялась дивну незнайомку.

Η μικρούλα ήταν τόσο χαρούμενη που βρέθηκε και πάλι στη στεριά, όμως ένιωσε και φόβο βλέποντας την παράξενη γερόντισσα.

— Ходи сюди, — промовила бабуся, — розкажеш мені, хто ти і як тут опинилась.

«Έλα όμως και πες μου τώρα, ποια είσαι και πώς βρέθηκες εδώ,» ρώτησε εκείνη.