Η Βασίλισσα του Χιονιού / Снігова королева — на грэчаскай і украінскай мовах. Старонка 4

Грэчаска-украінская кніга-білінгва

Χανς Κρίστιαν Άντερσεν

Η Βασίλισσα του Χιονιού

Ганс Крістіан Андерсен

Снігова королева

«Ω! Δεν έχω τις μπότες μου! Δεν πήρα ούτε τα γάντια μου!» έκλαψε η μικρή Γκέρντα, μόλις ένιωσε την κοφτερή παγωνιά. Όμως ο Τάρανδος δεν σταμάτησε, μόνο συνέχισε να τρέχει ώσπου έφτασε στον μεγάλο θάμνο με τα κόκκινα μούρα, κι εκεί, άφησε την Γκέρντα κάτω. Την φίλησε, και μεγάλα λαμπερά δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του, έφυγε όμως αμέσως, όσο πιο γρήγορα μπορούσε.

— Ой, я забула взути черевики й одягнути рукавиці! — скрикнула Герда, щойно її пробрав холод, але олень не спинявся, поки не привіз дівчинку до куща з червоними ягодами. Тут Герда опустилась на землю, олень поцілував її, і великі мерехтливі сльози покотились по його щоках. Тоді олень залишив її саму і якомога швидше заспішив назад.

Εκεί απόμεινε τώρα η φτωχή Γκέρντα μονάχη, χωρίς παπούτσια και γάντια, στο μέσο της φοβερής και παγωμένης Φινλανδίας.

Бідолашна Герда залишилась стояти там одна-однісінька — без черевичків, без рукавиць, у самому серці холодної, суворої, скутої кригою Фінляндії.

Έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Τότε, ένας ολόκληρος στρατός από νιφάδες άρχισε να έρχεται καταπάνω της, όμως δεν έπεφταν από πάνω, και το Βόρειο Σέλας τις έκανε ν’ αστράφτουν και να λαμπυρίζουν.

Вона побігла уперед, у той час як її оточили юрми велетенських сніжинок. Утім, вони не могли падати з неба — воно було чисте й світилось відблисками північного сяйва.

Οι νιφάδες έτρεχαν κατά μήκος του εδάφους, κι όσο πιο κοντά έρχονταν, τόσο πιο μεγάλες γίνονταν.

Сніжинки кружляли над землею, і що ближче вони підлітали до дівчинки, то більшими ставали.

Η Γκέρντα θυμήθηκε πόσο μεγάλες και παράξενες έδειχναν οι νιφάδες όταν τις κοιτούσες μέσα από μεγεθυντικό φακό. Όμως τώρα ήταν αλλιώτικα πελώριες και τρομακτικές· ήταν ζωντανές. Ήταν η εμπροσθοφυλακή της Βασίλισσας του Χιονιού.

Герда пам’ятала, якими величезними й досконалими вони виглядали крізь збільшувальне скло. Але ці були справді величезні, здавалося, що це військо Снігової Королеви, яке набрало найдивовижніших форм.

Είχαν τα πιο θαυμαστά σχήματα. Κάποιες έμοιαζαν με μεγάλους άσχημους σκαντζόχοιρους, άλλες με φίδια δεμένα κόμπο μεταξύ τους, με τα κεφάλια τους να προεξέχουν, κι άλλες πάλι έμοιαζαν με μικρές παχουλές αρκούδες με το τρίχωμά τους ανασηκωμένο. Ήταν όλες εκθαμβωτικά λευκές, όλες ήταν ζωντανές νιφάδες.

Деякі сніжинки скидались на дикобразів, інші нагадували сплетених змій із витягнутими головами, а деякі були схожі на товстих ведмедиків із настовбурченою шерстю. Але всі вони були сліпучо-білими живими сніжинками.

Η Μικρή Γκέρντα είπε την προσευχή της στο Θεό. Τόσο ήταν το κρύο, που μπορούσε να δει την ανάσα της να βγαίνει σαν καπνός από το στόμα της και να γίνεται όλο και πιο πυκνή.

Герда почала промовляти «Отче наш». Було так холодно, що дівчинка бачила власний подих — він парою виривався з рота, коли вона вимовляла слова.

Πήρε τη μορφή αγγέλων, που μεγάλωσαν πολύ σαν πάτησαν στη γη. Όλοι είχαν περικεφαλαίες στο κεφάλι, ασπίδες και λόγχες στα χέρια.

Герда молилася, і пари більшало — подих набував форми маленьких янголів. У них на головах були шоломи, а в руках — списи й щити.

Έγιναν πολλοί, κι όταν η Γκέρντα τέλειωσε την προσευχή της, ήταν πια περιτριγυρισμένη με ολόκληρη λεγεώνα.

Янголів ставало дедалі більше, і коли Герда скінчила молитву, навколо неї зібрався цілий легіон.

Χτύπησαν τις απαίσιες νιφάδες με τις λόγχες τους, κι αυτές σκόρπισαν σε χίλια κομμάτια. Έτσι η μικρή Γκέρντα προχώρησε θαρραλέα και ασφαλής.

Вони спрямували свої списи на сонмище страхітливих сніжинок, і ті розлетілись на сотні шматочків. Тепер Герда змогла сміливо й безпечно продовжувати шлях.

Οι άγγελοι χάιδεψαν τα χέρια και τα πόδια της, κι εκείνη έπαψε πια να νιώθει τόσο πολύ το κρύο. Προχώρησε γρήγορα για το παλάτι της Βασίλισσας του Χιονιού.

Янголи пестили її руки й ноги, і їй не було холодно.

Για να δούμε τώρα όμως, τι είχε απογίνει ο μικρός Κέι; Καθόλου δεν σκεφτόταν πια την Γκέρντα, και σίγουρα ούτε που φαντάζονταν πως είχε έρθει να τον βρει και στεκόταν ήδη μπροστά στο παλάτι…

А зараз подивимось, чим зайнятий Кай. Як по правді, він зовсім не думав про Герду й навіть припустити не міг, що вона стоїть перед палацом.

Ιστορία έβδομη: Τι συνέβη στο παλάτι της Βασίλισσας του Χιονιού, και τι έγινε μετά.

Розділ сьомий. У палаці Снігової Королеви, і що трапилось потім

Οι τοίχοι του παλατιού ήταν φτιαγμένοι από πυκνό χιόνι, οι πόρτες και τα παράθυρα από κοφτερούς ανέμους.

Стіни палацу звела завірюха, а вікна й двері пробили вітри.

Είχε περισσότερα από εκατό δωμάτια, και το μεγαλύτερο ήταν απέραντο, μίλια ολόκληρα. Όλα τους φωτίζονταν από το υπέρλαμπρο Βόρειο Σέλας, όλα τόσο μεγάλα, τόσο άδεια, τόσο παγερά και τόσο αστραφτερά!

У палаці було понад сто покоїв, і всі — зі снігу. Найбільша зала простягалася на кілька миль. Кімнати й зали освітлювалися північним сяйвом — вони були великі й порожні, холодні, як крига, й блискучі.

Η χαρά ποτέ δεν βασίλεψε σ’ αυτό το μέρος, ούτε μουσική ακούστηκε, ούτε κανείς χόρεψε ποτέ στα άδεια, απέραντα, κρύα και άδεια σαλόνια της Βασίλισσας του Χιονιού.

Тут ніколи не було розваг, навіть балу для білих ведмедів, де штормовий вітер міг би правити за музику, а ведмеді танцювали б на задніх лапах. Тут не було приємних ігор і забав, чи навіть дружньої балачки за столиком для чаю, яку могли б звести панянки-лисиці. Порожні, велетенські, холодні — ось які були покої Снігової Королеви.

Τα φώτα του Βορρά έλαμπαν τόσο καθαρά, που εύκολα μπορούσε να διακρίνει κανείς πότε το φώς τους έλαμπε στον ψηλότερο βαθμό και πότε στον χαμηλότερο.

У кожній частині палацу виразно виднілись мерехтливі спалахи північного сяйва, що розквітали в небі.

Καταμεσής της άδειας κι απέραντης χιονένιας αίθουσας, υπήρχε μια παγωμένη λίμνη, σπασμένη σε χίλια κομμάτια, όμως όλα τα κομμάτια ήταν τόσο ίδια μεταξύ τους, λες και τα είχε φτιάξει κάποιος πονηρός τεχνίτης. Εκεί, στη μέση αυτής της λίμνης, καθόταν η Βασίλισσα του Χιονιού όταν ήταν στο σπίτι, λέγοντας πως κάθεται στον Καθρέφτη της Κατανόησης, κι ότι αυτό ήταν το καλύτερο πράγμα στον κόσμο.

Усередині цих безкінечних порожніх коридорів зі снігу сяяло крижане озеро. Його поверхня була розбита на тисячі фрагментів різної форми. Кожен уламок був сам по собі досконалим витвором мистецтва. Саме у центрі цього озера сиділа Снігова Королева, коли вона була вдома. Вона назвала озеро «Дзеркало Розважливості» й казала, що воно єдине у цілому світі.

Ο μικρός Κέι ήταν μελανιασμένος, σχεδόν είχε μαυρίσει από το κρύο, όμως δεν το ένιωθε. Το σώμα του δεν ένιωθε πια το κρύο ύστερα από το φιλί της Βασίλισσας του Χιονιού, κι η καρδιά του ήταν ένας σβώλος από πάγο.

Кай був блідий від холоду, він майже посинів, але не відчував цього. Після поцілунку Снігової Королеви хлопчик не відчував холоду, і його серце перетворилося на льодяну грудку.

Έσερνε εδώ κι εκεί μερικά κοφτερά κομμάτια πάγου και τα τοποθετούσε το ένα δίπλα στο άλλο, με όλους τους πιθανούς τρόπους, προσπαθώντας να φτιάξει κάτι μ’ αυτά, κάτι σαν παζλ.

Він грався кількома шматками криги — розташовував їх то так, то так, ніби намагався створити щось із них; це нагадувало гру, що називається «Китайський пазл», коли треба створювати різноманітні фігурки з дерев’яних деталей.

Δημιουργούσε διάφορα σχήματα, τα πιο περίπλοκα, παίζοντας μ’ αυτόν τον παγωμένο γρίφο. Τα σχήματα που έφτιαχνε, έμοιαζαν στα μάτια του εξαιρετικά όμορφα και υψίστης σημασίας. Ήταν όμως το γυαλί μέσα στο μάτι του που τον έκανε να τα βλέπει έτσι. Ανακάλυψε σχήματα που αναπαριστούσαν λέξεις ολόκληρες, όμως ποτέ δεν κατάφερε να φτιάξει τη λέξη που γύρευε —τη λέξη «αιωνιότητα».

Пальці Кая були дуже вправні. Гра здавалась йому надзвичайно важливою, а фігури, що виходили, — досконалими. Це все відбувалося через крихітний уламок дзеркала, який досі колов його око. Хлопчик складав завершені фігури, формував різні слова, але було слово, яке йому не піддавалося, хоча він брався за нього безліч разів, — «Вічність». Снігова Королева пообіцяла:

«Αν ανακαλύψεις αυτή τη λέξη,» είχε πει η Βασίλισσα του Χιονιού, «θα είσαι ελεύθερος, κι εγώ θα σου κάνω δώρο όλο τον κόσμο κι ένα ζευγάρι ολοκαίνουργια πατίνια.»

— Коли ти складеш це слово, ти станеш сам собі паном. А я подарую тобі цілий світ і нові ковзани.

Όμως δεν μπορούσε να τη βρει.

Але в Кая ніяк не виходило виконати це завдання.

«Τώρα θα πάω σε τόπους ζεστούς,» είπε η Βασίλισσα του Χιονιού. «Πρέπει να ρίξω μια ματιά μέσα στα μαύρα καζάνια.» Τα ηφαίστεια εννοούσε, τον Βεζούβιο και την Αίτνα.

— Зараз я поспішаю до теплих країв, — промовила Снігова Королева. — Я збираюсь поглянути на чорні кратери вулканів, що звуться Етна й Везувій; хочу забілити їх снігом. Крім того, так буде краще для цитрин та винограду.

«Θα τα στρώσω λευκά, έτσι όπως θα έπρεπε να είναι· εξάλλου, κάνει καλό στα πορτοκάλια και τα σταφύλια.» Κι ύστερα πέταξε μακριά, κι ο Κέι απόμεινε ολομόναχος μέσα στα άδεια δωμάτια από πάγο, που είχαν έκταση μίλια ολόκληρα κι έμοιαζαν με παγόβουνα. Κι όλο σκεφτόταν, σκεφτόταν, σκεφτόταν, τόσο που κόντευε να σπάσει το κεφάλι του, καθισμένος εκεί, μουδιασμένος και ακίνητος, έτσι που κάποιος θα φαντάζονταν πως είναι πεθαμένος απ’ το κρύο.

І Снігова Королева відлетіла, залишивши Кая у велетенській залі, що тягнулась на багато миль. Хлопчик сидів і дивився на фрагменти криги. Він задумався й так довго був непорушний, що здавалось, ніби він замерз.

Ξαφνικά, η Γκέρντα πέρασε την μεγάλη πύλη του παλατιού, που ήταν φτιαγμένη από ορμητικούς ανέμους. Όμως η Γκέρντα δεν σταμάτησε στιγμή να λέει, ξανά και ξανά, την προσευχή της, κι οι άνεμοι ξάπλωσαν σαν κοιμισμένοι. Έτσι το μικρό κορίτσι μπήκε μέσα στην απέραντη, κρύα και άδεια σάλα, κι εκεί είδε τον Κέι. Τον αναγνώρισε αμέσως και χύμηξε να τον αγκαλιάσει κλαίγοντας.

І тієї миті Герда увійшла до величезних дверей палацу. Колючі вітри вирували довкола неї, але вона помолилася й вітри вгамувались, ніби поснули. Дівчинка йшла далі, аж потрапила до великої порожньої зали, де побачила Кая. Вона одразу ж упізнала його, підбігла й обійняла, примовляючи:

«Κέι, καλέ μου Κέι!» είπε σφίγγοντας γύρω του τα χέρια της γερά. «Σε βρήκα επιτέλους!»

— Каю, мій милий Каю, нарешті я знайшла тебе!

Εκείνος όμως συνέχιζε να κάθεται κρύος και μουδιασμένος.

Але він і далі сидів нерухомо — напружений і холодний.

Η μικρή Γκέρντα άρχισε τότε να κλαίει, και τα καυτά της δάκρυα έπεσαν πάνω στο στήθος του Κέι, κύλησαν μέσα στην καρδιά του, έλιωσαν τον πάγο και διέλυσαν τα θρύψαλα του καθρέφτη. Την κοίταξε κι εκείνη του τραγούδησε τον παλιό τους ύμνο:

Герда заплакала гарячими слізьми, що впали йому на груди, просягнули у серце і розтопили крижану грудку. Сльози вимили із серця уламок кривого дзеркала. Кай поглянув на дівчинку, і вона тихенько заспівала:

«Η τριανταφυλλιά στην κοιλάδα ανθίζει τόσο γλυκιά,
Κι οι άγγελοι κατεβαίνουν να χαιρετήσουν τα παιδιά.»

Квітнуть троянди, щоб згодом зів’яти.
Янголи линуть дітей привітати…

Τότε ο Κέι ξέσπασε σε κλάματα, κι έκλαψε πολύ, ώσπου το γυαλί κύλησε μέσα από το μάτι του. Τότε αναγνώρισε αμέσως τη μικρή του φίλη και φώναξε:

Кай відчув, як із його очей котяться сльози, і разом з тими сльозами крихітна скалка дзеркала випливла з його ока. Він упізнав Герду і весело сказав:

«Γκέρντα, γλυκιά μικρή μου Γκέρντα! Πού ήσουν τόσο καιρό; Και πού ήμουν εγώ;»

— Гердо, моя мила Гердо, де ти була весь цей час і де був я? —

είπε και κοίταξε γύρω του. «Τι κρύο που κάνει εδώ! Πόσο άδεια και κρύα είναι!» κι αγκάλιασε σφιχτά την Γκέρντα, που γελούσε κι έκλαιγε από τη χαρά.

хлопчик озирнувся довкола себе і промовив: — Як же тут холодно! І які тут великі й порожні покої!
Кай обійняв Герду, яка сміялась і плакала від щастя.

Ήταν τόσο όμορφα, που ακόμα κι οι πάγοι άρχισαν να χορεύουν από τη χαρά τους, κι όταν πια κουράστηκαν και κάθισαν να ξεκουραστούν, σχημάτισαν τα γράμματα που έψαχνε ο Κέι, αυτά που είχε ζητήσει η Βασίλισσα του Χιονιού. Έτσι τώρα ήταν πια ελεύθερος, κι επιπλέον, είχε δικό του ολόκληρο τον κόσμο κι ένα ζευγάρι ολοκαίνουργια πατίνια.

На них так приємно було дивитись, що фрагменти льоду аж затанцювали на радощах; а коли вони стомились і вляглись, то склались у літери слова, необхідного Каю, щоб стати паном самому собі й отримати від Снігової Королеви цілий світ і пару нових ковзанів.

Η Γκέρντα τον φίλησε στο μάγουλο, και το χρώμα του έγινε πάλι ροδαλό. Φίλησε τα μάτια του, κι αυτά έλαμψαν σαν τα δικά της. Φίλησε τα χέρια και τα πόδια του, κι εκείνος ζεστάθηκε, έγινε καλά κι ευτυχισμένος.

Герда поцілувала хлопчикові щоки, й на них з’явився рум’янець. Вона поцілувала його очі, й вони засяяли. Вона поцілувала його долоні й ноги, й хлопчик відчув себе здоровим і сповненим сил.

Ας ερχόταν τώρα η Βασίλισσα του Χιονιού. Η λέξη που του χάρισε την ελευθερία του ήταν γραμμένη εκεί, με περίλαμπρα κομμάτια πάγου.

Коли Снігова Королева повернеться додому, вона побачить, що Кай став вільним, склавши слово, загадане нею, — написане яскравими крижаними літерами слово «Вічність».

Πιασμένοι χέρι-χέρι, περιπλανήθηκαν στην μεγάλη αίθουσα. Μίλησαν για την γιαγιά και τα τριαντάφυλλα πάνω στη σκεπή, κι απ’ όπου κι αν περνούσαν, οι άνεμοι έπαυαν και ο ήλιος έβγαινε.

А діти тим часом взялись за руки і вийшли з велетенського крижаного палацу. Вони розмовляли про бабусю, про троянди, й поки вони йшли, вітри вщухли й визирнуло сонце.

Κι όταν έφτασαν στον θάμνο με τα κόκκινα μούρα, βρήκαν τον Τάρανδο να τους περιμένει. Είχε φέρει μαζί του άλλον έναν, νεαρό, που είχε γάλα στο στήθος του· έδωσε στα δυο παιδιά να πιούν και τα φίλησε.

Кай і Герда дістались до куща з червоними ягодами. Там на них уже чекав олень з оленицею, що напоїла дітей своїм теплим молоком.

Ύστερα, κουβάλησαν την Γκέρντα και τον Κέι —πρώτα στη γυναίκα από τη Φινλανδία, όπου ζεστάθηκαν καλά μέσα στο ζεστό δωμάτιο και πήραν οδηγίες για το ταξίδι τους πίσω στο σπίτι. Μετά, πήγαν στη γυναίκα από τη Λαπωνία, που τους έφτιαξε καινούργια ρούχα και επιδιόρθωσε τα έλκηθρά τους.

А потім олені завезли Кая та Герду до фінки, де вони зігрілись у теплій хатині й отримали поради, як найкраще дістатись додому. Далі вони відвідали лапландку, яка вбрала їх у новий одяг, полагодила санчата і подалась разом із ними.

Ο Τάρανδος και το νεαρό του ταίρι, συνόδευσαν τα παιδιά ως τα σύνορα της χώρας. Εκεί που άρχιζε να ξεμυτίζει η βλάστηση, εκεί αποχαιρέτησαν ο Κέι και η Γκέρντα τη γυναίκα από τη Λαπωνία.
«Αντίο! Αντίο!» είπαν όλοι,

Олені бігли поруч із санчатами, супроводжуючи дітей аж до кордону. А там уже пробивались перші зелені листочки. Тут Кай і Герда мусили попрощатись із оленями і Лапландкою, і всі на прощання сказали одне одному:
— Щасливої дороги!

και τα πρώτα πράσινα μπουμπούκια εμφανίστηκαν, τα πρώτα πουλιά άρχισαν να κελαηδούν. Μέσα από το δάσος, βγήκε καλπάζοντας πάνω σ’ ένα θαυμάσιο άλογο, -το οποίο Γκέρντα γνώριζε γιατί ήταν ένα από τα άλογα της χρυσής άμαξας-, μια νεαρή κοπέλα μ’ ένα κατακόκκινο καπέλο στο κεφάλι κι οπλισμένη με πιστόλια.

Пташки весело щебетали, дерева вкрились молодими листочками, і з лісу вийшов прекрасний кінь. Герда згадала його — він був одним із тих, які везли її золоту карету. На ньому їхала юна дівчина, на її голові був червоний картуз, а при боці — револьвери.

Ήταν η μικρή λησταρχίνα, που σαν βαρέθηκε πια να κάθεται στο σπίτι, αποφάσισε να κάνει ένα ταξίδι στον Βορρά κι ύστερα σε κάποια άλλη κατεύθυνση, αν το πρώτο ταξίδι δεν την ευχαριστούσε.

Це була Маленька Розбійниця. Вона стомилась сидіти вдома, тому вирішила податися у мандри. Спочатку Маленька Розбійниця збиралась на північ, а якщо там їй не сподобається, то в інші краї.

Αναγνώρισαν αμέσως η μια την άλλη. Τι χαρούμενη συνάντηση!

Дівчина миттю впізнала Герду, та й Герда теж пам’ятала її: це була приємна зустріч.

«Μια χαρά φιλαράκος φαίνεσαι,» είπε στον μικρό Κέι. «Μα την πίστη μου όμως, πολύ θα ήθελα να μάθω αν αξίζεις να τρέξει κανείς από τη μια άκρη του κόσμου ως την άλλη για χάρη σου.»

— Ну, хлопче, ти й ускочив у халепу! — сказала вона Каю. — Хотіла б я знати, чи вартий ти того, щоб хтось отак ішов за тобою аж на край світу.

Η Γκέρντα της έδωσε ένα χαϊδευτικό χαστουκάκι στο μάγουλο, για να σταματήσει τα πειράγματα, και ζήτησε να μάθει για τον Πρίγκιπα και την Πριγκίπισσα.

Але Герда лагідно поплескала її по щоці й спитала, як поживають принц і принцеса.

«Πήγαν στο εξωτερικό,» είπε η μικρή λησταρχίνα.

— Вони зараз мандрують чужими краями, — відповіла Маленька Розбійниця.

«Και το Κοράκι;» ρώτησε η Γκέρντα.

— А крук? — розпитувала далі Герда.

«Ω, το κοράκι πέθανε,» απάντησε εκείνη. «Η αγαπημένη του είναι τώρα χήρα και φοράει ένα στρογγυλό μαύρο πένθος γύρω από το πόδι της. Θρηνεί πολύ λυπηρά, όμως όλα αυτά είναι φήμες και κουτσομπολιά! Πείτε μου τώρα τα δικά σας νέα! Πώς κατάφερες να τον βρεις;»

— Ох, крук помер, — відповіла дівчина. — Його дружина лишилась удовою, зараз вона носить смужку траурної тканини довкола лапки. Вона дуже побивається. Але то все пусте. Краще розкажи мені, як тобі вдалося знайти свого Кая.

Και τότε η Γκέρντα και ο Κέι είπαν την ιστορία τους.

Герда і Кай розповіли свою історію.

Η μικρή λησταρχίνα έπιασε τα χέρια και των δυο και υποσχέθηκε, πως αν μια μέρα περνούσε από την πόλη τους, θα τους επισκέπτονταν. Ύστερα κάλπασε μακριά.

— Бемц, бумц, бамц! Стало все гаразд! — сказала Маленька Розбійниця. Вона потисла обом руки і пообіцяла: якщо доля колись заведе її до міста, вона обов’язково їх відвідає.

Ο Κέι και η Γκέρντα πιάστηκαν χέρι-χέρι. Ήταν ένας υπέροχος ανοιξιάτικος καιρός, με άφθονα λουλούδια και πρασινάδα. Οι καμπάνες χτυπούσαν και τα δυο παιδιά αναγνώρισαν τους ψηλούς πύργους και την μεγάλη πόλη· ήταν η δική τους.

І поскакала, куди очі бачать. А Герда і Кай взялися за руки й попрямували додому. Що далі вони йшли, то пишніше розквітала весна, буяло зелене листя і тішили око квіти. Незабаром діти впізнали рідне місто. Вони побачили високі церковні вежі, де дзвони співали чудову пісню.

Έτρεξαν γρήγορα μέσα στο δωμάτιο της γιαγιάς, όπου όλα ήταν όπως παλιά. Το ρολόι έλεγε «Τικ! Τακ! Τικ! Τακ!» κι ο δείκτης του γυρνούσε γύρω-γύρω. Μόλις όμως μπήκαν μέσα στο σπίτι, κατάλαβαν πως είχαν πια μεγαλώσει.

Увійшли вони до рідної домівки, піднялися нагору і зайшли до маленької кімнати, де все виглядало так само, як раніше. Старий годинник цокав: «Тік-так!» — та коли Кай і Герда увійшли крізь двері, то зрозуміли, що стали дорослими.

Τα τριαντάφυλλα άνθιζαν μέσα από τα ανοιχτά παράθυρα, κι τα παιδικά σκαμνάκια τους έστεκαν ακόμα εκεί. Η Γκέρντα και ο Κέι κάθισαν στα καρεκλάκια τους κι έπιασαν ο ένας το χέρι του άλλου. Είχαν ξεχάσει πια το παγωμένο κι αδειανό μεγαλείο της Βασίλισσας του Χιονιού, σα να ήταν όνειρο.

Троянди на даху пишно квітнули й зазирали у вікно. Під аркою так само стояли маленькі стільчики. Кай і Герда сіли на них, взялись за руки, і холодна велич палацу Снігової Королеви вивітрилась із їхньої пам’яті, наче прикрий сон.

Η γιαγιά καθόταν στην λιακάδα και διάβαζε φωναχτά τη Βίβλο: «Αν δεν γίνετε σαν τα παιδιά, δεν θα μπείτε στη βασιλεία των ουρανών.»

Бабуся сиділа на осонні й читала уголос із Біблії: «Коли не станете, як ті діти, не ввійдете в Царство Небесне!»

Ο Κέι και η Γκέρντα κοίταξαν ο ένας τον άλλον στα μάτια, κι αμέσως θυμήθηκαν τον παλιό τους ύμνο:

Кай і Герда подивились одне одному в очі й раптом зрозуміли слова давньої пісеньки:

«Η τριανταφυλλιά στην κοιλάδα ανθίζει τόσο γλυκιά,
Κι οι άγγελοι κατεβαίνουν να χαιρετήσουν τα παιδιά.»

Квітнуть троянди, щоб згодом зів’яти.
Янголи линуть дітей привітати…

Κι ήταν τώρα κι οι δυο τους πια μεγάλοι· μεγάλοι κι όμως παιδιά, τουλάχιστον στην καρδιά. Κι ήταν καλοκαίρι! Καλοκαίρι, δοξασμένο καλοκαίρι!

Сиділи вони удвох, побравшись за руки, неначе діти, а довкруги стояла погожа літня днина.