Η Βασίλισσα του Χιονιού / Snedronningen — на грэчаскай і дацкай мовах. Старонка 2

Грэчаска-дацкая кніга-білінгва

Χανς Κρίστιαν Άντερσεν

Η Βασίλισσα του Χιονιού

Hans Christian Andersen

Snedronningen

Η Γκέρντα της τα είπε τότε όλα, κι η γερόντισσα κούνησε το κεφάλι της και είπε:
«Χμμμ! Χμμμ!»
Σαν τα διηγήθηκε όλα η Γκέρντα, τη ρώτησε μήπως είχε δει τον μικρό Κέι. Η γυναίκα απάντησε πως δεν είχε περάσει από κει ως εκείνη τη στιγμή, αλλά σίγουρα θα ερχόταν. Της είπε ακόμα, να μην το βάζει κάτω και στεναχωριέται, αλλά να δοκιμάσει τα κεράσια της και να δει τα λουλούδια της, που ήταν πιο όμορφα κι από κείνα στα βιβλία με τις εικόνες, και κάθε ένα από δαύτα μπορούσε να διηγηθεί μια ολόκληρη ιστορία.

Og Gerda fortalte hende Alting; og den Gamle rystede med Hovedet og sagde »Hm! hm!« og da Gerda havde sagt hende Alting og spurgt om hun ikke havde seet lille Kay, sagde Konen, at han var ikke kommen forbi, men han kom nok, hun skulde bare ikke være bedrøvet, men smage hendes Kirsebær, see hendes Blomster, de vare smukkere end nogen Billedbog, de kunde hver fortælle en heel Historie.

Πήρε τότε την Γκέρντα από το χέρι, την οδήγησε μέσα στο αγροτόσπιτο και κλείδωσε πίσω της την πόρτα.

Saa tog hun Gerda ved Haanden, de gik ind i det lille Huus, og den gamle Kone lukkede Døren af.


Vinduerne sade saa høit oppe og Glassene vare røde, blaae og gule; Daglyset skinnede saa underligt derinde med alle Couleurer, men paa Bordet stode de deiligste Kirsebær, og Gerda spiste saa mange hun vilde, for det turde hun.


Og mens hun spiste, kjæmmede den gamle Kone hendes Haar med en Guldkam, og Haaret krøllede og skinnede saa deiligt guult rundt om det lille, venlige Ansigt, der var saa rundt og saae ud som en Rose.

«Πόσες φορές λαχτάρησα ένα τέτοιο αξιαγάπητο κοριτσάκι,» είπε η γερόντισσα. «Να δεις πως θα τα πάμε καλά οι δυο μας»

»Saadan en sød lille Pige har jeg rigtig længtes efter,« sagde den Gamle. »Nu skal Du see, hvor vi to godt skulle komme ud af det!«

και καθώς βούρτσιζε τα μαλλιά της μικρής Γκέρντας, το κορίτσι άρχισε να ξεχνά τον μικρό της φίλο, τον Κέι, γιατί η γερόντισσα ήξερε από μάγια. Δεν ήταν όμως κάποια κακιά μάγισσα, έκανε μόνο λίγα μάγια για να διασκεδάσει· και τώρα ήθελε τόσο πολύ να κρατήσει κοντά της τη μικρή Γκέρντα.

og alt som hun kjæmmede den lille Gerdas Haar, glemte Gerda meer og meer sin Pleiebroder Kay; for den gamle Kone kunde Trolddom, men en ond Trold var hun ikke, hun troldede bare lidt for sin egen Fornøielse, og nu vilde hun gjerne beholde den lille Gerda.

Γι’ αυτό, πήγε έξω στον κήπο, τέντωσε το στραβό ραβδί της στις τριανταφυλλιές που έστεκαν όμορφα ανθισμένες, κι αυτές βυθίστηκαν μέσα στη γη· κανείς πια δεν θα μπορούσε να μαντέψει πως φύτρωναν άλλοτε εκεί.

Derfor gik hun ud i Haven, strakte sin Krog-Kjæp ud mod alle Rosentræerne, og, i hvor deiligt de blomstrede, sank de dog alle ned i den sorte Jord og man kunde ikke see, hvor de havde staaet.

Η γριά φοβήθηκε πως αν έβλεπε η Γκέρντα τα τριαντάφυλλα, θα σκεφτόταν τα δικά της και θα θυμόταν τον μικρό Κέι, και τότε θα έφευγε μακριά της.

Den Gamle var bange for, at naar Gerda saae Roserne, skulde hun tænke paa sine egne og da huske lille Kay og saa løbe sin Vei.

Την οδήγησε τότε στον κήπο των λουλουδιών. Ω, τι μυρωδιές και τι ομορφιά! Ό,τι λουλούδι μπορούσε κανείς να φανταστεί, από οποιαδήποτε εποχή του χρόνου, βρισκόταν εκεί ολάνθιστο. Κανένα βιβλίο με εικόνες δεν μπορούσε να είναι πιο εύθυμο ή πιο όμορφο από τούτο τον κήπο.

Nu førte hun Gerda ud i Blomster—Haven. — Nei! hvor her var en Duft og Deilighed! alle de tænkelige Blomster, og det for enhver Aarstid, stode her i det prægtigste Flor; ingen Billedbog kunde være mere broget og smuk.

Η Γκέρντα αναπήδησε από χαρά κι έπαιξε ώσπου ο ήλιος έδυσε πίσω απ’ τις ψηλές κερασιές. Ύστερα, πήγε στο όμορφο κρεβάτι της με το μεταξωτό κόκκινο πάπλωμα, που ήταν γεμάτο μπλε βιολέτες. Αποκοιμήθηκε κι είδε όμορφα όνειρα, όπως μια βασίλισσα τη μέρα του γάμου της.

Gerda sprang af Glæde, og legede, til Solen gik ned bag de høie Kirsebærtræer, da fik hun en deilig Seng med røde Silkedyner, de vare stoppede med blaae Violer, og hun sov og drømte der saa deiligt, som nogen Dronning paa sin Bryllupsdag.

Το επόμενο πρωί πήγε να παίξει ξανά με τα λουλούδια στη ζεστή λιακάδα, και κάπως έτσι άρχισαν να περνούν οι μέρες. Η Γκέρντα γνώριζε όλα τα λουλούδια.

Næste Dag kunde hun lege igjen med Blomsterne i det varme Solskin, — saaledes gik mange Dage.

Ήταν αμέτρητα, κι όμως ήταν σίγουρη πως κάποιο έλειπε, αν και δεν ήξερε ποιο.

Gerda kjendte hver Blomst, men i hvor mange der vare, syntes hun dog, at der manglede een, men hvilken vidste hun ikke.

Μια μέρα, καθώς κοιτούσε το καπέλο της γριάς, το στολισμένο με λουλούδια, ξεχώρισε το πιο όμορφο απ’ όλα, που ήταν ένα τριαντάφυλλο.

Da sidder hun en Dag og seer paa den gamle Kones Solhat med de malede Blomster, og just den smukkeste der var en Rose.

Η γριά είχε ξεχάσει να το βγάλει απ’ το καπέλο της όταν εξαφάνισε τα υπόλοιπα μέσα στη γη·

Den Gamle havde glemt at faae den af Hatten, da hun fik de andre ned i Jorden.

αλλά έτσι γίνεται όταν κάποιος δεν είναι προσεκτικός και συγκεντρωμένος.

Men saaledes er det, ikke at have Tankerne med sig!

«Πώς! Δεν υπάρχουν τριαντάφυλλα εδώ;» είπε η Γκέρντα κι έτρεξε αμέσως ανάμεσα στα παρτέρια, κοίταξε παντού μα δεν υπήρχε ούτε ένα, πουθενά. Έκατσε τότε κάτω κι άρχισε να κλαίει, τα δάκρυά της όμως έπεσαν εκεί ακριβώς που ήταν βυθισμένη μια τριανταφυλλιά. Και καθώς τα ζεστά της δάκρυα πότιζαν το χώμα, η τριανταφυλλιά τινάχτηκε άξαφνα, φρέσκια κι ανθισμένη, όπως ήταν προτού την καταπιεί η γη. Η Γκέρντα φίλησε τα τριαντάφυλλα και θυμήθηκε τα δικά της πίσω στο σπίτι, και μαζί μ’ αυτά, τον μικρό της Κέι.

»Hvad!« sagde Gerda, »er her ingen Roser!« og sprang ind imellem Bedene, søgte og søgte, men der var ingen at finde; da satte hun sig ned og græd, men hendes hede Taarer faldt netop der, hvor et Rosentræ var sjunket og da de varme Taarer vandede Jorden, skjød Træet med eet op, saa blomstrende, som da det sank, og Gerda omfavnede det, kyssede Roserne og tænkte paa de deilige Roser hjemme og med dem paa den lille Kay.

«Ω, πόσο καιρό έμεινα εδώ!» είπε το μικρό κορίτσι. «Κι ο σκοπός μου ήταν να ψάξω να βρω τον Κέι! Μήπως ξέρετε πού είναι;» ρώτησε τα τριαντάφυλλα. «Πιστεύετε πως πέθανε και πάει;»

»O, hvor jeg er bleven sinket!« sagde den lille Pige. »Jeg skulde jo finde Kay! — Veed I ikke hvor han er?« spurgte hun Roserne. »Troer I at han er død og borte?«

«Πεθαμένος σίγουρα δεν είναι,» είπαν τα τριαντάφυλλα. «Ήμασταν μέσα στη γη, εκεί που είναι όλοι οι πεθαμένοι, μα ο Κέι δεν ήταν εκεί.»

»Død er han ikke,« sagde Roserne. »Vi have jo været i Jorden, der ere alle de Døde, men men Kay var der ikke!«

«Σας ευχαριστώ πολύ!» είπε η Γκέρντα, και πήγε στα άλλα λουλούδια, κι άρχισε να ρωτά κοιτάζοντας μέσα στα άνθη τους, «Μήπως ξέρετε πού είναι ο μικρός μου Κέι;»

»Tak skal I have!« sagde den lille Gerda og hun gik hen til de andre Blomster og saae ind i deres Kalk og spurgte: »Veed I ikke, hvor lille Kay er?«

Όλα όμως τα λουλούδια, κάθονταν κάτω απ’ τη λιακάδα κι ονειρεύονταν τα δικά τους παραμύθια. Της είπανε πολλά, κανένα όμως δεν ήξερε για τον Κέι.

Men hver Blomst stod i Solen og drømte sit eget Eventyr eller Historie, af dem fik lille Gerda saa mange, mange, men Ingen vidste noget om Kay.

Τι είπε το Κρινάκι; Λοιπόν:

Og hvad sagde da Ildlillien?

«Δεν άκουσες το τύμπανο; Μπαμ! Μπουμ! Μονάχα έτσι χτυπά! Πάντα, Μπαμ! Μπουμ! Άκουσε το λυπητερό τραγούδι της γερόντισσας που καλεί τους ιερείς! Η Ινδή γυναίκα με το μακρύ χιτώνα στέκεται πάνω από τον πεθαμένο. Οι φλόγες καίνε, γύρω από κείνη και το νεκρό της σύζυγο, όμως η Ινδή γυναίκα νοιάζεται για κείνον που ζει· εκείνον που η φωτιά των ματιών του τρυπά την καρδιά, περισσότερο κι από τις φλόγες, που σύντομα θα κάνουν το νεκρό σώμα στάχτες. Μπορεί να πεθάνει η φλόγα της καρδιάς στη φωτιά μιας κηδείας;»

»Hører Du Trommen: bum! bum! det er kun to Toner, altid bum! bum! hør Qvindernes Sørgesang! hør Præsternes Raab! — I sin lange røde Kjortel staaer Hindue-Konen paa Baalet, Flammerne slaae op om hende og hendes døde Mand; men Hindue-Konen tænker paa den Levende her i Kredsen, ham, hvis Øine brænde hedere end Flammerne, ham, hvis Øines Ild naae mere hendes Hjerte, end de Flammer, som snart brænde hendes Legeme til Aske. Kan Hjertets Flamme døe i Baalets Flammer?«

«Δεν καταλαβαίνω τίποτα,» είπε η μικρή Γκέρντα.

»Det forstaaer jeg slet ikke!« sagde den lille Gerda.

«Αυτή είναι η ιστορία μου,» είπε το Κρινάκι.

»Det er mit Æventyr!« sagde Ildlillien.

Τι είπε η Καμπανούλα;

Hvad siger Convolvolus?

«Εκεί, πάνω από ένα στενό βουνίσιο μονοπάτι, στέκεται ένα παλιό κάστρο. Αειθαλή δέντρα με παχύ κορμό μεγαλώνουν στα ερειπωμένα τείχη και γύρω από το βωμό, εκεί όπου στέκεται μια όμορφη κόρη. Σκύβει πάνω από το φράχτη και κοιτάζει έξω, πάνω απ' τα τριαντάφυλλα. Κανένα τριαντάφυλλο πάνω στα κλαδιά δεν είναι πιο φρέσκο και δροσερό από κείνη, και κανένα άνθος μηλιάς από κείνα που πετούν στον άνεμο, δεν είναι πιο ζωηρό από την όμορφη κόρη! Πως θροΐζει η μεταξένια ρόμπα της στο αεράκι! ‘Δεν ήρθε ακόμα;’»

»Ud over den snevre Fjeldvei hænger en gammel Ridderborg: det tætte Evigtgrønt voxer op om de gamle røde Mure, Blad ved Blad, hen om Altanen, og der staaer en deilig Pige; hun bøier sig ud over Rækværket og seer ned ad Veien. Ingen Rose hænger friskere fra Grenene, end hun, ingen Æbleblomst, naar Vinden bærer den fra Træet, er mere svævende, end hun; hvor rasler den prægtige Silkekjortel. »Kommer han dog ikke!«

«Τον Κέι εννοείς;» ρώτησε η μικρή Γκέρντα.

»Er det Kay, Du mener,« spurgte lille Gerda.

«Μιλώ για την ιστορία μου —για το όνειρό μου,» απάντησε η Καμπανούλα.

»Jeg taler kun om mit Eventyr, min Drøm,« svarede Convolvolus.

Μετά ήταν ο Γάλανθος. Τι είπε;

Hvad siger den lille Sommergjæk?

«Ανάμεσα στα δέντρα κρέμεται μια μακριά σανίδα, -μια κούνια. Δυο μικρά κορίτσια κάθονται πάνω της και κουνιούνται πίσω και μπρος. Τα φορέματά τους είναι άσπρα σαν το χιόνι, ενώ μακριές πράσινες μεταξωτές κορδέλες ανεμίζουν από τα καπελάκια τους.

»Mellem Træerne hænger i Snore det lange Bræt, det er en Gynge; to nydelige Smaapiger, — Kjolerne ere hvide som Snee, lange grønne Silkebaand flagre fra Hattene, — sidde og gynge;

Ο αδερφός τους, που είναι μεγαλύτερος, στέκεται όρθιος πάνω στην κούνια. Έχει τυλίξει τα μπράτσα του γύρω από τα σχοινιά για να κρατηθεί γερά, γιατί στο ένα χέρι κρατά μια μικρή κούπα και στο άλλο ένα πήλινο σωλήνα. Φυσά σαπουνόφουσκες. Η κούνια κουνιέται κι οι φούσκες αιωρούνται αλλάζοντας μαγευτικά χρώματα·

Broderen, der er større end de, staaer op i Gyngen, han har Armen om Snoren for at holde sig, thi i den ene Haand har han en lille Skaal, i den anden en Kridtpibe, han blæser Sæbebobler; Gyngen gaaer, og Boblerne flyve med deilige, vexlende Farver;

η τελευταία ακόμα κρέμεται στο σωλήνα και ταλαντεύεται στο φύσημα του αέρα. Η κούνια κουνιέται. Ο μικρός μαύρος σκύλος, ελαφρύς όπως μια σαπουνόφουσκα, πηδά προσπαθώντας να ανέβει κι αυτός στην κούνια. Η κούνια κουνιέται κι ο σκύλος πέφτει κάτω· γαυγίζει και είναι θυμωμένος. Τον κοροϊδεύουν. Η φούσκα σκάει! Μια κούνια, μια φούσκα που σκάει, -τέτοιο είναι το τραγούδι μου!»

den sidste hænger endnu ved Pibestilken og bøier sig i Vinden; Gyngen gaaer. Den lille sorte Hund, let som Boblerne, reiser sig paa Bagbenene og vil med i Gyngen, den flyver; Hunden dumper, bjæffer og er vred; den gjækkes, Boblerne briste, — Et gyngende Bræt, et springende Skumbilled er min Sang!«

«Αυτά που λες, μπορεί να είναι πολύ όμορφα, όμως τα λες με τρόπο τόσο μελαγχολικό, άσε που δεν αναφέρεις καθόλου τον Κέι.»
Τι είπε Υάκινθος;

»Det kan gjerne være, at det er smukt, hvad Du fortæller, men Du siger det saa sørgeligt og nævner slet ikke Kay. Hvad sige Hyazinterne?«

«Ήταν κάποτε τρεις αδερφές, πολύ όμορφες. Το φόρεμα της μιας ήταν κόκκινο, της δεύτερης μπλε και της τρίτης άσπρο. Χόρευαν πιασμένες χέρι-χέρι πλάι στην ήρεμη λίμνη κάτω απ’ το λαμπερό φεγγαρόφωτο. Δεν ήταν νεράιδες, μα θνητά κορίτσια.

»Der var tre deilige Søstre, saa gjennemsigtige og fine; den Enes Kjortel var rød, den Andens var blaa, den Tredies ganske hvid; Haand i Haand dandsede de ved den stille Sø i det klare Maaneskin. De vare ikke Elverpiger, de vare Menneskebørn.

Μια γλυκιά μυρωδιά απλώθηκε, κι οι κόρες χάθηκαν στο δάσος. Το άρωμα έγινε εντονότερο, και τρία φέρετρα, με τις τρεις πανέμορφες κόρες μέσα τους, γλίστρησαν από το δάσος, μέσα στη λίμνη. Οι λαμπερές πυγολαμπίδες πετούσαν ολόγυρα σα μικρά αιωρούμενα φωτάκια.

Der duftede saa sødt, og Pigerne svandt i Skoven; Duften blev stærkere; — tre Liigkister, i dem laae de deilige Piger, glede fra Skovens Tykning hen over Søen; Sant-Hansorme fløi skinnende rundt om, som smaa svævende Lys.

Κοιμούνται οι μικρές χορεύτριες ή πέθαναν; Η μυρωδιά των λουλουδιών λέει πως είναι πεθαμένες κι η βραδινή καμπάνα χτυπά για τους νεκρούς!»

Sove de dandsende Piger, eller ere de døde? — Blomsterduften siger, de ere Liig; Aftenklokken ringer over de Døde!«

«Με έκανες να λυπηθώ πολύ,» είπε η μικρή Γκέρντα. «Δεν μπορώ τώρα να σταματήσω να σκέφτομαι τις πεθαμένες κόρες. Ω! Είναι ο μικρός μου Κέι στ’ αλήθεια πεθαμένος; Τα ρόδα που πήγανε μέσα στη γη, λένε πως δεν είναι.»

»Du gjør mig ganske bedrøvet,« sagde den lille Gerda. »Du dufter saa stærkt; jeg maa tænke paa de døde Piger! ak, er da virkelig lille Kay død? Roserne have været nede i Jorden, og de sige nei!«

«Ντινγκ, ντονγκ!» έκαναν τα καμπανάκια του Υάκινθου. «Δεν χτυπούμε για τον μικρό Κέι· δεν τον ξέρουμε. Αυτός είναι ο τρόπος μας να τραγουδούμε, μόνο αυτόν έχουμε.»

»Ding, dang!« ringede Hyazintens Klokker. »Vi ringe ikke over lille Kay, ham kjende vi ikke! vi synge kun vor Vise, den eneste, vi kunne!«

Και η Γκέρντα πήγε στις νεραγκούλες, που κοίταζαν ψηλά ανάμεσα απ’ τα πράσινα γυαλιστερά φύλλα.

Og Gerda gik hen til Smørblomsten, der skinnede frem imellem de glindsende, grønne Blade.

«Είσαι ένας μικρός λαμπερός ήλιος!» είπε η Γκέρντα. «Πες μου, αν ξέρεις, που μπορώ να βρω τον μικρό μου φίλο.»

»Du er en lille klar Sol!« sagde Gerda. »Siig mig, om Du veed, hvor jeg skal finde min Legebroder?«

Η Νεραγκούλα έλαμψε και κοίταξε ξανά την Γκέρντα. Τι τραγούδι μπορούσε να τραγουδήσει η Νεραγκούλα; Ένα που δε μιλούσε διόλου για τον Κέι.

Og Smørblomsten skinnede saa smukt og saae paa Gerda igjen. Hvilken Vise kunde vel Smørblomsten synge? Den var heller ikke om Kay.

«Μέσα σε μια μικρή αυλή, ο ήλιος έλαμπε τις πρώτες μέρες της άνοιξης. Οι αχτίδες γλιστρούσαν στους άσπρους τοίχους του γειτονικού σπιτιού, κι εκεί πλάι φύτρωναν δροσερά κίτρινα λουλούδια, λάμποντας σαν χρυσάφι μέσα στις ζεστές ηλιαχτίδες.

»I en lille Gaard skinnede vor Herres Sol saa varmt den første Foraars Dag; Straalerne glede ned ad Naboens hvide Væg, tæt ved groede de første gule Blomster, skinnende Guld i de varme Solstraaler;

Μια γιαγιά καθόταν εκεί, κι η εγγονή της είχε μόλις έρθει για μια σύντομη επίσκεψη. Γνωρίζει τη γιαγιά της. Ήταν χρυσάφι, αυθεντικό χρυσάφι εκείνο το ευλογημένο φιλί.

gamle Bedstemoder var ude i sin Stol, Datterdatteren den fattige, kjønne Tjenestepige, kom hjem et kort Besøg; hun kyssede Bedstemoderen. Det var Guld, Hjertets Guld i det velsignede Kys. Guld paa Munden, Guld i Grunden, Guld deroppe i Morgenstunden!

Ορίστε, αυτή είναι η μικρή μου ιστορία,» είπε η Νεραγκούλα.

See, det er min lille Historie!« sagde Smørblomsten.

«Η φτωχή γιαγιάκα μου!» αναστέναξε η Γκέρντα. «Ναι, θα λαχταράει για μένα, αυτό είναι σίγουρο. Θρηνεί για μένα, όπως θρήνησε και για τον μικρό Κέι. Θα γυρίσω όμως σύντομα στο σπίτι και θα φέρω μαζί μου και τον Κέι. Δεν έχει νόημα να ρωτώ τα λουλούδια, αυτά ξέρουν μόνο τα δικά τους τραγούδια και δεν μπορούν να μου πούνε τίποτα για τον Κέι,»

»Min gamle stakkels Bedstemoder!« sukkede Gerda. »Ja hun længes vist efter mig, er bedrøvet for mig, ligesom hun var for lille Kay. Men jeg kommer snart hjem igjen, og saa bringer jeg Kay med. — Det kan ikke hjelpe, at jeg spørger Blomsterne, de kunne kun deres egen Vise, de sige mig ikke Beskeed!«

είπε και σήκωσε το φόρεμά της για να τρέξει πιο γρήγορα. Όμως ένας Νάρκισσος την χτύπησε στο πόδι, καθώς ετοιμαζόταν να πηδήξει από πάνω του. Στάθηκε και κοίταξε το μακρύ κίτρινο λουλούδι. «Μήπως εσύ ξέρεις κάτι να μου πεις;» ρώτησε σκύβοντας κοντά στον Νάρκισσο. Και τι είπε εκείνος;

og saa bandt hun sin lille Kjole op, for at hun kunde løbe raskere; men Pindselillien slog hende over Benet, i det hun sprang over den; da blev hun staaende, saae paa den lange gule Blomst og spurgte: »Veed Du maaskee Noget?« og hun bøiede sig lige ned til Pindselillien. Og hvad sagde den?

«Μπορώ να δω τον εαυτό μου —Μπορώ να δω τον εαυτό μου! Ω, τι μυρωδάτος που είμαι! Εκεί ψηλά, στη μικρή σοφίτα, στέκεται μισοντυμένη μια μικρούλα χορεύτρια. Στέκεται τώρα στο ένα πόδι, τώρα και στα δυο. Περιφρονεί όλο τον κόσμο και ζει μονάχα μέσα στη φαντασία.

»Jeg kan see mig selv! jeg kan see mig selv!« sagde Pindselillien. »O, o, hvor jeg lugter! — Oppe paa det lille Qvistkammer, halv klædt paa, staaer en lille Dandserinde, hun staaer snart paa eet Been, snart paa to, hun sparker af den hele Verden, hun er bare Øienforblindelse.

Ρίχνει νερό απ’ την τσαγιέρα πάνω σε κάτι που κρατά στο χέρι· είναι το κορσάζ της. Η καθαριότητα είναι σπουδαίο πράγμα. Το λευκό φόρεμα κρέμεται στο γάντζο. Πλύθηκε μέσα στην τσαγιέρα και στέγνωσε στην σκεπή.

Hun hælder Vand af Theepotten ud paa et Stykke Tøi, hun holder, det er Snørlivet; — Reenlighed er en god Ting! den hvide Kjole hænger paa Knagen, den er ogsaa vadsket i Theepotten og tørret paa Taget;

Το φοράει, δένει ένα βαθύ-κίτρινο μαντήλι στο λαιμό, και το φόρεμα δείχνει ακόμα πιο άσπρο. Μπορώ να δω τον εαυτό μου —Μπορώ να δω τον εαυτό μου!»

den tager hun paa, det safransgule Tørklæde om Halsen, saa skinner Kjolen mere hvid. Benet i Veiret! see hvor hun kneiser paa een Stilk! jeg kan see mig selv! jeg kan see mig selv!«

«Αυτό δεν μου λέει τίποτα. Τι με νοιάζει εμένα;» είπε κι έτρεξε στην πιο μακρινή άκρη του κήπου.

»Det bryder jeg mig slet ikke om!« sagde Gerda. »Det er ikke noget at fortælle mig!« og saa løb hun til Udkanten af Haven.

Η πόρτα ήταν κλειδωμένη, όμως ταρακούνησε το σκουριασμένο μάνταλο ώσπου χαλάρωσε, κι η πύλη άνοιξε. Κι η μικρή Γκέρντα άρχισε να τρέχει ξυπόλητη.

Døren var lukket, men hun vrikkede i den rustne Krampe, saa den gik løs, og Døren sprang op, og saa løb den lille Gerda paa bare Fødder ud i den vide Verden.

Κοίταξε γύρω τρεις φορές, όμως κανείς δεν την ακολουθούσε. Στο τέλος, δεν μπορούσε πια να τρέξει άλλο και κάθισε πάνω σε μια μεγάλη πέτρα. Σαν κοίταξε γύρω της, είδε πως το καλοκαίρι είχε περάσει· ήταν προχωρημένο φθινόπωρο, μα δεν το είχε προσέξει μέσα στον όμορφο κήπο, εκεί που ήταν συνεχώς λιακάδα κι υπήρχαν λουλούδια ολογυρίς το χρόνο.

Hun saae tre Gange tilbage, men der var Ingen, som kom efter hende; tilsidst kunde hun ikke løbe mere og satte sig paa en stor Steen, og da hun saae sig rundt om, var Sommeren forbi, det var seent paa Efteraaret, det kunde man slet ikke mærke derinde i den deilige Have, hvor der var altid Solskin og alle Aarstiders Blomster.

«Ω Θεέ μου, πόσο καιρό έμεινα εκεί!» είπε η Γκέρντα. «Ήρθε το φθινόπωρο. Δεν πρέπει να χάσω άλλο καιρό,» και σηκώθηκε να προχωρήσει.

»Gud! hvor jeg har sinket mig!« sagde den lille Gerda: »Det er jo blevet Efteraar! saa tør jeg ikke hvile!« og hun reiste sig for at gaae.

Ω, πόσο τρυφερά και κουρασμένα ήταν τα ποδαράκια της! Όλα γύρω έμοιαζαν τόσο κρύα κι έρημα. Τα μακριά φύλλα της ιτιάς ήταν κίτρινα κι έσταζαν ομίχλη σα να ήτανε νερό. Το ένα φύλλο έπεφτε μετά το άλλο, μονάχα οι αγριοδαμασκηνιές έστεκαν γεμάτες φρούτα.

O, hvor hendes smaa Fødder vare ømme og trætte, og rundt om saae det koldt og raat ud; de lange Pileblade vare ganske gule og Taagen dryppede i Vand fra dem, eet Blad faldt efter et andet, kun Slaaentornen stod med Frugt, saa stram og til at rimpe Munden sammen.

Ω, πόσο σκοτεινά κι απαρηγόρητα ήταν εκεί έξω στον ζοφερό κόσμο!

O hvor det var graat og tungt i den vide Verden.

Ιστορία τέταρτη: Ο Πρίγκιπας και η Πριγκίπισσα

Fjerde Historie. Prinds og Prindsesse.

Η Γκέρντα κάθίσε για να ξεκουραστεί και πάλι, όταν είδε, ακριβώς απέναντί της, να καταφθάνει ένα μεγάλο κοράκι πηδώντας πάνω στο άσπρο χιόνι. Κοιτούσε από ώρα την Γκέρντα και κουνούσε το κεφάλι.
«Κρα! Κρά!» είπε. Καλημέρα!

Gerda maatte igjen hvile sig; da hoppede der paa Sneen, ligeover for hvor hun sad, en stor Krage, den havde længe siddet, seet paa hende og vrikket med Hovedet; nu sagde den: »Kra! kra! — go’ Da’! go’ Da’!«

Καλημέρα! δηλαδή, μα δεν μπορούσε να το πει καλύτερα. Συμπάθησε πολύ το μικρό κορίτσι και το ρώτησε πού πήγαινε έτσι ολομόναχο.

Bedre kunde den ikke sige det, men den meente det saa godt med den lille Pige og spurgte hvorhen hun gik saa alene ude i den vide Verden.

Η Γκέρντα κατάλαβε αρκετά καλά τη λέξη ολομόναχη, κι ένιωσε τη συμπάθειά του. Έτσι, είπε στο Κοράκι όλη την ιστορία της και το ρώτησε μήπως είχε δει κάπου τον Κέι.

Det Ord: alene forstod Gerda meget godt og følte ret, hvor meget der laae deri, og saa fortalte hun Kragen sit hele Liv og Levnet og spurgte, om den ikke havde seet Kay.

Το Κοράκι κούνησε το κεφάλι πολύ σοβαρά και είπε:
«Μπορεί —Μπορεί!»

Og Kragen nikkede ganske betænksomt og sagde: »det kunde være! det kunde være!«

«Τι; Στ’ αλήθεια νομίζεις πως τον είδες;» φώναξε το μικρό κορίτσι κι αγκάλιασε το Κοράκι, τόσο σφιχτά που κόντεψε να το πεθάνει στα φιλιά.

»Hvad, troer Du!« raabte den lille Pige og havde nær klemt Kragen ihjel, saaledes kyssede hun den.

«Ήρεμα, ήρεμα,» είπε το Κοράκι. «Νομίζω πως ξέρω. Νομίζω πως μπορεί να είναι ο μικρός Κέι. Μα τώρα πια ξέχασε για χάρη της Πριγκίπισσας.»

»Fornuftig, fornuftig!« sagde Kragen. »Jeg troer, jeg veed, — jeg troer, det kan være den lille Kay! men nu har han vist glemt Dig for Prindsessen!«

«Ζει με μια Πριγκίπισσα;» ρώτησε η Γκέρντα.

»Boer han hos en Prindsesse?« spurgte Gerda.

«Ναι -Άκου,» είπε το Κοράκι, «…όμως, είναι κάπως δύσκολο για μένα να μιλήσω στη γλώσσα σου. Αν καταλαβαίνεις τη γλώσσα των Κορακιών, θα μπορέσω να στα πω καλύτερα.»

»Ja hør!« sagde Kragen, »men jeg har saa svært ved at tale dit Sprog. Forstaaer Du Kragemaal saa skal jeg bedre fortælle!«

«Όχι, δεν την έχω μάθει,» είπε η Γκέρντα. «Όμως η γιαγιά μου την καταλαβαίνει, και μπορεί να μιλήσει και κορακίστικα. Μακάρι να τα είχα μάθει.»

»Nei, det har jeg ikke lært!« sagde Gerda, »men Bedstemoder kunde det, og P-Maal kunde hun. Bare jeg havde lært det!«

«Δεν πειράζει,» είπε το Κοράκι. «Θα σου τα πω όσο καλύτερα μπορώ, μα η προφορά μου θα είναι αρκετά άσχημη.» Κι έτσι άρχισε να της λέει όλα όσα ήξερε.

»Gjør ikke noget!« sagde Kragen, »jeg skal fortælle, saa godt jeg kan, men daarligt bliver det alligevel,« og saa fortalte den, hvad den vidste.

«Σ’ αυτό εδώ το βασίλειο, ζει μια Πριγκίπισσα που είναι πολύ-πολύ έξυπνη. Έχει διαβάσει όλες τις εφημερίδες, ολόκληρου του κόσμου, κι ύστερα κατάφερε να τις ξεχάσει πάλι· τόσο έξυπνη είναι.

»I dette Kongerige, hvor vi nu sidde, boer en Prindsesse, der er saa uhyre klog, men hun har ogsaa læst alle Aviser, der ere til i Verden, og glemt dem igjen, saa klog er hun.

Τελευταία, καθώς λένε, καθόταν στο θρόνο της —που δεν είναι και πολύ ευχάριστη υπόθεση- όταν άρχισε να μουρμουρίζει ένα παλιό τραγούδι· πήγαινε κάπως έτσι: ‘Ω, γιατί να μην παντρευτώ;’ ‘Αυτό το τραγούδι έχει τη σημασία του’ είπε, κι έτσι, αποφάσισε να παντρευτεί.

Forleden sidder hun paa Thronen, og det er ikke saa morsomt endda, siger man, da kommer hun til at nynne en Vise, det var netop den: »hvorfor skulde jeg ikke gifte mig!«

Έπρεπε όμως να πάρει έναν σύζυγο που να ξέρει ν’ απαντά κάθε φορά που θα τον ρωτούσε κάτι, κι όχι κάποιον που θα κοιτούσε αμίλητος σα να ήταν καμιά σπουδαία προσωπικότητα· είναι τόσο κουραστικό αυτό.

»Hør, det er der noget i,« siger hun, og saa vilde hun gifte sig, men hun vilde have en Mand, der forstod at svare, naar man talte til ham, En der ikke stod og kun saae fornem ud, for det er saa kjedeligt.

Μάζεψε λοιπόν όλες τις κυρίες της αυλής, και σαν άκουσαν αυτές την πρόθεσή της, ευχαριστήθηκαν πολύ και είπαν: ‘Χαιρόμαστε πολύ που το ακούμε· αυτό σκεφτόμασταν κι εμείς για σένα.’ Μπορείς να πιστέψεις κάθε λέξη που σου λέω,» είπε το Κοράκι, «γιατί έχω μια αγαπημένη που είναι κατοικίδια και χοροπηδά μέσα στο παλάτι ελεύθερη· αυτή μου τα είπε όλα αυτά.

Nu lod hun alle Hofdamerne tromme samme, og da de hørte, hvad hun vilde, bleve de saa fornøiede, »det kan jeg godt lide!« sagde de, »saadant noget tænkte jeg ogsaa paa forleden!« — Du kan troe, at det er sandt hvert Ord jeg siger!« sagde Kragen. »Jeg har en tam Kjæreste, der gaaer frit om paa Slottet, og hun har fortalt mig Alt!«


Det var naturligviis ogsaa en Krage hans Kjæreste, for Krage søger Mage, og det er altid en Krage.

«Στις εφημερίδες δημοσιεύτηκε αμέσως ένα περίγραμμα καρδιάς με τα αρχικά της Πριγκίπισσας, και μέσα εκεί έγραφε ότι, κάθε εμφανίσιμος νέος μπορούσε να πάει στο παλάτι ελεύθερα και να μιλήσει στην Πριγκίπισσα. Κι εκείνος που θα μιλούσε τόσο σοφά όσο έδειχνε στην όψη, αυτόν θα διάλεγε η Πριγκίπισσα για σύζυγό της.

»Aviserne kom strax ud med en Kant af Hjerter og Prindsessens Navnetræk; man kunde læse sig til, at det stod enhver ung Mand, der saae godt ud, frit for at komme op paa Slottet og tale med Prindsessen, og den, som talte, saa at man kunde høre han var hjemme der, og talte bedst, ham vilde Prindsessen tage til Mand! —

«Ναι, Ναι,» είπε το Κοράκι, «πρέπει να το πιστέψεις. Είναι αλήθεια όσο και το ότι βρίσκομαι τώρα εδώ. Κατέφθασαν άνθρωποι πολλοί, πλήθη ολάκερα. Συνωστίζονταν και βιάζονταν, όμως κανείς τους δεν τα κατάφερε, ούτε την πρώτη, ούτε τη δεύτερη μέρα.

Ja, ja!« sagde Kragen, »Du kan troe mig, det er saa vist, som jeg sidder her, Folk strømmede til, der var en Trængsel og en Løben, men det lykkedes ikke, hverken den første eller anden Dag.

Όλοι τους ήξεραν να μιλούν αρκετά καλά σαν ήταν έξω στον δρόμο. Όταν όμως περνούσαν τις πύλες του παλατιού κι έβλεπαν τον φρουρό πλούσια ντυμένο μέσα στο ασήμι, τους χρυσοντυμένους λακέδες να στέκονται στις σκάλες, και τις μεγάλες φωτεινές αίθουσες, τότε τα έχαναν. Κι όταν στέκονταν μπροστά στο θρόνο της Πριγκίπισσας, δεν έκαναν άλλο απ’ το να επαναλαμβάνουν την τελευταία λέξη που είχαν ξεστομίσει· πόσο αδιάφορο ήταν να τους ακούει να λένε ξανά και ξανά την ίδια λέξη.

De kunde Allesammen godt tale, naar de vare ude paa Gaden, men naar de kom ind af Slotsporten og saae Garden i Sølv, og op ad Trapperne Laquaierne i Guld og de store oplyste Sale, saa bleve de forbløffede; og stode de foran Thronen, hvor Prindsessen sad, saa vidste de ikke at sige uden det sidste Ord, hun havde sagt, og det brød hun sig ikke om at høre igjen.

Θα έλεγε κανείς πως οι άνθρωποι μαγεύονταν σαν έμπαιναν εκεί μέσα, κι έπεφταν σε έκσταση μέχρι να ξαναβγούν στο δρόμο. Γιατί τότε —ω, τότε- έβρισκαν μια χαρά την ικανότητά τους να φλυαρούν και πάλι.

Det var ligesom om Folk derinde havde faaet Snuustobak paa Maven og vare faldet i Dvale, indtil de kom ud paa Gaden igjen, ja, saa kunde de snakke.

Μια ολόκληρη ουρά από δαύτους στεκόταν από τις πύλες της πόλης ίσαμε το παλάτι. Ήμουν κι εγώ εκεί και είδα,» είπε το Κοράκι. «Γρήγορα άρχιζαν να πεινούν και να διψούν, όμως από το παλάτι δεν τους έδιναν τίποτα, ούτε ένα ποτήρι νερό.

Der stod en Række lige fra Byens Port til Slottet. Jeg var selv inde at see det!« sagde Kragen. »De bleve baade sultne og tørstige, men fra Slottet fik de ikke engang saa meget, som et Glas lunket Vand.

Κάποιοι από τους πιο έξυπνους, είναι αλήθεια, είχαν πάρει ψωμί και βούτυρο μαζί τους, κανένας τους όμως δεν το μοιραζόταν με τον διπλανό του, γιατί σκέφτονταν: ‘Άστον να μοιάζει πεινασμένος, κι έτσι η Πριγκίπισσα δεν θα τον δεχτεί.»

Vel havde nogle af de Klogeste taget Smørrebrød med, men de deelte ikke med deres Nabo, de tænkte, som saa: lad ham kun see sulten ud, saa tager Prindsessen ham ikke!«

«Όμως ο Κέι —ο μικρός μου Κέι,» είπε η Γκέρντα, «…πότε ήρθε; Ήταν ανάμεσα σ’ όλους αυτούς;»

»Men Kay, lille Kay!« spurgte Gerda. »Naar kom han? Var han mellem de mange?«

«Υπομονή, υπομονή, όπου να ‘ναι θα φτάσουμε κι εκεί. Ήταν η Τρίτη ημέρα, όταν έφτασε κάποιος χωρίς άλογο ή άμαξα, και βαδίζοντας με τόλμη ήρθε ως το παλάτι. Τα μάτια του έλαμπαν όπως τα δικά σου, κι είχε όμορφα μακριά μαλλιά, τα ρούχα του όμως ήταν πολύ φθαρμένα.»

»Gid Tid! giv Tid! nu ere vi lige ved ham! det var den tredie Dag, da kom der en lille Person, uden Hest eller Vogn, ganske freidig marcherende lige op til Slottet; hans Øine skinnede som dine, han havde deilige lange Haar, men ellers fattige Klæder!«

«Αυτός ήταν ο Κέι,» φώναξε η Γκέρντα με φωνή πλημμυρισμένη από χαρά. «Τώρα τον βρήκα!» κι άρχισε να χτυπά χαρούμενη τα χέρια της.

»Det var Kay!« jublede Gerda. »O, saa har jeg fundet ham!« og hun klappede i Hænderne.

«Είχε κι ένα μικρό σακίδιο στην πλάτη,» είπε το Κοράκι.

»Han havde en lille Randsel paa Ryggen!« sagde Kragen.

«Όχι, αυτό ήταν σίγουρα το έλκηθρό του,» είπε η Γκέρντα. «Γιατί όταν έφυγε, είχε μαζί το έλκηθρό του.»

»Nei, det var vist hans Slæde!« sagde Gerda, »for med Slæden gik han bort!«

«Μπορεί και να ήταν,» είπε το Κοράκι. «Δεν τον εξέτασα δα με τόση λεπτομέρεια. Ξέρω όμως από την κατοικίδια αγαπημένη μου, ότι σαν έφτασε στην αυλή του παλατιού και είδε τον φρουρό μέσα στο ασήμι, και τους λακέδες στα χρυσά πάνω στη σκάλα, δεν τα ‘χασε καθόλου. Κούνησε το κεφάλι και τους είπε:

»Det kan gjerne være!« sagde Kragen, »jeg saae ikke saa nøie til! men det veed jeg af min tamme Kjæreste, at da han kom ind af Slotsporten og saae Livgarden i Sølv og opad Trappen Laquaierne i Guld, blev han ikke det bitterste forknyt, han nikkede og sagde til dem:

‘Πρέπει να ‘ναι πολύ κουραστικό να στέκεσαι έτσι στις σκάλες· εγώ πάλι, λέω να πάω μέσα.’

»det maa være kjedeligt at staae paa Trappen, jeg gaaer heller indenfor!«

Τα σαλόνια αστραποβολούσαν λάμψη, μυστικοί σύμβουλοι κι εξοχότητες κυκλοφορούσαν τριγύρω και φορούσανε χρυσά κλειδιά. Ο καθένας θα μπορούσε να νιώσει άβολα σε τέτοιο περιβάλλον. Οι μπότες του νέου έτριξαν δυνατά, όμως εκείνος δεν φοβήθηκε καθόλου.»

Der skinnede Salene med Lys; Geheimeraader og Excellenser gik paa bare Fødder og bare Guldfade; man kunde nok blive høitidelig! hans Støvler knirkede saa frygtelig stærkt, men han blev dog ikke bange!«

«Αυτός είναι ο Κέι στα σίγουρα,» είπε η Γκέρντα. «Ξέρω πως φορούσε καινούργιες μπότες, τις έχω ακούσει να τρίζουν στο δωμάτιο της γιαγιάς.»

»Det er ganske vist Kay!« sagde Gerda, »jeg veed, han havde nye Støvler, jeg har hørt dem knirke i Bedstemoders Stue!«

«Ναι, έτριξαν,» είπε το Κοράκι. «Πήγε τότε με τόλμη στην Πριγκίπισσα, που καθόταν πάνω σ’ ένα μαργαριτάρι τόσο μεγάλο, σα μια μεγάλη ρόδα. Όλες οι κυρίες της αυλής, με τις συνοδούς τους και τις συνοδούς των συνοδών, και όλοι οι ιππότες, με τους ευγενείς τους και τους ευγενείς των ευγενών, στέκονταν τριγύρω. Κι όσο πιο κοντά της στέκονταν, τόσο πιο υπερήφανοι έδειχναν,

»Ja knirke gjorde de!« sagde Kragen, »og freidig gik han lige ind for Prindsessen, der sad paa en Perle, saa stor som et Rokkehjul; og alle Hofdamerne med deres Piger og Pigers Piger, og alle Cavalererne med deres Tjenere og Tjeneres Tjenere, der holde Dreng, stode opstillede rundt om; og jo nærmere de stode ved Døren, jo stoltere saae de ud.

δεν μπορούσες ούτε να τους κοιτάξεις· τόση ήταν η υπεροψία τους.

Tjenernes Tjeneres Dreng, der altid gaaer i Tøfler, er næsten ikke til at see paa, saa stolt staaer han i Døren!«

«Πρέπει να ήταν τρομερό,» είπε η Γκέρντα. «Κι ο Κέι, έφτασε στην Πριγκίπισσα;»

»Det maa være grueligt!« sagde den lille Gerda. »Og Kay har dog faaet Prindsessen!«

«Αν δεν ήμουν Κοράκι, θα είχα πάρει την Πριγκίπισσα για τον εαυτό μου, αν κι είμαι λογοδοσμένος. Λέγεται πως τα είπε τόσο καλά, όσο τα λέω κι εγώ όταν μιλώ την γλώσσα των Κορακιών· αυτό το έμαθα από την ήμερη αγαπημένη μου.

»Havde jeg ikke været en Krage, saa havde jeg taget hende, og det uagtet jeg er forlovet. Han skal have talt ligesaa godt, som jeg taler, naar jeg taler Kragemaal, det har jeg fra min tamme Kjæreste.

Ήταν τολμηρός και με καλούς τρόπους. Δεν είχε έρθει να φλερτάρει την Πριγκίπισσα, αλλά μόνο για ν’ ακούσει τη σοφία της. Του άρεσε, κι εκείνος άρεσε σ’ εκείνη.»

Han var freidig og nydelig; han var slet ikke kommet for at frie, bare alene kommet for at høre Prindsessens Klogskab, og den fandt han god, og hun fandt han god igjen!«

«Ναι, ναι, στα σίγουρα αυτός ήταν ο Κέι,» είπε η Γκέρντα. «Ήταν τόσο έξυπνος, μπορούσε να λογαριάζει ακόμα και κλάσματα μέσα στο μυαλό του. Ω, θα με πάρεις μαζί σου στο παλάτι;»

»Ja, vist! det var Kay!« sagde Gerda, »han var saa klog, han kunde Hoved-Regning med Brøk! — O, vil Du ikke føre mig ind paa Slottet!«

«Εύκολο να το λες,» απάντησε το Κοράκι. «Μα πώς θα το καταφέρουμε; Πρέπει να μιλήσω στην ήμερη αγαπημένη μου γι’ αυτό, πρέπει να μας συμβουλεύσει. Γιατί απ’ όσο μπορώ να πω, ένα μικρό κορίτσι σαν κι εσένα δεν θα πάρει ποτέ την άδεια να μπει μέσα στο παλάτι.»

»Ja, det er let sagt!« sagde Kragen. »Men hvorledes gjøre vi det? Jeg skal tale derom med min tamme Kjæreste; hun kan vel raade os; thi det maa jeg sige Dig, saadan en lille Pige, som Du, faaer aldrig Lov at komme ordenlig ind!«

«Ω, ναι! Εγώ θα την πάρω,» είπε η Γκέρντα. «Όταν ακούσει ο Κέι πως είμαι εκεί, θα έρθει αμέσως έξω να με βρει και να με πάρει μέσα.»

»Jo, det gjør jeg!« sagde Gerda. »Naar Kay hører jeg er her, kommer han strax ud og henter mig!«

«Περίμενέ με και μην το κουνήσεις από δω,» είπε το Κοράκι, κι αφού κούνησε το κεφάλι του πίσω μπρος, πέταξε μακριά.

»Vent mig ved Stenten der!« sagde Kragen, vrikkede med Hovedet og fløi bort.

Το βράδυ κόντευε κιόλας να περάσει, όταν το Κοράκι επέστρεψε.
«Κρά! Κρά!» είπε. «Σου στέλνει τα χαιρετίσματά της. Ορίστε κι ένα ψωμάκι για σένα· το πήρε απ’ την κουζίνα, όπου υπάρχει αρκετό ψωμί. Σίγουρα θα πεινάς.

Først da det var mørk Aften kom Kragen igjen tilbage: »Rar! rar!« sagde den. »Jeg skal hilse Dig fra hende mange Gange! og her er et lille Brød til Dig, det tog hun i Kjøkkenet, der er Brød nok og Du er vist sulten! —

Λοιπόν, είναι αδύνατον να μπεις στο παλάτι έτσι ξυπόλητη που είσαι. Οι ασημοντυμένοι φρουροί και οι λακέδες στα χρυσά δεν θα το επιτρέψουν. Όμως μην κλαις, γιατί παρ’ όλα αυτά, θα τα καταφέρουμε. Η αγαπημένη μου γνωρίζει μια πίσω σκάλα που οδηγεί στην κρεβατοκάμαρα, και ξέρει που θα βρει το κλειδί της.»

Det er ikke muligt, at Du kan komme ind paa Slottet, Du har jo bare Fødder; Garden i Sølv og Laquaierne i Guld ville ikke tillade det; men græd ikke, Du skal dog nok komme derop. Min Kjæreste veed en lille Bagtrappe, som fører til Sovkammeret, og hun veed, hvor hun skal tage Nøglen!«

Έτσι πήγαν στον κήπο πλάι στον μεγάλο δρόμο, εκεί που το ένα φύλλο έπεφτε μετά το άλλο. Κι όταν λίγο-λίγο έσβησαν τα φώτα στο παλάτι, το Κοράκι οδήγησε την Γκέρντα στην πίσω πόρτα, που έστεκε μισάνοιχτη.

Og de gik ind i Haven, i den store Allee, hvor det ene Blad faldt efter det andet, og da paa Slottet Lysene slukkedes, det ene efter det andet, førte Kragen lille Gerda hen til en Bagdør, der stod paa klem.

Ω, με πόση αγωνία και λαχτάρα χτυπούσε η καρδιά τώρα της Γκέρντα! Σα να ήταν έτοιμη να κάνει κάποιο μεγάλο λάθος, κι όμως, το μόνο που την ένοιαζε ήταν να μάθει αν ήταν εκεί ο μικρός Κέι.

O, hvor Gerdas Hjerte bankede af Angest og Længsel! det var ligesom om hun skulde gjøre noget Ondt, og hun vilde jo kun have at vide, om det var lille Kay;

Ναι, εκεί πρέπει να ήταν. Έφερε στο μυαλό της τα έξυπνά του μάτια και τα μακριά μαλλιά του, τόσο ζωηρά, που νόμιζε πως τον έβλεπε να γελά, όπως τότε, που κάθονταν οι δυο τους κάτω απ’ τις τριανταφυλλιές πίσω στο σπίτι.

jo det maatte være ham; hun tænkte saa levende paa hans kloge Øine, hans lange Haar; hun kunde ordentlig see, hvorledes han smilede, som da de sade hjemme under Roserne.

Рэклама