Η Βασίλισσα του Χιονιού / Crăiasa zăpezii. Şapte povestiri — на грэчаскай і румынскай мовах. Старонка 3

Грэчаска-румынская кніга-білінгва

Χανς Κρίστιαν Άντερσεν

Η Βασίλισσα του Χιονιού

Hans Christian Andersen

Crăiasa zăpezii. Şapte povestiri

«Σίγουρα θα χαρεί πολύ να σε δει, να ακούσει πόσο μακρύ ταξίδι έκανες για χάρη του, και να μάθει πόσο δυστυχισμένοι είναι όλοι στο σπίτι απ’ όταν δεν ξαναγύρισε.»

Desigur că are să se bucure când are s-o vadă, şi ea are să-i spună ce drum lung a făcut până să dea de dânsul, şi ce necăjiţi au fost cei de-acasă când el a plecat şi nu s-a mai întors.

Ω, τι φόβος και χαρά μαζί!

Gretei îi era teamă şi totodată se bucura.

Τώρα βάδιζαν στις σκάλες. Μια μοναχική λάμπα έκαιγε εκεί, και στο πλατύσκαλο έστεκε το ήμερο Κοράκι, γυρίζοντας το κεφάλι της πότε απ’ τη μια πλευρά, πότε απ’ την άλλη, κοιτάζοντας την Γκέρντα, που υποκλίνονταν όπως της είχε μάθει η γιαγιά της.

Au ajuns sus la capătul scării. Pe un scrin era o lampă aprinsă şi jos pe podele stătea cioara cea domesticită şi îşi întorcea capul în toate părţile; Gretchen a făcut o plecăciune, aşa cum o învăţase bunică-sa.

«Ο καλός μου, μού είπε τόσα καλά για σένα αγαπητή μου, νεαρή κυρία,» είπε το ήμερο Κοράκι.» Είναι τόσο συγκινητική η ιστορία σου. Αν έχεις την καλοσύνη να πάρεις τη λάμπα, εγώ θα πάω εμπρός. Θα πάμε ίσια μπροστά, γιατί έτσι δεν θα συναντήσουμε κανέναν.»

— Logodnicul meu mi-a spus numai lucruri frumoase despre mata, domnişoară, zise cioara cea domesticită. Povestea matale e duioasă. Ia, te rog, lampa, eu am să merg înainte ca să-ţi arăt drumul, pe unde mergem noi, nu-i nimeni.

«Μα νομίζω πως κάποιος είναι πίσω μας,» είπε η Γκέρντα, «και κάτι μας προσπέρασε βιαστικά, σαν σκοτεινή σκιά πάνω στον τοίχο· άλογα με κυματιστές χαίτες και λεπτά πόδια, κυνηγοί, κυρίες και κύριοι καβάλα στα άλογα.»

— Parcă aud pe cineva în urma noastră, spuse Gretchen, şi chiar atunci a şi trecut ceva pe lângă dânsa; pe zid alergau ca nişte umbre cai cu coama în vânt şi cu picioarele subţiri, şi pe cai domni şi doamne şi vânători.

«Αυτά είναι μονάχα όνειρα,» είπε το Κοράκι, «που έρχονται για να προκαλέσουν τις σκέψεις των υψηλών προσώπων. Πάει καλά, θα μπορέσεις να τα δεις καλύτερα στο κρεβάτι. Μπορώ όμως να παρατηρήσω πως, όταν απολαμβάνει κανείς τιμή και διάκριση, έχει μια ευγνώμων καρδιά.

— Astea-s numai visuri, a spus cioara; vin şi iau la vânătoare gândurile prinţului şi ale prinţesei. Asta-i chiar foarte nimerit acuma, pentru că ai să poţi să-i vezi mai bine. Şi trag şi eu nădejde că, atunci când ai să ajungi la cinste şi mărire, n-ai să mă uiţi nici pe mine.

«Τς, τς! Δεν αξίζει να μιλάμε γι’ αυτά τώρα,» είπε το Κοράκι του δάσους.

— De asta nici o grijă, a spus cioroiul din pădure.

«Έφτασαν τότε στην πρώτη σάλα, που ήταν ντυμένη με ροδαλό σατέν και ψεύτικα λουλούδια στον τοίχο. Εδώ τα όνειρα έτρεχαν εδώ κι εκεί, όμως βιάζονταν τόσο πολύ, που η Γκέρντα δεν μπορούσε να δει τα υψηλά πρόσωπα.

Ajunseseră acuma într-o încăpere mare, tapetată cu mătase roz, cu flori. Şi deodată, visurile au trecut valvârtej pe lângă ei, dar aşa de repede, că Gretchen n-a putut să-i vadă pe prinţ şi pe prinţesă.

Η μια σάλα ήταν πιο εξαίσια από την άλλη, στ’ αλήθεια μπορούσε κανείς να τα χάσει απ’ την ομορφιά τους. Στο τέλος, έφτασαν στην κρεβατοκάμαρα.

Gretchen şi cu cele două ciori au mai trecut apoi prin câteva odăi, una mai frumoasă decât alta, şi au ajuns în iatac.

Το ταβάνι του δωματίου έμοιαζε μ’ ένα μεγάλο φοινικόδεντρο, που τα φύλλα του ήταν από γυαλί, ακριβό γυαλί. Εκεί στη μέση, από ένα χοντρό κλαδί κρέμονταν δύο κρεβάτια, που το καθένα τους έμοιαζε με έναν κρίνο.

Aici, tavanul semăna cu un palmier cu frunze de sticlă şi în mijlocul odăii atârnau de o tulpină de aur două paturi, fiecare din ele semănând cu un crin.

Το ένα ήταν λευκό, και σ’ αυτό ήταν ξαπλωμένη η Πριγκίπισσα. Το άλλο ήταν κόκκινο, κι εκεί έπρεπε να ψάξει για τον μικρό Κέι η Γκέρντα. Έσκυψε πάνω από τα κόκκινα πέταλα, και είδε έναν καστανό λαιμό. Ω! Αυτός ήταν, ο Κέι!

Un pat era alb, celălalt era roşu şi în acesta din urmă trebuia Gretchen să-l caute pe Karl. A dat la o parte o petală roşie şi a zărit o ceafă brună. O! Karl era!

Φώναξε τότε το όνομά του δυνατά κρατώντας κοντά τη λάμπα, και καθώς τα όνειρα έτρεξαν πάλι βιαστικά μέσα στο δωμάτιο, εκείνος ξύπνησε, γύρισε το κεφάλι του, και —δεν ήταν ο μικρός Κέι!

Gretchen l-a strigat pe nume, a ridicat lampa, şi deodată visurile s-au întors în goană în odaie, şi el s-a trezit, a întors capul şi… nu era Karl.

Ο Πρίγκιπας του έμοιαζε μονάχα στο λαιμό, αλλά ήταν νεαρός και όμορφος. Πίσω από τα λευκά πέταλα του κρίνου, κρυφοκοίταξε η Πριγκίπισσα και ρώτησε να μάθει τι συμβαίνει. Τότε η μικρή Γκέρντα άρχισε να κλαίει και διηγήθηκε όλη την ιστορία της, μα κι όλα όσα είχαν κάνει για κείνη τα Κοράκια.

Prinţul semăna cu Karl numai de la spate, dar era şi el tânăr şi drăguţ. Prinţesa se trezise şi ea şi din patul ei de petale albe de crin se uita acum clipind din ochi la Gretchen. A întrebat ce este. Gretchen a început să plângă şi i-a spus toată povestea ei şi ce făcuseră cele două ciori pentru ea.

«Φτωχή μικρούλα!» είπαν μαζί ο Πρίγκιπας και η Πριγκίπισσα. Επαίνεσαν πολύ τα Κοράκια κι είπαν πως δεν είναι διόλου θυμωμένοι μαζί τους, όμως δεν θα έπρεπε να το ξανακάνουν χωρίς να ρωτήσουν. Ωστόσο, έπρεπε να τα ανταμείψουν για την καλή τους πράξη.

— Săraca de tine, au spus prinţul şi prinţesa, au lăudat pe cele două ciori şi au spus că nu-s supăraţi pe ele, numai că de-acuma înainte să nu mai facă ce-au făcut. Au să primească şi o răsplată.

«Θέλετε να σας αφήσουμε να πετάξετε ελεύθεροι,» ρώτησε η Πριγκίπισσα, «ή μήπως προτιμάτε να μονιμοποιηθείτε ως κοράκια της αυλής του παλατιού, με όλα τα ψίχουλα της κουζίνας δικά σας;»

— Vreţi să zburaţi în libertate, a întrebat prinţesa, ori vreţi mai bine câte o slujbă de cioară princiară şi cu drept la toate cojile de legume de la bucătărie.

Τα δυο Κοράκια κούνησαν το κεφάλι και προτίμησαν τη μόνιμη θέση, γιατί σκέφτηκαν τα γηρατειά τους, και είπαν:
«Είναι καλό να προνοεί κανείς για τα γηρατειά του.»

Ciorile s-au închinat şi au spus că vor să aibă o slujbă fiindcă se gândeau că-i bine la bătrâneţe să aibă ceva sigur şi să nu ducă grijă de nimic.

Ο Πρίγκιπας σηκώθηκε και άφησε την Γκέρντα να κοιμηθεί στο κρεβάτι του, κι αυτό ήταν ότι περισσότερο μπορούσε να κάνει.

Prinţul s-a sculat din pat şi a pus-o pe Gretchen în locul lui să doarmă; mai mult nu putea face nici el.

Εκείνη δίπλωσε τα χεράκια της και σκέφτηκε, «Τι καλοί άνθρωποι και ζώα!» κι ύστερα αποκοιμήθηκε βαριά.

Gretchen şi-a împreunat mâinile şi s-a gândit: „Ce buni sunt oamenii şi animalele!”

Τα όνειρά ήρθαν ξανά κι έμοιαζαν τώρα με αγγέλους. Έσερναν ένα μικρό έλκηθρο, που μέσα του καθόταν ο μικρός Κέι και κουνούσε το κεφάλι· ήταν όμως μονάχα ένα όνειρο και γι’ αυτό εξαφανίστηκε αμέσως μόλις ξύπνησε.

Şi a închis ochii şi a adormit. Toate visurile au venit iar valvârtej înapoi şi acuma erau ca nişte îngeri şi trăgeau o săniuţă în care era Karl, şi el făcea semn din cap. Dar nu era decât un vis şi de aceea a pierit când ea s-a trezit.

Την επόμενη μέρα την έντυσαν από πάνω ως κάτω με μετάξι και βελούδο. Της πρότειναν αν ήθελε να μείνει στο παλάτι και να ζήσει εκεί μια ευτυχισμένη ζωή. Εκείνη όμως παρακάλεσε να της δώσουν μια μικρή άμαξα μ’ ένα άλογο να την σέρνει, κι ακόμα, ένα μικρό ζευγάρι παπούτσια. Ύστερα, είπε, θα πήγαινε ξανά έξω στον κόσμο, να ψάξει για τον Κέι.

A doua zi au îmbrăcat-o în mătase şi în catifea din cap până în picioare; au poftit-o să rămână la palat şi să trăiască în belşug, dar ea s-a rugat să-i dea numai o trăsurică cu un cal şi o pereche de pantofi, pentru că voia să plece iar în lume şi să-l caute pe Karl.

Της έδωσαν παπούτσια κι ένα γούνινο μανίκι για να ζεσταίνει τα χεράκια της· την έντυσαν στ’ αλήθεια πολύ όμορφα. Σαν ήταν έτοιμη να φύγει, μια ολοκαίνουργια άμαξα σταμάτησε μπροστά από την πόρτα. Ήταν από καθαρό χρυσάφι, ενώ ο αμαξάς, οι υπηρέτες και οι καβαλάρηδες ακόλουθοι, γιατί υπήρχαν και ακόλουθοι, φορούσαν όλοι χρυσά στέμματα.

I-au dat îndată pantofi şi un manşon, au îmbrăcat-o frumos şi când să plece, la scară era o caleaşcă numai de aur şi stema prinţului şi a prinţesei strălucea pe ea ca o stea. Vizitiul şi valetul aveau coroane de aur pe cap.

Ο Πρίγκιπας και η Πριγκίπισσα βοήθησαν την μικρή να ανέβει στην άμαξα και της ευχήθηκαν καλή επιτυχία.

Prinţul şi prinţesa au ajutat-o pe Gretchen să se urce în caleaşcă şi i-au urat drum bun.

Το Κοράκι του δάσους, που είχε πια παντρευτεί, τη συνόδεψε για τα πρώτα τρία μίλια. Κάθισε δίπλα στην Γκέρντα, γιατί δεν μπορούσε να πετά ανάποδα. Το άλλο Κοράκι στάθηκε στην πόρτα και χτυπούσε τα φτερά της. Δεν μπορούσε να συνοδεύσει κι εκείνη την Γκέρντα, γιατί υπέφερε από πονοκεφάλους από τότε που μονιμοποιήθηκε κι άρχισε να τρώει πολύ.

Cioroiul cel din pădure, care acuma era însurat, a însoţit-o cale de trei poşte. Şedea lângă ea, fiindcă nu-i plăcea să meargă cu spatele. Cioara de la curte stătea în uşă şi dădea din aripi; nu putuse să vină fiindcă o durea capul de când căpătase o slujbă şi mânca prea mult.

Το εσωτερικό της άμαξας ήταν ντυμένο με ζαχαρωτά δαμάσκηνα, και τα καθίσματα ήταν φρούτα και μελόψωμο.

Caleaşca pe dinăuntru era căptuşită cu turtă dulce, iar în lada de sub capră erau fructe şi covrigi.

«Στο καλό! Στο καλό!» φώναξαν ο Πρίγκιπας και η Πριγκίπισσα. Η Γκέρντα έκλαψε, και το Κοράκι το ίδιο. Έτσι πέρασαν τα πρώτα τρία μίλια. Τότε το Κοράκι την αποχαιρέτησε, κι αυτός ήταν ο πιο οδυνηρός αποχαιρετισμός απ’ όλους.

— Drum bun, drum bun! au spus prinţul şi prinţesa.
Gretchen a plâns şi cioara a plâns şi ea. După ce au mers aşa vreo trei poşte, cioroiul şi-a luat şi el rămas bun şi despărţirea dintre ei a fost şi mai duioasă.

Πέταξε πάνω σ’ ένα δέντρο κι άρχισε να χτυπά τα μαύρα του φτερά για όσο έβλεπε την άμαξα, που έλαμπε από μακριά σαν ηλιαχτίδα…

Cioroiul a zburat pe un copac şi a tot fâlfâit din aripile lui negre până când caleaşca nu s-a mai văzut.

Ιστορία πέμπτη: Η μικρή λησταρχίνα

A cincea povestire. Fetiţa de tâlhar

Το ταξίδι τους συνεχίστηκε μέσα από το πυκνό το δάσος, όμως η άμαξα έλαμπε σαν ολόλαμπρος πυρσός και δεν ήθελε πολύ να θαμπώσει τα μάτια των ληστών,

Au intrat într-o pădure deasă, dar caleaşca strălucea ca o faclă.

ώσπου δεν άντεξαν άλλο να τη βλέπουν. «Είναι από χρυσάφι! Είναι από χρυσάφι!» φώναξαν κι όρμησαν καταπάνω της. Άρπαξαν τα άλογα, έριξαν κάτω τους ακόλουθους, τον αμαξά και τους υπηρέτες, και τράβηξαν την μικρούλα Γκέρντα έξω από την άμαξα.

În pădure erau tâlhari; cum au văzut caleaşca, au şi venit.
— E de aur! E de aur! au strigat tâlharii şi s-au repezit, au apucat caii de dârlogi, au omorât pe vizitiu şi pe valeţi şi au scos-o pe Gretchen din caleaşcă.

«Τι παχουλή, τι όμορφη που είναι! Πρέπει να είναι ταϊσμένη με καρύδια κι αμύγδαλα,» είπε η μεγάλη λησταρχίνα, που είχε μια μακριά, άθλια γενειάδα και πυκνά φρύδια, που κρέμονταν πάνω από τα μάτια της.

— E grăsuţă şi drăguţă, hrănită numai cu miez de nucă, a spus o babă, nevasta unui tâlhar; avea păr pe obraz şi nişte sprâncene stufoase, care-i atârnau până peste ochi.

«Είναι σαν καλοταϊσμένο αρνάκι! Θα ‘ναι πολύ νόστιμη!» Τράβηξε τότε ένα μαχαίρι, κι η λεπίδα του άστραψε τρομερή.

E chiar ca un miel gras! Trebuie să fie foarte gustoasă!
Şi baba şi-a scos cuţitul; era un cuţit ascuţit tare şi lucios, de te-nfiorai numai când te uitai.

«Άουτς!» φώναξε άξαφνα η λησταρχίνα, σαν την δάγκωσε στ’ αυτί η μικρή της κόρη, που κρέμονταν στην πλάτη της. Ήταν τόσο άγρια κι ατίθαση αυτή η μικρή, που σχεδόν διασκέδαζε κανείς σαν την έβλεπε. «Παλιόπαιδο!» τσίριξε η μητέρα, κι η απόπειρα να σκοτώσει την Γκέρντα, απόμεινε στη μέση.

Dar chiar în clipa aceea baba a scos un ţipăt, fiindcă fetiţa ei, pe care o purta în spate şi care era grozav de obraznică şi de rea, a muşcat-o de ureche.
— Afurisită ce eşti! a strigat baba de durere şi a uitat s-o taie pe Gretchen.

«Θέλω να παίξει μαζί μου. Θα μου δώσει το γούνινο μανίκι της και το όμορφο φόρεμά της. Και θα κοιμηθεί στο κρεβάτι μου!» είπε η μικρή λησταρχίνα κι έδωσε άλλη μια δαγκωνιά στη μητέρα της, τόσο δυνατή, που την έκανε να πηδήξει από τον πόνο κι άρχισε να τρέχει γύρω γύρω.
«Κοίτα την πως χορεύει!» χαχάνισαν οι ληστές.

— Las-o, că vreau să mă joc cu ea! a spus fetiţa de tâlhar. Am să-i iau manşonul şi hăinuţele şi are să doarmă cu mine.
Şi a mai muşcat-o o dată pe mumă-sa aşa de tare că tâlhăroaica a sărit în sus şi s-a învârtit de câteva ori de durere. Şi toţi tâlharii râdeau şi spuneau:
— Ia uite-o cum joacă cu fiică-sa în spate!

«Θα μπω κι εγώ στην άμαξα,» είπε η μικρή λησταρχίνα, και δεν υπήρχε περίπτωση να μη γίνει το δικό της· τόσο πολύ κακομαθημένη και πεισματάρα ήταν.

— Vreau să mă urc în caleaşcă, a spus fetiţa de tâlhar şi au trebuit să-i facă pe plac, fiindcă era răsfăţată şi încăpăţânată.

Έτσι, μπήκε μαζί με την Γκέρντα στην άμαξα, και κίνησαν μακριά, πάνω από κούτσουρα κομμένων δέντρων, βαθιά, όλο και πιο βαθιά μέσα στο δάσος. Η μικρή λησταρχίνα είχε το ίδιο μπόι με την Γκέρντα, ήταν όμως πιο δυνατή, με πλατιούς ώμους και μαυρισμένη. Τα μάτια της ήταν ολόμαυρα κι έμοιαζαν σχεδόν μελαγχολικά. Αγκάλιασε την μικρή Γκέρντα και είπε:

S-au urcat amândouă în caleaşcă şi s-au înfundat în pădure. Fetiţa de tâlhar era de-o vârstă cu Gretchen, dar mai voinică, mai spătoasă, mai negricioasă. Ochii îi erau negri şi parcă mâhniţi. A luat-o de mijloc pe Gretchen şi i-a spus:

«Όσο δεν είμαι δυσαρεστημένη μαζί σου, δεν πρόκειται κανείς να σε σκοτώσει. Είσαι, χωρίς αμφιβολία, μια Πριγκίπισσα, έτσι;»

— Eu nu vreau să te omoare până nu m-oi supăra eu pe tine! Dar tu eşti prinţesă, nu?

«Όχι,» είπε η Γκέρντα, κι αμέσως άρχισε να σκέφτεται όλα όσα της είχαν συμβεί και πόσο μεγάλη ήταν η έγνοια της για τον μικρό της Κέι.

— Nu, a răspuns Gretchen, şi i-a povestit tot ce i se întâmplase şi cât de mult ţinea ea la Karl.

Η μικρή λησταρχίνα την κοίταξε όλο σοβαρότητα και κούνησε το κεφάλι.
«Δεν πρόκειται να σε σκοτώσουν ούτε κι όταν θυμώσω μαζί σου: γιατί τότε θα το κάνω εγώ,» είπε, και σκούπισε τα μάτια της Γκέρντα, κι ύστερα, έβαλε τα δυο της χέρια στο γούνινο μανίκι που ήταν τόσο μαλακό και ζεστό.

Fetiţa de tâlhar s-a uitat gânditoare la ea, a dat uşor din cap şi a spus:
— Nu, nu trebuie să te omoare chiar dacă m-oi supăra pe tine, că, dacă m-oi supăra, te omor eu! Şi i-a şters lui Gretchen lacrimile şi şi-a băgat mâinile în manşonul lui Gretchen, care era călduros şi moale.

Κάποτε η άμαξα σταμάτησε. Είχαν φτάσει στη μέση της αυλής του κάστρου ενός ληστή, που ήταν γεμάτο ρωγμές από πάνω ως κάτω, και μέσα απ’ τα ανοίγματα, πετούσαν καρακάξες και κουρούνες. Τα πελώρια σκυλιά πήδηξαν πάνω, κι έμοιαζαν πως μπορούσε το καθένα από δαύτα να καταπιεί κι από έναν ολόκληρο άνθρωπο· όμως δεν γαύγισαν καθόλου, γιατί ήταν απαγορευμένο.

Caleaşca s-a oprit. Erau acuma în curtea unui castel de tâlhari care era dărăpănat de sus până jos. Pereţii erau sparţi şi prin găuri intrau şi ieşeau în zbor corbi şi ciori, iar nişte dulăi voinici că ar fi putut înghiţi şi un om săreau în toate părţile, dar nu lătrau fiindcă n-aveau voie.

Στο μέσο μιας μεγάλης παλιάς και καπνισμένης σάλας, έκαιγε μια φωτιά πάνω στο πέτρινο πάτωμα. Ο καπνός χάνονταν κάτω από τις πέτρες αναζητώντας διέξοδο. Σ’ ένα τεράστιο καζάνι έβραζε μια σούπα, ενώ λαγοί και κουνέλια ψήνονταν στην σούβλα.

În sala cea mare a castelului, veche şi afumată, în mijloc, pe lespezi, ardea un foc mare; fumul se urca până în tavan şi trebuia să-şi găsească singur un loc pe unde să iasă. Pe foc era un cazan mare cu supă şi câţiva tâlhari frigeau la frigare iepuri şi iepuri de casă.

«Θα κοιμηθείς μαζί μου απόψε, παρέα με όλα μου τα ζώα,» είπε η μικρή λησταρχίνα, κι αφού έφαγαν και ήπιαν, πήγαν σε μια γωνιά στρωμένη με άχυρα και χαλιά.

— Noaptea asta ai să dormi cu mine şi cu păsările mele, spuse fetiţa de tâlhar.
După ce au mâncat, s-au dus într-un colţ unde era un maldăr de paie acoperit cu covoare.

Εκεί δίπλα, πάνω σε κούρνιες και σανίδια, κάθονταν ίσαμε εκατό περιστέρια κι όλα φαίνονταν να κοιμούνται, κουνήθηκαν όμως λίγο μόλις πλησίασε η μικρή λησταρχίνα.

Deasupra, pe nişte stinghii, erau peste o sută de porumbei care parcă dormeau, dar toţi au tresărit când au venit fetiţele.

«Είναι όλα δικά μου,» είπε, πιάνοντας από τα πόδια ένα που ήταν κοντά της, κι άρχισε να το κουνά τόσο δυνατά, όσο να κάνει τα φτερά του να φτερουγίσουν.

— Ai mei sunt toţi, a zis fetiţa de tâlhar şi a luat un porumbel de picioare şi l-a scuturat până când a început să dea din aripi.

«Φίλησέ το,» φώναξε και πέταξε το περιστέρι πάνω στο πρόσωπο της Γκέρντα.

— Sărută-l, a strigat ea către Gretchen şi a lovit-o în obraz cu porumbelul.

«Εκεί πάνω είναι η παρέα του δάσους,» συνέχισε δείχνοντας μερικά ξυλάκια στερεωμένα μπροστά σε μια τρύπα, ψηλά πάνω στον στοίχο.

Uite, colo sunt porumbeii sălbatici, a mai zis ea şi a arătat o gaură în zid, cu nişte beţe înfipte în chip de gratii.

«Θα είχανε πετάξει μακριά αν δεν τα είχα έτσι γερά κλεισμένα στο κλουβί. Κι αυτός εδώ, είναι ο γερο-αγαπημένος μου, ο Μπακ,» είπε και πιάστηκε από τα κέρατα ενός τάρανδου, που ήταν δεμένος από ένα λαμπερό χάλκινο δαχτυλίδι γύρω απ’ τον λαιμό του.

Sunt doi şi trebuie să-i ţin închişi, că altfel zboară. Şi uite ici pe Bum-Bum, care mi-i foarte drag. Şi trase de coarne pe un ren care stătea legat într-un colţ, cu o zgardă de fier la gât.

«Πρέπει να τον κρατάμε δεμένο κι αυτόν τον φιλαράκο, αλλιώς θα το σκάσει. Κάθε βράδυ τον γαργαλάω στον λαιμό με το κοφτερό μαχαίρι μου· τρομάζει πολύ!»

— Şi pe el trebuie să-l ţinem strâns, că altfel o ia la fugă. În fiecare seară înainte de culcare îl gâdil cu cuţitul şi i-i frică grozav.

Κι έβγαλε αμέσως ένα μακρύ μαχαίρι μέσα από μια σχισμή του τοίχου, και τ’ άφησε να λαμπυρίσει πάνω από τον λαιμό του καημένου του τάρανδου που άρχισε να κλωτσά. Η μικρή λησταρχίνα έβαλε τα γέλια και τράβηξε την Γκέρντα μαζί της στο κρεβάτι.

Şi fetiţa scoase un cuţit lung dintr-o crăpătură a zidului şi îl dezmierdă uşurel pe ren cu cuţitul pe gât. Bietul ren a început să dea din picioare şi fetiţa de tâlhar a râs şi a luat-o pe Gretchen în pat cu ea.

«Σκοπεύεις να κρατάς το μαχαίρι ενώ κοιμάσαι;» ρώτησε η Γκέρντα, κοιτάζοντας τη λεπίδα του αρκετά φοβισμένη.

— Tu dormi cu cuţitul în mână? a întrebat-o Gretchen uitându-se cam îngrijorată la cuţit.

«Πάντα κοιμάμαι με το μαχαίρι μου,» απάντησε η μικρή λησταρχίνα. «Κανείς δεν ξέρει τι μπορεί να συμβεί. Πες μου όμως, άλλη μια φορά, τα πάντα για τον μικρό Κέι και γιατί βγήκες μόνη σου στον κόσμο.»

— Întotdeauna dorm cu cuţitul, a răspuns fetiţa de tâlhar. Niciodată nu ştii ce se poate întâmpla şi acuma ia spune-mi, din nou, cum a fost cu Karl şi de ce-ai plecat tu în lumea largă?

Κι η Γκέρντα τα είπε όλα από την αρχή, ενώ τα περιστέρια του δάσους έκαναν Κουού κουού από ψηλά στο κλουβί τους, και τα υπόλοιπα κοιμόνταν.

Gretchen i-a povestit iar cum a fost şi porumbeii sălbatici uguiau în colivie şi ceilalţi porumbei dormeau.

Η μικρή λησταρχίνα είχε σφίξει το μπράτσο της γύρω από το λαιμό της Γκέρντα και με το μαχαίρι στο άλλο χέρι, ροχάλιζε τόσο δυνατά που όλοι την άκουγαν. Όμως η Γκέρντα δεν μπορούσε να κλείσει μάτι, γιατί δεν ήξερε αν θα ζούσε ή θα πέθαινε.

Fetiţa de tâlhar cu o mână a luat-o după gât pe Gretchen, iar cu cealaltă ţinea strâns cuţitul; n-a trecut mult şi a adormit şi a început să sforăie. Gretchen însă nu putea închide ochii şi se tot gândea: „Oare ce-o să se mai întâmple cu ea, au s-o omoare, au s-o lase să trăiască?”

Οι ληστές κάθισαν γύρω από τη φωτιά, τραγούδησαν και ήπιαν, κι η μεγάλη λησταρχίνα χοροπήδησε τόσο, που τρόμαξε τη μικρή Γκέρντα.

Tâlharii şedeau lângă foc, beau şi cântau şi tâlhăroaica se dădea de-a tumba.


Era o privelişte groaznică pentru biata fetiţă.

«Κουού! Κουού!» είπαν τότε τα περιστέρια, «Εμείς έχουμε δει τον μικρό Κέι! Μια λευκή πουλάδα κουβαλά το έλκηθρό του. Εκείνος κάθεται στο έλκηθρο της Βασίλισσας του Χιονιού, που πέρασε από δω όσο εμείς καθόμασταν στη φωλιά μας. Φύσηξε πάνω μας, στα νεαρά, και όλα πέθαναν εκτός από εμάς τους δυο. Κουού! Κουού!»

Şi deodată, porumbeii sălbatici au început să vorbească:
— U-gu-gu, u-gu-gu! L-am văzut pe Karl. Sania i-o trăgea o găină albă şi el şedea în trăsura Crăiesei Zăpezii; Crăiasa a trecut pe deasupra pădurii când eram pui şi şedeam în cuib; a suflat înspre noi şi toţi ceilalţi au murit, numai noi am rămas. U-gu-gu, u-gu-gu!

«Τι λέτε εσείς εκεί πάνω;» φώναξε η Γκέρντα. «Πού πήγε η Βασίλισσα του Χιονιού; Ξέρετε πού πήγε;»

— Ce tot vorbiţi acolo? a strigat la ei Gretchen. Încotro se ducea Crăiasa Zăpezii? Mai ştiţi ceva de dânsa?

«Χωρίς αμφιβολία, πήγε στη Λαπωνία, γιατί εκεί υπάρχει πάντοτε χιόνι και πάγος. Ρώτησε τον Τάρανδο, αυτόν που είναι δεμένος εκεί.»

— Noi credem că s-a dus în Laponia, fiindcă acolo-i mereu zăpadă şi gheaţă. Întreabă pe renul acela care e legat.

«Χιόνι και πάγος υπάρχει εκεί! Είναι εκεί, λαμπρό και όμορφο!» είπε ο Τάρανδος. «Εκεί μπορεί κανείς να τρέξει πάνω στις πελώριες αστραφτερές κοιλάδες! Η Βασίλισσα του Χιονιού έχει εκεί το εξοχικό της, μα η μόνιμη κατοικία της είναι ψηλά, κοντά στον Βόριο Πόλο, στο νησί που ονομάζεται Σπιτσβέργη.»

— Da, acolo-i zăpadă multă şi e straşnic de frumos, a spus renul. Acolo poţi să alergi şi să zburzi cât îţi place, acolo îşi are Crăiasa Zăpezii cortul ei de vară, da’ palatul ei e departe, tocmai către Polul Nord, pe o insulă căreia îi zice Spitzbergen.

«Ω, Κέι! Φτωχέ μου Κέι!» αναστέναξε η Γκέρντα.

— O, săracul Karl! a oftat Gretchen.

«Θα κάτσεις επιτέλους ήσυχη;» είπε η μικρή λησταρχίνα. «Γιατί θα σε κάνω εγώ να κάτσεις.»

— Da’ mai astâmpără-te odată, a strigat fetiţa de tâlhar, că acuşi bag cuţitul în tine!

Σαν ήρθε το πρωί, η Γκέρντα διηγήθηκε στη μικρή λησταρχίνα όλα όσα της είπαν τα περιστέρια του Δάσους. Εκείνη την κοίταξε πολύ σοβαρή, ώσπου κούνησε το κεφάλι και είπε:
«Δεν έχει σημασία —δεν έχει σημασία. Ξέρεις που βρίσκεται η Λαπωνία;» ρώτησε τον Τάρανδο.

A doua zi dimineaţă Gretchen i-a spus tot ce vorbiseră porumbeii sălbatici. Fetiţa de tâlhar s-a gândit o clipă, apoi a dat din cap şi a zis:
— Tot una-i! Tot una-i! Tu ştii unde-i Laponia? a întrebat ea pe ren.

«Ποιος μπορεί να ξέρει καλύτερα από μένα;» είπε το ζωντανό, και τα μάτια του άρχισαν να αναπολούν. «Εκεί γεννήθηκα και μεγάλωσα —εκεί έτρεχα και χοροπηδούσα πάνω στους χιονισμένους αγρούς.»

— Cine să ştie dacă n-oi şti eu? a răspuns renul şi ochii i-au scânteiat. Doar eu acolo m-am născut şi am crescut şi acolo am zburdat pe zăpadă.

«Άκου,» είπε η μικρή λησταρχίνα στην Γκέρντα. «Οι άντρες έχουν φύγει, όμως η μητέρα μου είναι ακόμα εδώ, και θα μείνει. Όμως κοντά στο ξημέρωμα, πίνει πάντα μια γουλιά από το φλασκί της κι ύστερα κοιμάται λίγο. Τότε, θα κάνω κάτι για σένα.»

— Uite ce zic eu, spuse Gretei fetiţa de tâlhar. Acum toţi ai noştri au plecat, numai mama a rămas acasă. Pe la amiază, ea bea din sticla aceea mare, pe care o vezi acolo, pe urmă adoarme. Şi vedem noi ce-i de făcut.

Πήδηξε τότε απ’ το κρεβάτι κι έτρεξε στη μητέρα της.
«Καλημέρα γλυκιά μου μητέρα που είσαι σα γριά γίδα,» είπε καθώς την τραβούσε από το γένι, με τα χέρια τυλιγμένα γύρω από το λαιμό της.

Fetiţa de tâlhar a sărit din pat, a luat-o pe mamă-sa de după gât, a tras-o de barbă şi i-a spus: „Bună dimineaţa, capră bătrână ce eşti!”

Η μητέρα έπιασε τη μύτη της και την κράτησε μέχρι που έγινε το πρόσωπό της κόκκινο και μπλε· όμως όλα αυτά ήτανε μονάχα από αγνή αγάπη.

Mamă-sa i-a dat câteva bobârnace de i s-a învineţit nasul, dar asta era la ea un semn de dragoste.

Μόλις η μητέρα ήπιε μια γουλιά απ’ το φλασκί της κι έπεσε να πάρει έναν υπνάκο, η μικρή λησταρχίνα πήγε στον Τάρανδο και είπε:
«Πολύ θα ήθελα να σε γαργαλήσω κι άλλο με το κοφτερό μαχαίρι μου, γιατί είσαι τόσο διασκεδαστικός, όμως θα σε ελευθερώσω και θα σε βοηθήσω να φύγεις για να μπορέσεις να πας πίσω στη Λαπωνία. Κοίτα να βαστήξουν γερά τα πόδια σου και να πας αυτό το μικρό κορίτσι στο παλάτι της Βασίλισσας του Χιονιού, εκεί που βρίσκεται ο μικρός της φίλος.

După ce mamă-sa a tras zdravăn din sticlă şi a adormit, fetiţa de tâlhar s-a dus la ren şi i-a spus:
— Îmi place grozav să te dezmierd pe gât cu cuţitul, că eşti caraghios când te dezmierd şi azvârli din picioare, dar acuma trebuie să-ţi dau drumul. Am să tai frânghia şi ai să pleci în Laponia. Da’ să te duci drept acolo şi s-o iei pe fetiţa asta în spate şi s-o duci la palatul în care stă Crăiasa Zăpezii şi unde e prietenul fetiţei.

Φαντάζομαι πως άκουσες όλα όσα είπε, αφού μιλούσε αρκετά δυνατά κι εσύ άκουγες.»

Cred c-ai ascultat ce spunea, că a vorbit destul de tare şi tu ai ascultat.

Ο Τάρανδος πήδηξε από τη χαρά του. Η μικρή λησταρχίνα σήκωσε τη Γκέρντα και προνόησε να την δέσει γερά πάνω στη ράχη του Τάρανδου· της έδωσε ακόμα κι ένα μικρό μαξιλάρι για να κάθεται.

Renul a sărit în sus de bucurie. Fetiţa de tâlhar a luat-o pe Gretchen şi a urcat-o pe ren, a legat-o de spinarea renului şi i-a dat şi o pernuţă să şi-o pună dedesubt.

«Ορίστε οι μάλλινες κάλτσες σου, γιατί θα κάνει κρύο· όμως το γούνινο μανίκι θα το κρατήσω εγώ, γιατί είναι πολύ όμορφο. Πάρε ένα ζευγάρι παραγεμισμένα γάντια της μητέρας μου· θα σου φτάνουν ως τον αγκώνα. Εμπρός, φόρεσέ τα! Τώρα μοιάζεις σαν την άσχημη γριά μάνα μου, τουλάχιστον στα χέρια!»

— De frig n-are să-ţi fie prea frig, că ai pantofii îmblăniţi, dar manşonul ţi-l iau eu, că-mi place. Da-ţi dau, uite, mănuşile mamei. Îs mari, că-ţi ajung până la coate, ia pune-le! Acuma ai nişte mâini chiar ca mama.

Η Γκέρντα έκλαψε από χαρά.

Gretchen a început să plângă de bucurie.

«Ωχ, δεν αντέχω να σε βλέπω να κλαψουρίζεις,» είπε η μικρή λησταρχίνα. «Τώρα είναι που θα έπρεπε να ‘σαι ευχαριστημένη. Πάρε δύο φρατζόλες ψωμί και ζαμπόν για να μη πεθάνεις απ’ την πείνα.»

— Nu-mi place că plângi, a spus fetiţa de tâlhar. Acuma trebuie să fii veselă. Uite, îţi dau două pâini şi o bucată de şuncă, ca să ai pe drum.

Έδεσε το ψωμί και το κρέας στην πλάτη του Ταράνδου κι άνοιξε την πόρτα, φώναξε μέσα όλα τα σκυλιά, κι ύστερα, έκοψε με το μαχαίρι της το σχοινί που κρατούσε το ζώο δεμένο.
«Φύγε τώρα!» είπε η μικρή λησταρχίνα στον Τάρανδο, «πρόσεχε όμως το κορίτσι σαν τα μάτια σου!»

A legat de spinarea renului şunca şi pâinea, pe urmă a deschis uşa şi a chemat înăuntru dulăii, apoi a tăiat frânghia cu cuţitul ei cel bine ascuţit şi i-a spus renului:
— Pleacă repede şi ai grijă de fetiţă!

Η Γκέρντα άπλωσε τα χέρια της με τα μεγάλα, παραγεμισμένα γάντια, να αγκαλιάσει τη μικρή λησταρχίνα. «Αντίο!» είπε, κι ο Τάρανδος πέταξε πάνω από θάμνους και βάτα μέσα στο μεγάλο δάσος, πάνω από βάλτους και ρείκια, όσο πιο γρήγορα μπορούσε.

Gretchen a întins către ea mâinile cu mănuşile până la coate şi şi-a luat rămas-bun şi renul a luat-o la fugă peste râpe şi prin ponoare, prin pădurea cea mare, pe câmpii şi ape îngheţate.

«Αψού! Αψού!» ακούστηκε στον ουρανό. Σαν κάποιος να φταρνίζονταν.

Lupii urlau şi corbii croncăneau. Şi pe cer parcă se întindeau nişte perdele luminoase.

«Είναι ο παλιόφιλός μου, το βόρειο σέλας,» είπε ο Τάρανδος, «κοίτα πώς λάμπει!» Κι αμέσως άρχισε να τρέχει ακόμα πιο γρήγορα, -μέρα και νύχτα πήγαινε, τα ψωμιά τελείωσαν και το ζαμπόν το ίδιο. Κι έφτασαν πια στη Λαπωνία…

— Asta-i Aurora Boreală, a spus renul; ia uite cum străluceşte!
Şi a început să alerge şi mai repede. Şi aşa au mers ei ziua şi noaptea fără să oprească. Şi când pâinea şi cu şunca s-au isprăvit, au ajuns şi ei în Ţara Laponilor.

Ιστορία έκτη: Η γυναίκα από τη Λαπωνία, κι η γυναίκα από τη Φινλανδία.

A şasea povestire. Lapona şi finlandeza

Άξαφνα σταμάτησαν μπροστά σ’ ένα μικρό σπίτι, που έμοιαζε άθλιο και ταλαιπωρημένο. Η στέγη ακουμπούσε στο έδαφος, κι η πόρτα ήταν τόσο χαμηλή, που όλοι στην οικογένεια, έπρεπε να σέρνονται πάνω στην κοιλιά τους για να μπουν μέσα ή να βγουν έξω.

S-au oprit la o căsuţă care era tare sărăcăcioasă; acoperişul atârna până aproape de pământ şi uşa era aşa de joasă că trebuia să intri şi să ieşi pe brânci.

Στο σπίτι δεν ήτανε κανένας, εκτός από μια γριά γυναίκα από τη Λαπωνία, που μαγείρευε ψάρι στο φως μιας παλιάς λάμπας. Ο Τάρανδος της είπε όλη την ιστορία της Γκέρντα αφού πρώτα είπε όλη τη δική του, που τη θεωρούσε πολύ πιο σημαντική. Η μικρούλα Γκέρντα ήταν τόσο παγωμένη που δεν μπορούσε ούτε να μιλήσει.

În căsuţă nu era decât o laponă bătrână, care stătea lângă o lampă, ardea cu untură de focă şi pe care fierbea nişte peşte. Renul i-a spus babei tot ce se întâmplase cu Gretchen, dar mai întâi a povestit ce i se întâmplase lui, pentru că asta i se părea lucru mai de seamă, iar Gretchen era aşa de îngheţată că nici nu putea vorbi.

«Φτωχή μικρούλα,» είπε η γυναίκα από τη Λαπωνία, «έχεις ακόμα πολύ δρόμο μπροστά σου. Περισσότερα από εκατό μίλια για να φτάσεις στη Φινλανδία. Εκεί έχει το εξοχικό της η Βασίλισσα του Χιονιού, εκεί που ανάβουν μπλε φώτα κάθε βράδυ.

— Vai de capul vostru!, a spus lapona. Mai aveţi o mulţime de mers. Trebuie să mai faceţi vreo sută de poşte şi să ajungeţi în Finnmarken; acolo stă Crăiasa Zăpezii şi aprinde în fiecare seară un foc de bengal.

Θα γράψω και θα σου δώσω μερικά λόγια εκ μέρους μου, όμως θα τα γράψω πάνω σ’ ένα ξερό ψάρι του ατλαντικού, γιατί χαρτί δεν έχω. Το σημείωμα αυτό θα το δώσεις στη γυναίκα από την Φινλανδία, κι αυτή με τη σειρά της, θα μπορέσει να σου δώσει περισσότερες πληροφορίες από μένα.»

Am să scriu câteva vorbe pe un peşte uscat, că hârtie n-am, şi am să vă dau o scrisoare către o finlandeză care locuieşte acolo. Ea are să vă spună mai bine cum stau lucrurile.

Όταν το κορίτσι ζεστάθηκε καλά, έφαγε και ήπιε, η γυναίκα από τη Λαπωνία έγραψε μερικά λόγια πάνω σ’ ένα αποξηραμένο ψάρι, και παρακάλεσε την Γκέρντα να τα προσέξει σαν τα μάτια της. Ύστερα την έβαλε πάνω στον τάρανδο, την έδεσε γερά, και το ζώο έτρεξε μακριά.

După ce Gretchen s-a încălzit şi a mâncat, lapona a scris câteva vorbe pe un peşte uscat, a dat Gretei peştele şi i-a spus să-l păstreze bine, a legat-o iar pe fetiţă pe spinarea renului şi renul a pornit la fugă.

«Αψού! Αψού!» ακούστηκε πάλι στον αέρα, και τα πιο μαγευτικά μπλε φώτα άναψαν στον ουρανό ολόκληρη τη νύχτα, ώσπου κάποτε έφτασαν στην Φινλανδία. Χτύπησαν την καμινάδα της γυναίκας από την Φινλανδία, γιατί πόρτα δεν είχε να χτυπήσουν.

Toată noaptea, Aurora Boreală a luminat cerul cu strălucirea ei albastră. Şi aşa, după ce au mers cât au mers, au ajuns în Finlanda şi au bătut în hornul finlandezei, pentru că uşă nu avea.

Έκανε τόση ζέστη μέσα στο σπίτι, που η γυναίκα από τη Φινλανδία ήταν σχεδόν μισόγυμνη. Ήταν τόσο μικροσκοπική και βρώμικη.

Înăuntru era o căldură aşa de mare că finlandeza umbla aproape goală; era mititică şi zbârcită.

Χαλάρωσε κάπως τα ρούχα της μικρής Γκέρντα και της έβγαλε τα χοντρά γάντια και τις μπότες, γιατί αλλιώς, θα έσκαγε από τη ζέστη. Πρώτα έβαλε ένα κομμάτι πάγου στο κεφάλι του Τάρανδου για να τον δροσίσει, κι ύστερα διάβασε εκείνα που ήταν γραμμένα πάνω στο ψαρό-δέρμα.

I-a scos repede Gretei hainele, i-a scos mănuşile şi ghetuţele, că altfel i-ar fi fost fetiţei prea cald, i-a pus renului o bucată de gheaţă pe cap şi a citit ce era scris pe peştele cel uscat.

Τα διάβασε τρεις φορές και τότε σιγουρεύτηκε μέσα από την καρδιά της. Έβαλε το αποξηραμένο ψάρι στο ντουλάπι, -γιατί μια χαρά θα μπορούσε να φαγωθεί αργότερα, κι εκείνη δεν πετούσε τίποτα ποτέ.

A citit de trei ori până ce a învăţat pe dinafară tot ce era scris şi a băgat peştele în oala de supă, că doar era bun de mâncat şi finlandeza nu părăduia niciodată nimic.

Τότε ο Τάρανδος είπε πάλι πρώτα τη δική του ιστορία, κι ύστερα, την ιστορία της Γκέρντα. Η γυναίκα από τη Φινλανδία έκλεισε τα μάτια της αλλά δεν είπε λέξη.

Renul i-a povestit mai întâi întâmplările lui şi pe urmă pe acelea ale Gretei şi finlandeza clipea din ochii ei isteţi, dar nu zicea nimic.

«Είσαι τόσο έξυπνη,» είπε ο Τάρανδος, «και ξέρω, πως μπορείς να στρίψεις όλους τους ανέμους μαζί και να τους κάνεις κόμπο. Αν ο ναυτικός λύσει έναν κόμπο, τότε θα έχει καλό άνεμο, αν λύσει δεύτερο, θα φυσήξει δυνατά, κι αν λύσει τον τρίτο και τον τέταρτο, τότε ο άνεμος θα μανιάσει τόσο που θα αναποδογυρίσει ολάκερα δάση.

— Tu eşti deşteaptă, a spus renul. Eu ştiu că poţi să înnozi cap la cap toate vânturile din lume într-un singur ghem. Dacă corăbierul deznoadă un nod, atunci capătă un vânt prielnic, dacă deznoadă alt nod, vântul bate tare, iar dacă deznoadă încă unul şi încă unul, atunci bate de urneşte din loc pădurile.

Θα δώσεις ένα φίλτρο στο κορίτσι, για ν’ αποκτήσει δύναμη ίση με δώδεκα αντρών και να νικήσει τη Βασίλισσα του Χιονιού;»

Dă-i şi fetiţei să bea ceva ca să capete putere cât doisprezece voinici şi să răpună pe Crăiasa Zăpezii.

«Τη δύναμη δώδεκα αντρών!» είπε η γυναίκα από τη Φινλανδία. «Αυτό θα ήταν πολύ καλό!»

— Da, să vedem! a spus finlandeza. Doisprezece voinici ar ajunge?

Πήγε τότε σ’ ένα ντουλάπι κι έβγαλε από κει ένα μεγάλο δέρμα, τυλιγμένο σε ρολό. Μόλις το ξετύλιξε, φάνηκαν κάτι παράξενα γράμματα γραμμένα πάνω του, κι γυναίκα από τη Φινλανδία άρχισε να διαβάζει, με τέτοιο ρυθμό που ιδρώτας στάλαζε από το μέτωπό της.

Şi s-a dus şi-a luat de pe o policioară un sul mare de piele şi l-a desfăcut. Pe sul erau scrise nişte litere ciudate şi finlandeza a început să citească şi a citit, a citit de-i curgeau sudorile.

Βλέποντας όμως, από τη μια τον Τάρανδο που παρακαλούσε τόσο θερμά για χάρη της Γκέρντα, κι από την άλλη, την ικεσία μέσα στα δακρυσμένα μάτια του κοριτσιού, η γυναίκα από την Φινλανδία έγνεψε, πήρε τον Τάρανδο σε μια γωνιά, κι αφού έβαλε λίγο φρέσκο πάγο στο κεφάλι του, ψιθύρισαν μαζί μερικές κουβέντες ιδιαιτέρως.

Şi renul a rugat-o aşa de mult s-o ajute pe Gretchen, Gretchen s-a uitat aşa de rugătoare şi cu lacrimi în ochi la finlandeză încât aceasta a început să clipească din ochii ei isteţi şi l-a luat pe ren într-un colţ, i-a mai pus o bucată de gheaţă pe cap şi i-a spus în şoaptă:

«Ο μικρός Κέι είναι πράγματι μαζί με την Βασίλισσα του Χιονιού, και του αρέσει πολύ εκεί. Νομίζει πως είναι το καλύτερο μέρος στον κόσμο, και το νομίζει γιατί έχει ένα κομμάτι γυαλί μέσα στο μάτι του, κι άλλο ένα στην καρδιά του. Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να βγουν αυτά, αλλιώς δεν θα επιστρέψει ποτέ πίσω στους ανθρώπους, κι η Βασίλισσα του Χιονιού θα συνεχίσει να τον εξουσιάζει.»

— Karl e la Crăiasa Zăpezii şi îi place la ea şi crede că-i mai bine acolo decât oriunde în lume. Dar toate acestea sunt din pricină că are un ciob de sticlă în inimă şi o ţandără de sticlă în ochi; dacă cineva îi scoate ciobul din inimă şi ţandăra din ochi atunci se face iar om bun şi Crăiasa Zăpezii nu mai are putere asupra lui.

«Δεν μπορείς όμως να δώσεις στην μικρή Γκέρντα κάτι που θα την κάνει πιο δυνατή απ’ όλα αυτά;»

— Da’ tu nu poţi să-i dai Gretei ceva ca să capete ea o putere mai mare?

«Δεν μπορώ να της δώσω περισσότερη δύναμη απ’ όση ήδη έχει. Δεν βλέπεις πόσο σπουδαία είναι; Δεν βλέπεις πως όλοι, άνθρωποι και ζώα, σπεύδουν να την βοηθήσουν, δεν βλέπεις πόσο καλά τα καταφέρνει κι ας είναι ξυπόλυτη;

— Nu pot să-i dau o putere mai mare decât aceea pe care o are acuma! Nu vezi cum o slujesc oamenii şi dobitoacele şi cum a pornit ea desculţă în lume şi toate îi merg bine?

Δεν είμαστε εμείς που θα της μάθουμε τη δύναμή της. Η δύναμη βρίσκεται μέσα στην καρδιά της, γιατί είναι ένα γλυκό κι αθώο παιδί!

Puterea ei n-o poate căpăta de la noi, puterea pe care o are e în inima ei şi stă în faptul că e un copil drăgălaş şi nevinovat.

Αν δεν μπορέσει να φτάσει μόνη της στην Βασίλισσα του Χιονιού και να ελευθερώσει τον μικρό Κέι από το γυαλί, εμείς δεν μπορούμε να την βοηθήσουμε.

Dacă nu poate singură să ajungă la Crăiasa Zăpezii şi să scoată cioburile din Karl, atunci noi nu putem să facem nimic.

Δυο μίλια από δω, ξεκινά ο κήπος της Βασίλισσας του Χιονιού. Μπορείς να την πας εσύ ως εκεί. Άφησέ την πλάι στον θάμνο με τα κόκκινα μούρα, που στέκεται πάνω στο χιόνι. Μην πεις άλλες κουβέντες, μόνο βιάσου να γυρίσεις πίσω, όσο πιο γρήγορα μπορείς.»

La două poşte de aici începe grădina Crăiesei Zăpezii; du-o până acolo pe fetiţă. Pune-o lângă un copăcel cu poame roşii, care creşte acolo în zăpadă, dar nu zăbovi şi întoarce-te repede înapoi.

είπε η γυναίκα από την Φινλανδία κι έβαλε την Γκέρντα πάνω στην ράχη του Τάρανδου, και τότε αυτός άρχισε να τρέχει με όλη του τη δύναμη.

Şi finlandeza a pus-o pe Gretchen călare pe ren şi acesta a pornit în goana mare.