Η Βασίλισσα του Χιονιού / 雪の女王 — на грэчаскай і японскай мовах. Старонка 2

Грэчаска-японская кніга-білінгва

Χανς Κρίστιαν Άντερσεν

Η Βασίλισσα του Χιονιού

ハンス・クリスチャン・アンデルセン

雪の女王

Η Γκέρντα της τα είπε τότε όλα, κι η γερόντισσα κούνησε το κεφάλι της και είπε:
«Χμμμ! Χμμμ!»
Σαν τα διηγήθηκε όλα η Γκέρντα, τη ρώτησε μήπως είχε δει τον μικρό Κέι. Η γυναίκα απάντησε πως δεν είχε περάσει από κει ως εκείνη τη στιγμή, αλλά σίγουρα θα ερχόταν. Της είπε ακόμα, να μην το βάζει κάτω και στεναχωριέται, αλλά να δοκιμάσει τα κεράσια της και να δει τα λουλούδια της, που ήταν πιο όμορφα κι από κείνα στα βιβλία με τις εικόνες, και κάθε ένα από δαύτα μπορούσε να διηγηθεί μια ολόκληρη ιστορία.

そこでゲルダは、なにもかも、おばあさんに話しました。おばあさんはうなずきながら、「ふん、ふん。」と、いいました。ゲルダは、すっかり話してしまってから、おばあさんがカイをみかけなかったかどうか、たずねますと、おばあさんは、カイはまだここを通らないが、いずれそのうち、ここを通るかもしれない。まあ、そう、くよくよおもわないで、花をながめたり、さくらんぼをたべたりしておいで。花はどんな絵本のよりも、ずっときれいだし、その花びらの一まい、一まいが、ながいお話をしてくれるだろうからといいました。

Πήρε τότε την Γκέρντα από το χέρι, την οδήγησε μέσα στο αγροτόσπιτο και κλείδωσε πίσω της την πόρτα.

それからおばあさんは、ゲルダの手をとって、じぶんのちいさな家へつれていって、中から戸にかぎをかけました。


その家の窓は、たいそう高くて、赤いのや、青いのや、黄いろの窓ガラスだったので、お日さまの光はおもしろい色にかわって、きれいに、へやのなかにさしこみました。つくえの上には、とてもおいしいさくらんぼがおいてありました。そしてゲルダは、いくらたべてもいいという、おゆるしがでたものですから、おもうぞんぶんそれをたべました。


ゲルダがさくらんぼをたべているあいだに、おばあさんが、金のくしで、ゲルダのかみの毛をすきました。そこで、ゲルダのかみの毛は、ばらの花のような、まるっこくて、かわいらしい顔のまわりで、金色にちりちりまいて、光っていました。

«Πόσες φορές λαχτάρησα ένα τέτοιο αξιαγάπητο κοριτσάκι,» είπε η γερόντισσα. «Να δεις πως θα τα πάμε καλά οι δυο μας»

「わたしは長いあいだ、おまえのような、かわいらしい女の子がほしいとおもっていたのだよ。さあこれから、わたしたちといっしょに、なかよくくらそうね。」と、おばあさんはいいました。

και καθώς βούρτσιζε τα μαλλιά της μικρής Γκέρντας, το κορίτσι άρχισε να ξεχνά τον μικρό της φίλο, τον Κέι, γιατί η γερόντισσα ήξερε από μάγια. Δεν ήταν όμως κάποια κακιά μάγισσα, έκανε μόνο λίγα μάγια για να διασκεδάσει· και τώρα ήθελε τόσο πολύ να κρατήσει κοντά της τη μικρή Γκέρντα.

そしておばあさんが、ゲルダのかみの毛にくしをいれてやっているうちに、ゲルダはだんだん、なかよしのカイのことなどはわすれてしまいました。というのは、このおばあさんは魔法まほうが使えるからでした。けれども、おばあさんは、わるい魔女まじょではありませんでした。おばあさんはじぶんのたのしみに、ほんのすこし魔法を使うだけで、こんども、それをつかったのは、ゲルダをじぶんの手もとにおきたいためでした。

Γι’ αυτό, πήγε έξω στον κήπο, τέντωσε το στραβό ραβδί της στις τριανταφυλλιές που έστεκαν όμορφα ανθισμένες, κι αυτές βυθίστηκαν μέσα στη γη· κανείς πια δεν θα μπορούσε να μαντέψει πως φύτρωναν άλλοτε εκεί.

そこで、おばあさんは、庭へ出て、そこのばらの木にむかって、かたっぱしから撞木杖をあてました。すると、いままでうつくしく、さきほこっていたばらの木も、みんな、黒い土の中にしずんでしまったので、もうたれの目にも、どこにいままでばらの木があったか、わからなくなりました。

Η γριά φοβήθηκε πως αν έβλεπε η Γκέρντα τα τριαντάφυλλα, θα σκεφτόταν τα δικά της και θα θυμόταν τον μικρό Κέι, και τότε θα έφευγε μακριά της.

おばあさんは、ゲルダがばらを見て、自分の家のばらのことをかんがえ、カイのことをおもいだして、ここからにげていってしまうといけないとおもったのです。

Την οδήγησε τότε στον κήπο των λουλουδιών. Ω, τι μυρωδιές και τι ομορφιά! Ό,τι λουλούδι μπορούσε κανείς να φανταστεί, από οποιαδήποτε εποχή του χρόνου, βρισκόταν εκεί ολάνθιστο. Κανένα βιβλίο με εικόνες δεν μπορούσε να είναι πιο εύθυμο ή πιο όμορφο από τούτο τον κήπο.

さて、ゲルダは花ぞのにあんないされました。――そこは、まあなんという、いい香りがあふれていて、目のさめるように、きれいなところでしたろう。花という花は、こぼれるようにさいていました。そこでは、一ねんじゅう花がさいていました。どんな絵本の花だって、これよりうつくしく、これよりにぎやかな色にさいてはいませんでした。

Η Γκέρντα αναπήδησε από χαρά κι έπαιξε ώσπου ο ήλιος έδυσε πίσω απ’ τις ψηλές κερασιές. Ύστερα, πήγε στο όμορφο κρεβάτι της με το μεταξωτό κόκκινο πάπλωμα, που ήταν γεμάτο μπλε βιολέτες. Αποκοιμήθηκε κι είδε όμορφα όνειρα, όπως μια βασίλισσα τη μέρα του γάμου της.

ゲルダはおどりあがってよろこびました。そして夕日が、高いさくらの木のむこうにはいってしまうまで、あそびました。それからゲルダは、青いすみれの花がいっぱいつまった、赤い絹のクションのある、きれいなベッドの上で、結婚式の日の女王さまのような、すばらしい夢をむすびました。

Το επόμενο πρωί πήγε να παίξει ξανά με τα λουλούδια στη ζεστή λιακάδα, και κάπως έτσι άρχισαν να περνούν οι μέρες. Η Γκέρντα γνώριζε όλα τα λουλούδια.

そのあくる日、ゲルダは、また、あたたかいお日さまのひかりをあびて、花たちとあそびました。こんなふうにして、いく日もいく日もたちました。

Ήταν αμέτρητα, κι όμως ήταν σίγουρη πως κάποιο έλειπε, αν και δεν ήξερε ποιο.

ゲルダは花ぞのの花をのこらずしりました。そのくせ、花ぞのの花は、かずこそずいぶんたくさんありましたけれど、ゲルダにとっては、どうもまだなにか、ひといろたりないようにおもわれました。でも、それがなんの花であるか、わかりませんでした。

Μια μέρα, καθώς κοιτούσε το καπέλο της γριάς, το στολισμένο με λουλούδια, ξεχώρισε το πιο όμορφο απ’ όλα, που ήταν ένα τριαντάφυλλο.

するうちある日、ゲルダはなにげなくすわって、花をかいたおばあさんの夏ぼうしを、ながめていましたが、その花のうちで、いちばんうつくしいのは、ばらの花でした。

Η γριά είχε ξεχάσει να το βγάλει απ’ το καπέλο της όταν εξαφάνισε τα υπόλοιπα μέσα στη γη·

おばあさんは、ほかのばらの花をみんな見えないように、かくしたくせに、じぶんのぼうしにかいたばらの花を、けすことを、ついわすれていたのでした。

αλλά έτσι γίνεται όταν κάποιος δεν είναι προσεκτικός και συγκεντρωμένος.

まあ手ぬかりということは、たれにでもあるものです。

«Πώς! Δεν υπάρχουν τριαντάφυλλα εδώ;» είπε η Γκέρντα κι έτρεξε αμέσως ανάμεσα στα παρτέρια, κοίταξε παντού μα δεν υπήρχε ούτε ένα, πουθενά. Έκατσε τότε κάτω κι άρχισε να κλαίει, τα δάκρυά της όμως έπεσαν εκεί ακριβώς που ήταν βυθισμένη μια τριανταφυλλιά. Και καθώς τα ζεστά της δάκρυα πότιζαν το χώμα, η τριανταφυλλιά τινάχτηκε άξαφνα, φρέσκια κι ανθισμένη, όπως ήταν προτού την καταπιεί η γη. Η Γκέρντα φίλησε τα τριαντάφυλλα και θυμήθηκε τα δικά της πίσω στο σπίτι, και μαζί μ’ αυτά, τον μικρό της Κέι.

「あら、ここのお庭には、ばらがないわ。」と、ゲルダはさけびました。
 それから、ゲルダは、花ぞのを、いくどもいくども、さがしまわりましたけれども、ばらの花は、ひとつもみつかりませんでした。そこで、ゲルダは、花ぞのにすわってなきました。ところが、なみだが、ちょうどばらがうずめられた場所の上におちました。あたたかいなみだが、しっとりと土をしめらすと、ばらの木は、みるみるしずまない前とおなじように、花をいっぱいつけて、地の上にあらわれてきました。ゲルダはそれをだいて、せっぷんしました。そして、じぶんのうちのばらをおもいだし、それといっしょに、カイのこともおもいだしました。

«Ω, πόσο καιρό έμεινα εδώ!» είπε το μικρό κορίτσι. «Κι ο σκοπός μου ήταν να ψάξω να βρω τον Κέι! Μήπως ξέρετε πού είναι;» ρώτησε τα τριαντάφυλλα. «Πιστεύετε πως πέθανε και πάει;»

「まあ、あたし、どうして、こんなところにひきとめられていたのかしら。」と、ゲルダはいいました。「あたし、カイちゃんをさがさなくてはならなかったのだわ――カイちゃん、どこにいるか、しらなくって。あなたは、カイちゃんが死んだとおもって。」と、ゲルダは、ばらにききました。

«Πεθαμένος σίγουρα δεν είναι,» είπαν τα τριαντάφυλλα. «Ήμασταν μέσα στη γη, εκεί που είναι όλοι οι πεθαμένοι, μα ο Κέι δεν ήταν εκεί.»

「カイちゃんは死にはしませんよ。わたしどもは、いままで地のなかにいました。そこには死んだ人はみないましたが、でも、カイちゃんはみえませんでしたよ。」と、ばらの花がこたえました。

«Σας ευχαριστώ πολύ!» είπε η Γκέρντα, και πήγε στα άλλα λουλούδια, κι άρχισε να ρωτά κοιτάζοντας μέσα στα άνθη τους, «Μήπως ξέρετε πού είναι ο μικρός μου Κέι;»

「ありがとう。」と、ゲルダはいって、ほかの花のところへいって、ひとつひとつ、うてなのなかをのぞきながらたずねました。「カイちゃんはどこにいるか、しらなくって。」

Όλα όμως τα λουλούδια, κάθονταν κάτω απ’ τη λιακάδα κι ονειρεύονταν τα δικά τους παραμύθια. Της είπανε πολλά, κανένα όμως δεν ήξερε για τον Κέι.

でも、どの花も、日なたぼっこしながら、じぶんたちのつくったお話や、おとぎばなしのことばかりかんがえていました。ゲルダはいろいろと花にきいてみましたが、どの花もカイのことについては、いっこうにしりませんでした。

Τι είπε το Κρινάκι; Λοιπόν:

ところで、おにゆりは、なんといったでしょう。

«Δεν άκουσες το τύμπανο; Μπαμ! Μπουμ! Μονάχα έτσι χτυπά! Πάντα, Μπαμ! Μπουμ! Άκουσε το λυπητερό τραγούδι της γερόντισσας που καλεί τους ιερείς! Η Ινδή γυναίκα με το μακρύ χιτώνα στέκεται πάνω από τον πεθαμένο. Οι φλόγες καίνε, γύρω από κείνη και το νεκρό της σύζυγο, όμως η Ινδή γυναίκα νοιάζεται για κείνον που ζει· εκείνον που η φωτιά των ματιών του τρυπά την καρδιά, περισσότερο κι από τις φλόγες, που σύντομα θα κάνουν το νεκρό σώμα στάχτες. Μπορεί να πεθάνει η φλόγα της καρδιάς στη φωτιά μιας κηδείας;»

「あなたには、たいこの音が、ドンドンというのがきこえますか。あれには、ふたつの音しかないのです。だからドンドンといつでもやっているのです。女たちがうたう、とむらいのうたをおききなさい。また、坊ぼうさんのあげる、おいのりをおききなさい。――インド人じんのやもめは、火葬かそうのたきぎのつまれた上に、ながい赤いマントをまとって立っています。焔ほのおがその女と、死んだ夫おっとのしかばねのまわりにたちのぼります。でもインドの女は、ぐるりにあつまった人たちのなかの、生きているひとりの男のことをかんがえているのです。その男の目は焔よりもあつくもえ、その男のやくような目つきは、やがて、女のからだをやきつくして灰にする焔などよりも、もっとはげしく、女の心の中で、もえていたのです。心の焔は、火あぶりのたきぎのなかで、もえつきるものでしょうか。」

«Δεν καταλαβαίνω τίποτα,» είπε η μικρή Γκέρντα.

「なんのことだか、まるでわからないわ。」と、ゲルダがこたえました。

«Αυτή είναι η ιστορία μου,» είπε το Κρινάκι.

「わたしの話はそれだけさ。」と、おにゆりはいいました。

Τι είπε η Καμπανούλα;

ひるがおは、どんなお話をしたでしょう。

«Εκεί, πάνω από ένα στενό βουνίσιο μονοπάτι, στέκεται ένα παλιό κάστρο. Αειθαλή δέντρα με παχύ κορμό μεγαλώνουν στα ερειπωμένα τείχη και γύρω από το βωμό, εκεί όπου στέκεται μια όμορφη κόρη. Σκύβει πάνω από το φράχτη και κοιτάζει έξω, πάνω απ' τα τριαντάφυλλα. Κανένα τριαντάφυλλο πάνω στα κλαδιά δεν είναι πιο φρέσκο και δροσερό από κείνη, και κανένα άνθος μηλιάς από κείνα που πετούν στον άνεμο, δεν είναι πιο ζωηρό από την όμορφη κόρη! Πως θροΐζει η μεταξένια ρόμπα της στο αεράκι! ‘Δεν ήρθε ακόμα;’»

「せまい山道のむこうに、昔のさむらいのお城がぼんやりみえます。くずれかかった、赤い石がきのうえには、つたがふかくおいしげって、ろだいのほうへ、ひと葉ひと葉、はいあがっています。ろだいの上には、うつくしいおとめが、らんかんによりかかって、おうらいをみおろしています。どんなばらの花でも、そのおとめほど、みずみずとは枝にさきだしません。どんなりんごの花でも、こんなにかるがるとしたふうに、木から風がはこんでくることはありません。まあ、おとめのうつくしい絹の着物のさらさらなること。
 あの人はまだこないのかしら。」

«Τον Κέι εννοείς;» ρώτησε η μικρή Γκέρντα.

「あの人というのは、カイちゃんのことなの。」と、ゲルダがたずねました。

«Μιλώ για την ιστορία μου —για το όνειρό μου,» απάντησε η Καμπανούλα.

「わたしは、ただ、わたしのお話をしただけ。わたしの夢をね。」と、ひるがおはこたえました。

Μετά ήταν ο Γάλανθος. Τι είπε;

かわいい、まつゆきそうは、どんなお話をしたでしょう。

«Ανάμεσα στα δέντρα κρέμεται μια μακριά σανίδα, -μια κούνια. Δυο μικρά κορίτσια κάθονται πάνω της και κουνιούνται πίσω και μπρος. Τα φορέματά τους είναι άσπρα σαν το χιόνι, ενώ μακριές πράσινες μεταξωτές κορδέλες ανεμίζουν από τα καπελάκια τους.

「木と木のあいだに、つなでつるした長い板がさがっています。ぶらんこなの。雪のように白い着物を着て、ぼうしには、ながい、緑色の絹のリボンをまいた、ふたりのかわいらしい女の子が、それにのってゆられています。

Ο αδερφός τους, που είναι μεγαλύτερος, στέκεται όρθιος πάνω στην κούνια. Έχει τυλίξει τα μπράτσα του γύρω από τα σχοινιά για να κρατηθεί γερά, γιατί στο ένα χέρι κρατά μια μικρή κούπα και στο άλλο ένα πήλινο σωλήνα. Φυσά σαπουνόφουσκες. Η κούνια κουνιέται κι οι φούσκες αιωρούνται αλλάζοντας μαγευτικά χρώματα·

この女の子たちよりも、大きい男きょうだいが、そのぶらんこに立ってのっています。男の子は、かた手にちいさなお皿をもってるし、かた手には土製のパイプをにぎっているので、からだをささえるために、つなにうでをまきつけています。男の子はシャボンだまをふいているのです。ぶらんこがゆれて、シャボンだまは、いろんなうつくしい色にかわりながらとんで行きます。

η τελευταία ακόμα κρέμεται στο σωλήνα και ταλαντεύεται στο φύσημα του αέρα. Η κούνια κουνιέται. Ο μικρός μαύρος σκύλος, ελαφρύς όπως μια σαπουνόφουσκα, πηδά προσπαθώντας να ανέβει κι αυτός στην κούνια. Η κούνια κουνιέται κι ο σκύλος πέφτει κάτω· γαυγίζει και είναι θυμωμένος. Τον κοροϊδεύουν. Η φούσκα σκάει! Μια κούνια, μια φούσκα που σκάει, -τέτοιο είναι το τραγούδι μου!»

いちばんおしまいのシャボンだまは、風にゆられながら、まだパイプのところについています。ぶらんこはとぶようにゆれています。あら、シャボンだまのように身のかるい黒犬があと足で立って、のせてもらおうとしています。ぶらんこはゆれる、黒犬はひっくりかえって、ほえているわ。からかわれて、おこっているのね。シャボンだまははじけます。――ゆれるぶらんこ。われてこわれるシャボンだま。――これがわたしの歌なんです。」

«Αυτά που λες, μπορεί να είναι πολύ όμορφα, όμως τα λες με τρόπο τόσο μελαγχολικό, άσε που δεν αναφέρεις καθόλου τον Κέι.»
Τι είπε Υάκινθος;

「あなたのお話は、とてもおもしろそうね。けれどあなたは、かなしそうに話しているのね。それからあなたは、カイちゃんのことは、なんにも話してくれないのね。」
 ヒヤシンスの花は、どんなお話をしたでしょう。

«Ήταν κάποτε τρεις αδερφές, πολύ όμορφες. Το φόρεμα της μιας ήταν κόκκινο, της δεύτερης μπλε και της τρίτης άσπρο. Χόρευαν πιασμένες χέρι-χέρι πλάι στην ήρεμη λίμνη κάτω απ’ το λαμπερό φεγγαρόφωτο. Δεν ήταν νεράιδες, μα θνητά κορίτσια.

「あるところに、三人の、すきとおるようにうつくしい、きれいな姉いもうとがおりました。なかでいちばん上のむすめの着物は赤く、二ばん目のは水色で、三ばん目のはまっ白でした。きょうだいたちは、手をとりあって、さえた月の光の中で、静かな湖みずうみのふちにでて、おどりをおどります。三人とも妖女ようじょではなくて、にんげんでした。

Μια γλυκιά μυρωδιά απλώθηκε, κι οι κόρες χάθηκαν στο δάσος. Το άρωμα έγινε εντονότερο, και τρία φέρετρα, με τις τρεις πανέμορφες κόρες μέσα τους, γλίστρησαν από το δάσος, μέσα στη λίμνη. Οι λαμπερές πυγολαμπίδες πετούσαν ολόγυρα σα μικρά αιωρούμενα φωτάκια.

そのあたりには、なんとなくあまい、いいにおいがしていました。むすめたちは森のなかにきえました。あまい、いいにおいが、いっそうつよくなりました。すると、その三人のうつくしいむすめをいれた三つのひつぎが、森のしげみから、すうっとあらわれてきて、湖のむこうへわたっていきました。つちぼたるが、そのぐるりを、空に舞まっているちいさなともしびのように、ぴかりぴかりしていました。

Κοιμούνται οι μικρές χορεύτριες ή πέθαναν; Η μυρωδιά των λουλουδιών λέει πως είναι πεθαμένες κι η βραδινή καμπάνα χτυπά για τους νεκρούς!»

おどりくるっていた三人のむすめたちは、ねむったのでしょうか。死んだのでしょうか。――花のにおいはいいました。あれはなきがらです。ゆうべの鐘かねがなくなったひとたちをとむらいます。」

«Με έκανες να λυπηθώ πολύ,» είπε η μικρή Γκέρντα. «Δεν μπορώ τώρα να σταματήσω να σκέφτομαι τις πεθαμένες κόρες. Ω! Είναι ο μικρός μου Κέι στ’ αλήθεια πεθαμένος; Τα ρόδα που πήγανε μέσα στη γη, λένε πως δεν είναι.»

「ずいぶんかなしいお話ね。あなたの、そのつよいにおいをかぐと、あたし死んだそのむすめさんたちのことを、おもいださずにはいられませんわ。ああ、カイちゃんは、ほんとうに死んでしまったのかしら。地のなかにはいっていたばらの花は、カイちゃんは死んではいないといってるけれど。」

«Ντινγκ, ντονγκ!» έκαναν τα καμπανάκια του Υάκινθου. «Δεν χτυπούμε για τον μικρό Κέι· δεν τον ξέρουμε. Αυτός είναι ο τρόπος μας να τραγουδούμε, μόνο αυτόν έχουμε.»

「チリン、カラン。」と、ヒヤシンスのすずがなりました。「わたしはカイちゃんのために、なっているのではありません。カイちゃんなんて人は、わたしたち、すこしもしりませんもの。わたしたちは、ただ自分のしっているたったひとつの歌を、うたっているだけです。」

Και η Γκέρντα πήγε στις νεραγκούλες, που κοίταζαν ψηλά ανάμεσα απ’ τα πράσινα γυαλιστερά φύλλα.

それから、ゲルダは、緑の葉のあいだから、あかるくさいている、たんぽぽのところへいきました。

«Είσαι ένας μικρός λαμπερός ήλιος!» είπε η Γκέρντα. «Πες μου, αν ξέρεις, που μπορώ να βρω τον μικρό μου φίλο.»

「あなたはまるで、ちいさな、あかるいお日さまね。どこにわたしのおともだちがいるか、しっていたらおしえてくださいな。」と、ゲルダはいいました。

Η Νεραγκούλα έλαμψε και κοίταξε ξανά την Γκέρντα. Τι τραγούδι μπορούσε να τραγουδήσει η Νεραγκούλα; Ένα που δε μιλούσε διόλου για τον Κέι.

そこで、たんぽぽは、よけいあかるくひかりながら、ゲルダのほうへむきました。どんな歌を、その花がうたったでしょう。その歌も、カイのことではありませんでした。

«Μέσα σε μια μικρή αυλή, ο ήλιος έλαμπε τις πρώτες μέρες της άνοιξης. Οι αχτίδες γλιστρούσαν στους άσπρους τοίχους του γειτονικού σπιτιού, κι εκεί πλάι φύτρωναν δροσερά κίτρινα λουλούδια, λάμποντας σαν χρυσάφι μέσα στις ζεστές ηλιαχτίδες.

「ちいさな、なか庭には、春のいちばんはじめの日、うららかなお日さまが、あたたかに照っていました。お日さまの光は、おとなりの家の、まっ白なかべの上から下へ、すべりおちていました。そのそばに、春いちばんはじめにさく、黄色い花が、かがやく光の中に、金のようにさいていました。

Μια γιαγιά καθόταν εκεί, κι η εγγονή της είχε μόλις έρθει για μια σύντομη επίσκεψη. Γνωρίζει τη γιαγιά της. Ήταν χρυσάφι, αυθεντικό χρυσάφι εκείνο το ευλογημένο φιλί.

おばあさんは、いすをそとにだして、こしをかけていました。おばあさんの孫の、かわいそうな女中ぼうこうをしているうつくしい女の子が、おばあさんにあうために、わずかなおひまをもらって、うちへかえってきました。女の子はおばあさんにせっぷんしました。このめぐみおおいせっぷんには金きんが、こころの金きんがありました。その口にも金、そのふむ土にも金、そのあさのひとときにも金がありました。

Ορίστε, αυτή είναι η μικρή μου ιστορία,» είπε η Νεραγκούλα.

これがわたしのつまらないお話です。」と、たんぽぽがいいました。

«Η φτωχή γιαγιάκα μου!» αναστέναξε η Γκέρντα. «Ναι, θα λαχταράει για μένα, αυτό είναι σίγουρο. Θρηνεί για μένα, όπως θρήνησε και για τον μικρό Κέι. Θα γυρίσω όμως σύντομα στο σπίτι και θα φέρω μαζί μου και τον Κέι. Δεν έχει νόημα να ρωτώ τα λουλούδια, αυτά ξέρουν μόνο τα δικά τους τραγούδια και δεν μπορούν να μου πούνε τίποτα για τον Κέι,»

「まあ、わたしのおばあさまは、どうしていらっしゃるかしら。」と、ゲルダはためいきをつきました。「そうよ。きっとおばあさまは、わたしにあいたがって、かなしがっていらっしゃるわ。カイちゃんのいなくなったとおなじように、しんぱいしていらっしゃるわ。けれど、わたし、じきにカイちゃんをつれて、うちにかえれるでしょう。――もう花たちにいくらたずねてみたってしかたがない。花たち、ただ、自分の歌をうたうだけで、なんにもこたえてくれないのだもの。」

είπε και σήκωσε το φόρεμά της για να τρέξει πιο γρήγορα. Όμως ένας Νάρκισσος την χτύπησε στο πόδι, καθώς ετοιμαζόταν να πηδήξει από πάνω του. Στάθηκε και κοίταξε το μακρύ κίτρινο λουλούδι. «Μήπως εσύ ξέρεις κάτι να μου πεις;» ρώτησε σκύβοντας κοντά στον Νάρκισσο. Και τι είπε εκείνος;

そこでゲルダは、はやくかけられるように、着物をきりりとたくしあげました。けれど、黄きずいせんを、ゲルダがとびこえようとしたとき、それに足がひっかかりました。そこでゲルダはたちどまって、その黄色い、背の高い花にむかってたずねました。
「あんた、カイちゃんのこと、なんかしっているの。」
 そしてゲルダは、こごんで、その花の話すことをききました。その花はなんといったでしょう。

«Μπορώ να δω τον εαυτό μου —Μπορώ να δω τον εαυτό μου! Ω, τι μυρωδάτος που είμαι! Εκεί ψηλά, στη μικρή σοφίτα, στέκεται μισοντυμένη μια μικρούλα χορεύτρια. Στέκεται τώρα στο ένα πόδι, τώρα και στα δυο. Περιφρονεί όλο τον κόσμο και ζει μονάχα μέσα στη φαντασία.

「わたし、じぶんがみられるのよ。じぶんがわかるのよ。」と、黄ずいせんはいいました。「ああ、ああ、なんてわたしはいいにおいがするんだろう。屋根うらのちいさなへやに、半はだかの、ちいさなおどりこが立っています。おどりこはかた足で立ったり、両足で立ったりして、まるで世界中をふみつけるように見えます。でも、これはほんの目のまよいです。

Ρίχνει νερό απ’ την τσαγιέρα πάνω σε κάτι που κρατά στο χέρι· είναι το κορσάζ της. Η καθαριότητα είναι σπουδαίο πράγμα. Το λευκό φόρεμα κρέμεται στο γάντζο. Πλύθηκε μέσα στην τσαγιέρα και στέγνωσε στην σκεπή.

おどりこは、ちいさな布ぬのに、湯わかしから湯をそそぎます。これはコルセットです。――そうです。そうです、せいけつがなによりです。白い上着うわぎも、くぎにかけてあります。それもまた、湯わかしの湯であらって、屋根でかわかしたものなのです。

Το φοράει, δένει ένα βαθύ-κίτρινο μαντήλι στο λαιμό, και το φόρεμα δείχνει ακόμα πιο άσπρο. Μπορώ να δω τον εαυτό μου —Μπορώ να δω τον εαυτό μου!»

おどりこは、その上着をつけて、サフラン色のハンケチをくびにまきました。ですから、上着はよけい白くみえました。ほら、足をあげた。どう、まるでじくの上に立って、うんとふんばった姿は。わたし、じぶんが見えるの。じぶんがわかるの。」

«Αυτό δεν μου λέει τίποτα. Τι με νοιάζει εμένα;» είπε κι έτρεξε στην πιο μακρινή άκρη του κήπου.

「なにもそんな話、わたしにしなくてもいいじゃないの。そんなこと、どうだって、かまわないわ。」と、ゲルダはいいました。
 それでゲルダは、庭のむこうのはしまでかけて行きました。

Η πόρτα ήταν κλειδωμένη, όμως ταρακούνησε το σκουριασμένο μάνταλο ώσπου χαλάρωσε, κι η πύλη άνοιξε. Κι η μικρή Γκέρντα άρχισε να τρέχει ξυπόλητη.

その戸はしまっていましたが、ゲルダがそのさびついたとってを、どんとおしたので、はずれて戸はぱんとひらきました。ゲルダはひろい世界に、はだしのままでとびだしました。

Κοίταξε γύρω τρεις φορές, όμως κανείς δεν την ακολουθούσε. Στο τέλος, δεν μπορούσε πια να τρέξει άλλο και κάθισε πάνω σε μια μεγάλη πέτρα. Σαν κοίταξε γύρω της, είδε πως το καλοκαίρι είχε περάσει· ήταν προχωρημένο φθινόπωρο, μα δεν το είχε προσέξει μέσα στον όμορφο κήπο, εκεί που ήταν συνεχώς λιακάδα κι υπήρχαν λουλούδια ολογυρίς το χρόνο.

ゲルダは、三度どもあとをふりかえってみましたが、たれもおっかけてくるものはありませんでした。とうとうゲルダは、もうとてもはしることができなくなったので、大きな石の上にこしをおろしました。そこらをみまわしますと、夏はすぎて、秋がふかくなっていました。お日さまが年中かがやいて、四季しきの花がたえずさいていた、あのうつくしい花ぞのでは、そんなことはわかりませんでした。

«Ω Θεέ μου, πόσο καιρό έμεινα εκεί!» είπε η Γκέρντα. «Ήρθε το φθινόπωρο. Δεν πρέπει να χάσω άλλο καιρό,» και σηκώθηκε να προχωρήσει.

「ああ、どうしましょう。あたし、こんなにおくれてしまって。」と、ゲルダはいいました。「もうとうに秋になっているのね。さあ、ゆっくりしてはいられないわ。」

Ω, πόσο τρυφερά και κουρασμένα ήταν τα ποδαράκια της! Όλα γύρω έμοιαζαν τόσο κρύα κι έρημα. Τα μακριά φύλλα της ιτιάς ήταν κίτρινα κι έσταζαν ομίχλη σα να ήτανε νερό. Το ένα φύλλο έπεφτε μετά το άλλο, μονάχα οι αγριοδαμασκηνιές έστεκαν γεμάτες φρούτα.

そしてゲルダは立ちあがって、ずんずんあるきだしました。まあ、ゲルダのかよわい足は、どんなにいたむし、そして、つかれていたことでしょう。どこも冬がれて、わびしいけしきでした。ながいやなぎの葉は、すっかり黄ばんで、きりが雨しずくのように枝からたれていました。ただ、とげのある、こけももだけは、まだ実みをむすんでいましたが、こけももはすっぱくて、くちがまがるようでした。

Ω, πόσο σκοτεινά κι απαρηγόρητα ήταν εκεί έξω στον ζοφερό κόσμο!

ああ、なんてこのひろびろした世界は灰色で、うすぐらくみえたことでしょう。

Ιστορία τέταρτη: Ο Πρίγκιπας και η Πριγκίπισσα

第四のお話。王子と王女

Η Γκέρντα κάθίσε για να ξεκουραστεί και πάλι, όταν είδε, ακριβώς απέναντί της, να καταφθάνει ένα μεγάλο κοράκι πηδώντας πάνω στο άσπρο χιόνι. Κοιτούσε από ώρα την Γκέρντα και κουνούσε το κεφάλι.
«Κρα! Κρά!» είπε. Καλημέρα!

ゲルダは、またも、やすまなければなりませんでした。ゲルダがやすんでいた場所の、ちょうどむこうの雪の上で、一わの大きなからすが、ぴょんぴょんやっていました。このからすは、しばらくじっとしたなりゲルダをみつめて、あたまをふっていましたが、やがてこういいました。
「カア、カア、こんちは。こんちは。」

Καλημέρα! δηλαδή, μα δεν μπορούσε να το πει καλύτερα. Συμπάθησε πολύ το μικρό κορίτσι και το ρώτησε πού πήγαινε έτσι ολομόναχο.

からすは、これよりよくは、なにもいうことができませんでしたが、でも、ゲルダをなつかしくおもっていて、このひろい世界で、たったひとりぼっち、どこへいくのだといって、たずねました。

Η Γκέρντα κατάλαβε αρκετά καλά τη λέξη ολομόναχη, κι ένιωσε τη συμπάθειά του. Έτσι, είπε στο Κοράκι όλη την ιστορία της και το ρώτησε μήπως είχε δει κάπου τον Κέι.

この「ひとりぼっち。」ということばを、ゲルダはよくあじわって、しみじみそのことばに、ふかいいみのこもっていることをおもいました。ゲルダはそこでからすに、じぶんの身の上のことをすっかり話してきかせた上、どうかしてカイをみなかったか、たずねました。

Το Κοράκι κούνησε το κεφάλι πολύ σοβαρά και είπε:
«Μπορεί —Μπορεί!»

するとからすは、ひどくまじめにかんがえこんで、こういいました。
「あれかもしれない。あれかもしれない。」

«Τι; Στ’ αλήθεια νομίζεις πως τον είδες;» φώναξε το μικρό κορίτσι κι αγκάλιασε το Κοράκι, τόσο σφιχτά που κόντεψε να το πεθάνει στα φιλιά.

「え、しってて。」と、ゲルダは大きなこえでいって、からすをらんぼうに、それこそいきのとまるほどせっぷんしました。

«Ήρεμα, ήρεμα,» είπε το Κοράκι. «Νομίζω πως ξέρω. Νομίζω πως μπορεί να είναι ο μικρός Κέι. Μα τώρα πια ξέχασε για χάρη της Πριγκίπισσας.»

「おてやわらかに、おてやわらかに。」と、からすはいいました。「どうも、カイちゃんをしっているような気がします。たぶん、あれがカイちゃんだろうとおもいますよ。けれど、カイちゃんは、王女さまのところにいて、あなたのことなどは、きっとわすれていますよ。」

«Ζει με μια Πριγκίπισσα;» ρώτησε η Γκέρντα.

「カイちゃんは、王女さまのところにいるんですって。」と、ゲルダはききました。

«Ναι -Άκου,» είπε το Κοράκι, «…όμως, είναι κάπως δύσκολο για μένα να μιλήσω στη γλώσσα σου. Αν καταλαβαίνεις τη γλώσσα των Κορακιών, θα μπορέσω να στα πω καλύτερα.»

「そうです。まあ、おききなさい。」と、からすはいいました。「どうも、わたしにすると、にんげんのことばで話すのは、たいそうなほねおりです。あなたにからすのことばがわかると、ずっとうまく話せるのだがなあ。」

«Όχι, δεν την έχω μάθει,» είπε η Γκέρντα. «Όμως η γιαγιά μου την καταλαβαίνει, και μπορεί να μιλήσει και κορακίστικα. Μακάρι να τα είχα μάθει.»

「まあ、あたし、ならったことがなかったわ。」と、ゲルダはいいました。「でも、うちのおばあさまは、おできになるのよ。あたし、ならっておけばよかった。」

«Δεν πειράζει,» είπε το Κοράκι. «Θα σου τα πω όσο καλύτερα μπορώ, μα η προφορά μου θα είναι αρκετά άσχημη.» Κι έτσι άρχισε να της λέει όλα όσα ήξερε.

「かまいませんよ。」と、からすはいいました。「まあ、できるだけしてみますから。うまくいけばいいが。」
それからからすは、しっていることを、話しました。

«Σ’ αυτό εδώ το βασίλειο, ζει μια Πριγκίπισσα που είναι πολύ-πολύ έξυπνη. Έχει διαβάσει όλες τις εφημερίδες, ολόκληρου του κόσμου, κι ύστερα κατάφερε να τις ξεχάσει πάλι· τόσο έξυπνη είναι.

「わたしたちがいまいる国には、たいそうかしこい王女さまがおいでなるのです。なにしろ世界中のしんぶんをのこらず読んで、のこらずまたわすれてしまいます。まあそんなわけで、たいそうりこうなかたなのです。

Τελευταία, καθώς λένε, καθόταν στο θρόνο της —που δεν είναι και πολύ ευχάριστη υπόθεση- όταν άρχισε να μουρμουρίζει ένα παλιό τραγούδι· πήγαινε κάπως έτσι: ‘Ω, γιατί να μην παντρευτώ;’ ‘Αυτό το τραγούδι έχει τη σημασία του’ είπε, κι έτσι, αποφάσισε να παντρευτεί.

さて、このあいだ、王女さまは玉座ぎょくざにおすわりになりました。玉座というものは、せけんでいうほどたのしいものではありません。そこで王女さまは、くちずさみに歌をうたいだしました。その歌は『なぜに、わたしは、むことらぬ』といった歌でした。

Έπρεπε όμως να πάρει έναν σύζυγο που να ξέρει ν’ απαντά κάθε φορά που θα τον ρωτούσε κάτι, κι όχι κάποιον που θα κοιτούσε αμίλητος σα να ήταν καμιά σπουδαία προσωπικότητα· είναι τόσο κουραστικό αυτό.

そこで、『なるほど、それももっともだわ。』と、いうわけで、王女さまはけっこんしようとおもいたちました。でも夫おっとにするなら、ものをたずねても、すぐとこたえるようなのがほしいとおもいました。だって、ただそこにつっ立って、ようすぶっているだけでは、じきにたいくつしてしまいますからね。

Μάζεψε λοιπόν όλες τις κυρίες της αυλής, και σαν άκουσαν αυτές την πρόθεσή της, ευχαριστήθηκαν πολύ και είπαν: ‘Χαιρόμαστε πολύ που το ακούμε· αυτό σκεφτόμασταν κι εμείς για σένα.’ Μπορείς να πιστέψεις κάθε λέξη που σου λέω,» είπε το Κοράκι, «γιατί έχω μια αγαπημένη που είναι κατοικίδια και χοροπηδά μέσα στο παλάτι ελεύθερη· αυτή μου τα είπε όλα αυτά.

そこで、王女さまは、女官じょかんたち、のこらずおめしになって、このもくろみをお話しになりました。女官たちは、たいそうおもしろくおもいまして、
『それはよいおもいつきでございます。わたくしどもも、ついさきごろ、それとおなじことをかんがえついたしだいです。』などと申しました。
「わたしのいっていることは、ごく、ほんとうのことなのですよ。」と、からすはいって、「わたしには、やさしいいいなずけがあって、その王女さまのお城に、自由にとんでいける、それがわたしにすっかり話してくれたのです。」と、いいそえました。


いうまでもなく、その、いいなずけというのはからすでした。というのは、にたものどうしで、からすはやはり、からすなかまであつまります。

«Στις εφημερίδες δημοσιεύτηκε αμέσως ένα περίγραμμα καρδιάς με τα αρχικά της Πριγκίπισσας, και μέσα εκεί έγραφε ότι, κάθε εμφανίσιμος νέος μπορούσε να πάει στο παλάτι ελεύθερα και να μιλήσει στην Πριγκίπισσα. Κι εκείνος που θα μιλούσε τόσο σοφά όσο έδειχνε στην όψη, αυτόν θα διάλεγε η Πριγκίπισσα για σύζυγό της.

ハートと、王女さまのかしらもじでふちどったしんぶんが、さっそく、はっこうされました。それには、ようすのりっぱな、わかい男は、たれでもお城にきて、王女さまと話すことができる。そしてお城へきても、じぶんのうちにいるように、気やすく、じょうずに話した人を、王女は夫としてえらぶであろうということがかいてありました。

«Ναι, Ναι,» είπε το Κοράκι, «πρέπει να το πιστέψεις. Είναι αλήθεια όσο και το ότι βρίσκομαι τώρα εδώ. Κατέφθασαν άνθρωποι πολλοί, πλήθη ολάκερα. Συνωστίζονταν και βιάζονταν, όμως κανείς τους δεν τα κατάφερε, ούτε την πρώτη, ούτε τη δεύτερη μέρα.

「そうです。そうです。あなたはわたしをだいじょうぶ信じてください。この話は、わたしがここにこうしてすわっているのとどうよう、ほんとうの話なのですから。」と、からすはいいました。
「わかい男の人たちは、むれをつくって、やってきました。そしてたいそう町はこんざつして、たくさんの人が、あっちへいったり、こっちへきたり、いそがしそうにかけずりまわっていました。でもはじめの日も、つぎの日も、ひとりだってうまくやったものはありません。

Όλοι τους ήξεραν να μιλούν αρκετά καλά σαν ήταν έξω στον δρόμο. Όταν όμως περνούσαν τις πύλες του παλατιού κι έβλεπαν τον φρουρό πλούσια ντυμένο μέσα στο ασήμι, τους χρυσοντυμένους λακέδες να στέκονται στις σκάλες, και τις μεγάλες φωτεινές αίθουσες, τότε τα έχαναν. Κι όταν στέκονταν μπροστά στο θρόνο της Πριγκίπισσας, δεν έκαναν άλλο απ’ το να επαναλαμβάνουν την τελευταία λέξη που είχαν ξεστομίσει· πόσο αδιάφορο ήταν να τους ακούει να λένε ξανά και ξανά την ίδια λέξη.

みんなは、お城のそとでこそ、よくしゃべりましたが、いちどお城の門をはいって、銀ずくめのへいたいをみたり、かいだんをのぼって、金ぴかのせいふくをつけたお役人に出あって、あかるい大広間にはいると、とたんにぽうっとなってしまいました。そして、いよいよ王女さまのおいでになる玉座の前に出たときには、たれも王女さまにいわれたことばのしりを、おうむがえしにくりかえすほかありませんでした。王女さまとすれば、なにもじぶんのいったことばを、もういちどいってもらってもしかたがないでしょう。

Θα έλεγε κανείς πως οι άνθρωποι μαγεύονταν σαν έμπαιναν εκεί μέσα, κι έπεφταν σε έκσταση μέχρι να ξαναβγούν στο δρόμο. Γιατί τότε —ω, τότε- έβρισκαν μια χαρά την ικανότητά τους να φλυαρούν και πάλι.

ところが、だれも、ごてんのなかにはいると、かぎたばこでものまされたように、ふらふらで、おうらいへでてきて、やっとわれにかえって、くちがきけるようになる。

Μια ολόκληρη ουρά από δαύτους στεκόταν από τις πύλες της πόλης ίσαμε το παλάτι. Ήμουν κι εγώ εκεί και είδα,» είπε το Κοράκι. «Γρήγορα άρχιζαν να πεινούν και να διψούν, όμως από το παλάτι δεν τους έδιναν τίποτα, ούτε ένα ποτήρι νερό.

なにしろ町の門から、お城の門まで、わかいひとたちが、れつをつくってならんでいました。わたしはそれをじぶんで見てきましたよ。」と、からすが、ねんをおしていいました。「みんなは自分のばんが、なかなかまわってこないので、おなかがすいたり、のどがかわいたりしましたが、ごてんの中では、なまぬるい水いっぱいくれませんでした。

Κάποιοι από τους πιο έξυπνους, είναι αλήθεια, είχαν πάρει ψωμί και βούτυρο μαζί τους, κανένας τους όμως δεν το μοιραζόταν με τον διπλανό του, γιατί σκέφτονταν: ‘Άστον να μοιάζει πεινασμένος, κι έτσι η Πριγκίπισσα δεν θα τον δεχτεί.»

なかで気のきいたせんせいたちが、バタパンご持参で、やってきていましたが、それをそばの人にわけようとはしませんでした。このれんじゅうの気では――こいつら、たんとひもじそうな顔をしているがいい。おかげで王女さまも、ごさいようになるまいから――というのでしょう。」

«Όμως ο Κέι —ο μικρός μου Κέι,» είπε η Γκέρντα, «…πότε ήρθε; Ήταν ανάμεσα σ’ όλους αυτούς;»

「でも、カイちゃんはどうしたのです。いつカイちゃんはやってきたのです。」と、ゲルダはたずねました。「カイちゃんは、その人たちのなかまにいたのですか。」

«Υπομονή, υπομονή, όπου να ‘ναι θα φτάσουμε κι εκεί. Ήταν η Τρίτη ημέρα, όταν έφτασε κάποιος χωρίς άλογο ή άμαξα, και βαδίζοντας με τόλμη ήρθε ως το παλάτι. Τα μάτια του έλαμπαν όπως τα δικά σου, κι είχε όμορφα μακριά μαλλιά, τα ρούχα του όμως ήταν πολύ φθαρμένα.»

「まあまあ、おまちなさい。これから、そろそろ、カイちゃんのことになるのです。ところで、その三日目に、馬にも、馬車にものらないちいさな男の子が、たのしそうにお城のほうへ、あるいていきました。その人の目は、あなたの目のようにかがやいて、りっぱな、長いかみの毛をもっていましたが、着物はぼろぼろにきれていました。」

«Αυτός ήταν ο Κέι,» φώναξε η Γκέρντα με φωνή πλημμυρισμένη από χαρά. «Τώρα τον βρήκα!» κι άρχισε να χτυπά χαρούμενη τα χέρια της.

「それがカイちゃんなのね。ああ、それでは、とうとう、あたし、カイちゃんをみつけたわ。」と、ゲルダはうれしそうにさけんで、手をたたきました。

«Είχε κι ένα μικρό σακίδιο στην πλάτη,» είπε το Κοράκι.

「その子は、せなかに、ちいさなはいのうをしょっていました。」と、からすがいいました。

«Όχι, αυτό ήταν σίγουρα το έλκηθρό του,» είπε η Γκέρντα. «Γιατί όταν έφυγε, είχε μαζί το έλκηθρό του.»

「いいえ、きっと、それは、そりよ。」と、ゲルダはいいました。「カイちゃんは、そりといっしょに見えなくなってしまったのですもの。」

«Μπορεί και να ήταν,» είπε το Κοράκι. «Δεν τον εξέτασα δα με τόση λεπτομέρεια. Ξέρω όμως από την κατοικίδια αγαπημένη μου, ότι σαν έφτασε στην αυλή του παλατιού και είδε τον φρουρό μέσα στο ασήμι, και τους λακέδες στα χρυσά πάνω στη σκάλα, δεν τα ‘χασε καθόλου. Κούνησε το κεφάλι και τους είπε:

「なるほど、そうかもしれません。」と、からすはいいました。「なにしろ、ちょっと見ただけですから。しかし、それは、みんなわたしのやさしいいいなずけからきいたのです。それから、その子はお城の門をはいって、銀の軍服ぐんぷくのへいたいをみながら、だんをのぼって、金ぴかのせいふくのお役人の前にでましたが、すこしもまごつきませんでした。それどころか、へいきでえしゃくして、

‘Πρέπει να ‘ναι πολύ κουραστικό να στέκεσαι έτσι στις σκάλες· εγώ πάλι, λέω να πάω μέσα.’

『かいだんの上に立っているのは、さぞたいくつでしょうね。ではごめんこうむって、わたしは広間にはいらせてもらいましょう。』

Τα σαλόνια αστραποβολούσαν λάμψη, μυστικοί σύμβουλοι κι εξοχότητες κυκλοφορούσαν τριγύρω και φορούσανε χρυσά κλειδιά. Ο καθένας θα μπορούσε να νιώσει άβολα σε τέτοιο περιβάλλον. Οι μπότες του νέου έτριξαν δυνατά, όμως εκείνος δεν φοβήθηκε καθόλου.»

と、いいました。広間にはあかりがいっぱいついて、枢密顧問官すうみつこもんかんや、身分の高い人たちが、はだしで金の器うつわをはこんであるいていました。そんな中で、たれだって、いやでもおごそかなきもちになるでしょう。ところへ、その子のながぐつは、やけにやかましくギュウ、ギュウなるのですが、いっこうにへいきでした。」

«Αυτός είναι ο Κέι στα σίγουρα,» είπε η Γκέρντα. «Ξέρω πως φορούσε καινούργιες μπότες, τις έχω ακούσει να τρίζουν στο δωμάτιο της γιαγιάς.»

「きっとカイちゃんよ。」と、ゲルダがさけびました。 「だって、あたらしい長ぐつをはいていましたもの。わたし、そのくつがギュウ、ギュウいうのを、おばあさまのへやできいたわ。」

«Ναι, έτριξαν,» είπε το Κοράκι. «Πήγε τότε με τόλμη στην Πριγκίπισσα, που καθόταν πάνω σ’ ένα μαργαριτάρι τόσο μεγάλο, σα μια μεγάλη ρόδα. Όλες οι κυρίες της αυλής, με τις συνοδούς τους και τις συνοδούς των συνοδών, και όλοι οι ιππότες, με τους ευγενείς τους και τους ευγενείς των ευγενών, στέκονταν τριγύρω. Κι όσο πιο κοντά της στέκονταν, τόσο πιο υπερήφανοι έδειχναν,

「そう、ほんとうにギュウ、ギュウってなりましたよ。」と、からすはまた話しはじめました。 「さて、その子は、つかつかと、糸車ほどの大きなしんじゅに、こしをかけている、王女さまのご前ぜんに進みました。王女さまのぐるりをとりまいて、女官たちがおつきを、そのおつきがまたおつきを、したがえ、侍従じじゅうがけらいの、またそのけらいをしたがえ、それがまた、めいめい小姓こしょうをひきつれて立っていました。しかも、とびらの近くに立っているものほど、いばっているように見えました。

δεν μπορούσες ούτε να τους κοιτάξεις· τόση ήταν η υπεροψία τους.

しじゅう、うわぐつであるきまわっていた、けらいのけらいの小姓なんか、とてもあおむいて顔が見られないくらいでした。とにかく、戸ぐちのところでいばりかえっているふうは、ちょっと見ものでした。」

«Πρέπει να ήταν τρομερό,» είπε η Γκέρντα. «Κι ο Κέι, έφτασε στην Πριγκίπισσα;»

「まあ、ずいぶんこわいこと。それでもカイちゃんは、王女さまとけっこんしたのですか。」と、ゲルダはいいました。

«Αν δεν ήμουν Κοράκι, θα είχα πάρει την Πριγκίπισσα για τον εαυτό μου, αν κι είμαι λογοδοσμένος. Λέγεται πως τα είπε τόσο καλά, όσο τα λέω κι εγώ όταν μιλώ την γλώσσα των Κορακιών· αυτό το έμαθα από την ήμερη αγαπημένη μου.

「もし、わたしがからすでなかったなら、いまのいいなずけをすてても、王女さまとけっこんしたかもしれません。人のうわさによりますと、その人は、わたしがからすのことばを話すときとどうよう、じょうずに話したということでした。わたしは、そのことを、わたしのいいなずけからきいたのです。

Ήταν τολμηρός και με καλούς τρόπους. Δεν είχε έρθει να φλερτάρει την Πριγκίπισσα, αλλά μόνο για ν’ ακούσει τη σοφία της. Του άρεσε, κι εκείνος άρεσε σ’ εκείνη.»

どうして、なかなかようすのいい、げんきな子でした。それも王女さまとけっこんするためにきたのではなくて、ただ、王女さまがどのくらいかしこいか知ろうとおもってやってきたのですが、それで王女さまがすきになり、王女さまもまたその子がすきになったというわけです。」

«Ναι, ναι, στα σίγουρα αυτός ήταν ο Κέι,» είπε η Γκέρντα. «Ήταν τόσο έξυπνος, μπορούσε να λογαριάζει ακόμα και κλάσματα μέσα στο μυαλό του. Ω, θα με πάρεις μαζί σου στο παλάτι;»

「そう、いよいよ、そのひと、カイちゃんにちがいないわ。カイちゃんは、そりゃりこうで、分数まであんざんでやれますもの――ああ、わたしを、そのお城へつれていってくださらないこと。」と、ゲルダはいいました。

«Εύκολο να το λες,» απάντησε το Κοράκι. «Μα πώς θα το καταφέρουμε; Πρέπει να μιλήσω στην ήμερη αγαπημένη μου γι’ αυτό, πρέπει να μας συμβουλεύσει. Γιατί απ’ όσο μπορώ να πω, ένα μικρό κορίτσι σαν κι εσένα δεν θα πάρει ποτέ την άδεια να μπει μέσα στο παλάτι.»

「さあ、くちでいうのはたやすいが、どうしたら、それができるか、むずかしいですよ。」と、からすはいいました。「ところで、まあ、それをどうするか、まあ、わたしのいいなずけにそうだんしてみましょう。きっと、いいちえをかしてくれるかもしれません。なにしろ、あなたのような、ちいさな娘さんが、お城の中にはいることは、ゆるされていないのですからね。」

«Ω, ναι! Εγώ θα την πάρω,» είπε η Γκέρντα. «Όταν ακούσει ο Κέι πως είμαι εκεί, θα έρθει αμέσως έξω να με βρει και να με πάρει μέσα.»

「いいえ、そのおゆるしならもらえてよ。」と、ゲルダがこたえました。「カイちゃんは、わたしがきたときけば、すぐに出てきて、わたしをいれてくれるでしょう。」

«Περίμενέ με και μην το κουνήσεις από δω,» είπε το Κοράκι, κι αφού κούνησε το κεφάλι του πίσω μπρος, πέταξε μακριά.

「むこうのかきねのところで、まっていらっしゃい。」と、からすはいって、あたまをふりふりとんでいってしまいました。

Το βράδυ κόντευε κιόλας να περάσει, όταν το Κοράκι επέστρεψε.
«Κρά! Κρά!» είπε. «Σου στέλνει τα χαιρετίσματά της. Ορίστε κι ένα ψωμάκι για σένα· το πήρε απ’ την κουζίνα, όπου υπάρχει αρκετό ψωμί. Σίγουρα θα πεινάς.

そのからすがかえってきたときには、晩もだいぶくらくなっていました。
「すてき、すてき。」と、からすはいいました。「いいなずけが、あなたによろしくとのことでしたよ。さあ、ここに、すこしばかりパンをもってきてあげました。さぞ、おなかがすいたでしょう。いいなずけが、だいどころからもってきたのです。そこにはたくさんまだあるのです。

Λοιπόν, είναι αδύνατον να μπεις στο παλάτι έτσι ξυπόλητη που είσαι. Οι ασημοντυμένοι φρουροί και οι λακέδες στα χρυσά δεν θα το επιτρέψουν. Όμως μην κλαις, γιατί παρ’ όλα αυτά, θα τα καταφέρουμε. Η αγαπημένη μου γνωρίζει μια πίσω σκάλα που οδηγεί στην κρεβατοκάμαρα, και ξέρει που θα βρει το κλειδί της.»

――どうも、お城へはいることは、できそうもありませんよ。なぜといって、あなたはくつをはいていませんから、銀の軍服のへいたいや、金ぴかのせいふくのお役人たちが、ゆるしてくれないでしょうからね、だがそれで泣いてはいけない。きっと、つれて行けるくふうはしますよ。わたしのいいなずけは、王女さまのねまに通じている、ほそい、うらばしごをしっていますし、そのかぎのあるところもしっているのですからね。」

Έτσι πήγαν στον κήπο πλάι στον μεγάλο δρόμο, εκεί που το ένα φύλλο έπεφτε μετά το άλλο. Κι όταν λίγο-λίγο έσβησαν τα φώτα στο παλάτι, το Κοράκι οδήγησε την Γκέρντα στην πίσω πόρτα, που έστεκε μισάνοιχτη.

そこで、からすとゲルダとは、お庭をぬけて、木の葉があとからあとからと、ちってくる並木道なみきみちを通りました。そして、お城のあかりが、じゅんじゅんにきえてしまったとき、からすはすこしあいているうらの戸口へ、ゲルダをつれていきました。

Ω, με πόση αγωνία και λαχτάρα χτυπούσε η καρδιά τώρα της Γκέρντα! Σα να ήταν έτοιμη να κάνει κάποιο μεγάλο λάθος, κι όμως, το μόνο που την ένοιαζε ήταν να μάθει αν ήταν εκεί ο μικρός Κέι.

まあ、ゲルダのむねは、こわかったり、うれしかったりで、なんてどきどきしたことでしょう。まるでゲルダは、なにかわるいことでもしているような気がしました。けれど、ゲルダはその人が、カイちゃんであるかどうかをしりたい、いっしんなのです。

Ναι, εκεί πρέπει να ήταν. Έφερε στο μυαλό της τα έξυπνά του μάτια και τα μακριά μαλλιά του, τόσο ζωηρά, που νόμιζε πως τον έβλεπε να γελά, όπως τότε, που κάθονταν οι δυο τους κάτω απ’ τις τριανταφυλλιές πίσω στο σπίτι.

そうです。それはきっと、カイちゃんにちがいありません。ゲルダは、しみじみとカイちゃんのりこうそうな目つきや、長いかみの毛をおもいだしていました。そして、ふたりがうちにいて、ばらの花のあいだにすわってあそんだとき、カイちゃんがわらったとおりの笑顔えがおが、目にうかびました。