Η Βασίλισσα του Χιονιού / Снежная каралева — на грэчаскай і беларускай мовах

Грэчаска-беларуская кніга-білінгва

Χανς Κρίστιαν Άντερσεν

Η Βασίλισσα του Χιονιού

Ханс Крысціян Андэрсен

Снежная каралева

З ілюстрацыямі Вільгельма Пэдэрсэна. Некалькі абзацаў прапушчаны перакладчыкам.

Ιστορία πρώτη: Που Μιλά για έναν Καθρέφτη και τα Κομμάτια του

Гісторыя першая, у якой расказваецца пра люстэрка і яго асколкі

Λοιπον, ας αρχισουμε. Όταν φτάσουμε στο τέλος της ιστορίας, θα ξέρουμε περισσότερα, όμως… ας ξεκινήσουμε καλύτερα. Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα πονηρό ξωτικό, κι ήταν πράγματι το πιο κακό απ’ όλα τα ξωτικά.

Ну, пачнем! Прачытаўшы нашу гісторыю да канца, вы будзеце ведаць болей, чым зараз. Дык вось, жыў-быў троль, вельмі злосны, сапраўдны д’ябал.

Μια μέρα, που είχε μεγάλα κέφια, έφτιαξε έναν καθρέφτη με δυνάμεις μαγικές: Ό,τι καλό και όμορφο καθρεφτιζόταν μέσα του, έδειχνε κακό και δυστυχισμένο, ενώ ό,τι ήταν άχρηστο κι άσχημο, η ασχήμια του μεγάλωνε.

Аднойчы быў ён у асабліва добрым настроі: змайстраваў такое люстэрка, у якім усё добрае і прыгожае памяншалася далей няма куды, а ўсё дрэннае і агіднае так і выпірала, рабілася яшчэ больш брыдкім.

Τα πιο όμορφα τοπία έμοιαζαν με βραστό σπανάκι μέσα στον καθρέφτη, κι οι ομορφότεροι άνθρωποι έδειχναν τέρατα ή φαίνονταν να στέκονται ανάποδα, με το κεφάλι κάτω και τα πόδια επάνω. Τα πρόσωπά τους παραμορφώνονταν τόσο πολύ που γίνονταν αγνώριστα, κι αν κάποιος είχε μια κρεατοελιά στη μύτη, να είστε σίγουροι πως θα ‘δειχνε τόσο μεγάλη, που θ’ απλώνονταν σ’ όλη του τη μύτη, μα και το στόμα.

Найпрыгажэйшыя ландшафты выглядалі ў ім вараным шпінатам, а лепшыя з людзей — пачварамі, ці, здавалася, быццам стаяць яны дагары нагамі, а жыватоў у іх зусім няма! Твары перакрыўляліся так, што і не пазнаць, а калі ў каго была вяснушка, то ўжо яна распаўзалася і на нос і на вусны.

«Σπουδαία πλάκα!» είπε το ξωτικό. Κάθε φορά που κάποιος άνθρωπος έκανε μια καλή σκέψη, ο καθρέφτης γελούσε με μια απαίσια γκριμάτσα· και το ξωτικό γελούσε με την καρδιά του με την πανέξυπνη εφεύρεσή του.

А калі ў чалавека з’яўлялася добрая думка, яна адбівалася ў люстэрку такой грымасай, што троль аж заходзіўся ад смеху, радуючыся сваёй хітрай выдумцы.

Όλα τα ξωτικά που πήγαιναν στο σχολείο του —γιατί είχε σχολείο ξωτικών- έλεγαν το ένα στο άλλο πως κάποιο θαύμα έγινε, και τώρα μπορούσαν να δουν πώς έμοιαζε στ’ αλήθεια ο κόσμος· έτσι νόμιζαν δηλαδή.

Тролевы вучні — а ў яго была свая школа — расказвалі ўсім, што адбыўся цуд: цяпер толькі, казалі яны, можна ўбачыць увесь свет і людзей сапраўднымі.

Πήραν τον καθρέφτη κι άρχισαν να πηγαίνουν παντού, ώσπου στο τέλος, δεν έμεινε τόπος ή άνθρωπος να μην έχει παραμορφωθεί μέσα στο γυαλί του.

Яны бегалі ўсюды з люстэркам, і неўзабаве не засталося ніводнай краіны, ніводнага чалавека, якія не адлюстраваліся б у ім у перакрыўленым выглядзе.

Έτσι σκέφτηκαν να πετάξουν ψηλά στον ουρανό για να σπάσουν μεγαλύτερη πλάκα. Όσο πιο ψηλά πετούσαν με τον καθρέφτη, τόσο πιο τρομακτικά γελούσε αυτός· με το ζόρι τον κρατούσαν. Πήγαιναν όλο και πιο ψηλά καθώς πετούσαν, όλο και πιο κοντά στ’ αστέρια, όταν άξαφνα ο καθρέφτης τραντάχτηκε τόσο δυνατά απ’ το χαιρέκακο γέλιο του, που έφυγε απ’ τα χέρια τους κι έπεσε στη γη.

Напаследак захацелася ім дабрацца і да неба. Чым вышэй яны падымаліся, тым больш крыўлялася люстэрка, што аж з цяжкасцю яны ўтрымлівалі яго ў руках. Але вось яны ўзляцелі зусім высока, і тут раптам люстэрка да таго пакарабацілася ад грымас, што вырвалася ў іх з рук,

Έσπασε τότε σ’ εκατό εκατομμύρια κομμάτια, κι ακόμα περισσότερα, κι η δύναμή του έγινε τότε πιο κακιά και τρομερή από πριν.

паляцела на зямлю і разбілася на мільёны, більёны асколкаў, і таму здарылася яшчэ болей бед.

Γιατί μερικά απ’ τα κομμάτια, που ήταν μικρά σαν τους κόκκους της άμμου, τα σκόρπισε ο άνεμος σ’ όλο τον κόσμο, ώσπου μπήκαν μέσα στα μάτια των ανθρώπων κι έμειναν εκεί. Και τότε, οι άνθρωποι άρχισαν να τα βλέπουν όλα παραμορφωμένα, όπως ο κακός καθρέφτης, με τα δύο ή και με το ένα μάτι. Αυτό συνέβη γιατί ακόμα και το μικρότερο κομμάτι είχε την ίδια κακιά δύναμη που ‘χε ολόκληρος ο καθρέφτης.

Некаторыя асколкі, з пясчынку велічынёй, разлятаючыся па белым свеце, траплялі людзям у вочы, ды так там і заставаліся. А чалавек з такім асколкам у воку пачынаў бачыць усё наадварот ці заўважаць у кожнай рэчы толькі дрэннае — кожны ж асколак захоўваў уласцівасці ўсяго люстэрка.

Μάλιστα μερικά θραύσματα, χώθηκαν μέσα στην καρδιά κάποιων ανθρώπων, κι αυτοί αναρίγησαν γιατί η καρδιά τους έγινε πάγος.

Некаторым людзям асколкі траплялі проста ў сэрца, і гэта было страшней за ўсё: сэрца рабілася як кавалак лёду.

Κάποια άλλα από τα σπασμένα κομμάτια ήταν τόσο μεγάλα που τα χρησιμοποίησαν για τζάμια στα παράθυρα, και κανείς δεν μπορούσε να διακρίνει πια τους φίλους του σαν κοιτούσε από μέσα τους.

Былі сярод асколкаў і вялікія — іх уставілі ў аконныя рамы, і ўжо праз гэтыя вокны не варта было глядзець на сваіх добрых сяброў.

Άλλα κομμάτια τα έβαλαν στα γυαλιά της όρασης· σκεφτείτε τι τραγικό που ήταν να τα φορούν οι άνθρωποι για βλέπουν καλά και σωστά. Το κακό ξωτικό κόντεψε να πνιγεί από τα γέλια μ’ όλα αυτά, που τόσο γαργαλούσαν τη φαντασία του.

Нарэшце, былі і такія асколкі, якія пайшлі на акуляры, і дрэнна было, калі такія акуляры надзявалі для таго, каб лепш бачыць і правільна меркаваць аб рэчах. Злосны троль надрываўся ад смеху — так весяліла яго гэта задума.

Και τα πολύ μικρά κομμάτια του καθρέφτη συνέχιζαν να πετάνε στον αέρα· ας δούμε τώρα τι συνέβη παρακάτω…

А па свеце лятала яшчэ шмат асколкаў. Паслухаем жа пра іх!

Ιστορία δεύτερη: Για ένα μικρό αγόρι κι ένα μικρό κορίτσι

Гісторыя другая. Хлопчык і дзяўчынка

Σε μια μεγαλη πολη, όπου τα σπίτια είναι τόσα πολλά κι οι άνθρωποι ακόμα περισσότεροι, δεν υπάρχει χώρος για να ‘χουν όλοι από έναν μικρό κήπο. Γι’ αυτό, οι περισσότεροι πρέπει να αρκεστούν σε γλάστρες με λουλούδια. Σε μια τέτοια πόλη ζούσανε δύο μικρά παιδιά, που είχαν έναν κήπο κάπως μεγαλύτερο από γλάστρα.

У вялікім горадзе, дзе столькі дамоў і людзей, што не ўсім хапае месца хоць бы на маленькі садок, а таму большасці жыхароў даводзіцца задавольвацца пакаёвымі кветкамі ў вазонах, жыло двое бедных дзяцей, і садок у іх быў крыху большы за вазон.

Δεν ήταν αδέρφια, αλλά νοιάζονταν το ένα για το άλλο σα να ήταν.

Яны не былі братам і сястрой, але любілі адно аднаго, як брат і сястра.

Οι οικογένειές τους ζούσαν σε δύο σοφίτες, η μια ακριβώς απέναντι από την άλλη. Εκεί που συναντιόνταν οι στέγες των δύο σπιτιών, και η υδρορροή για τα βρόχινα νερά έτρεχε σ’ όλο το μήκος τους, υπήρχαν δύο μικρά αντικρινά παράθυρα·

Бацькі іх жылі ў каморках пад дахам у двух суседніх дамах. Дахі дамоў сыходзіліся, і між імі цягнуўся вадасцёкавы жолаб. Тут якраз і глядзелі адно на адно паддашкавыя вокны ад кожнага дома.

και μ’ ένα βήμα πάνω στην υδρορροή μπορούσε να βρεθεί κανείς από το ένα παράθυρο στο άλλο.

Варта было толькі пераступіць цераз жолаб, і можна было трапіць з аднаго акна ў другое.

Οι γονείς των παιδιών είχαν τοποθετήσει εκεί μεγάλα ξύλινα κιβώτια και μέσα τους φύτευαν λαχανικά, μα είχαν βάλει ακόμα κι από μια τριανταφυλλιά, που μεγάλωνε κι άνθιζε ολοένα.

У бацькоў было па вялікай драўлянай скрыні, у іх расла зеляніна для прыпраў і невялікія ружавыя кусты — па адным у кожнай скрыні. Кусты пышна разрасліся.

Έτσι όπως είχαν βάλει τα κιβώτια, από το ένα παράθυρο στο άλλο, έμοιαζαν σαν δύο λουλουδένιοι φράχτες.

Бацькам прыйшло ў галаву паставіць гэтыя скрыні ўпоперак жолаба, таму ад аднаго акна да другога цягнуліся нібы дзве кветкавыя градкі.

Τα μπιζέλια κρέμονταν από τα κιβώτια, και οι τριανταφυλλιές πέταξαν μεγάλα κλαδιά, που πλέκονταν γύρω από τα παράθυρα κι ύστερα λύγιζαν για να συναντηθούν μεταξύ τους, σαν μια θριαμβευτική αψίδα από πρασινάδα και λουλούδια.

Зялёнымі гірляндамі спускаўся са скрынь гарох, ружавыя кусты заглядвалі ў вокны і спляталіся галінамі.

Τα κιβώτια ήταν πολύ ψηλά, και τα παιδιά ήξεραν πως δεν έπρεπε να σκαρφαλώνουν πάνω τους. Έτσι, έπαιρναν την άδεια για να βγουν έξω από τα παράθυρα και ν’ απολαύσουν το παιχνίδι, καθισμένα στα μικρά σκαμνάκια τους, ανάμεσα στα τριαντάφυλλα.

Бацькі дазвалялі хлопчыку і дзяўчынцы хадзіць адно да аднаго ў госці па даху і сядзець на лавачцы пад ружамі. Як хораша было ім тут гуляць!

Ο χειμώνας όμως ερχόταν για να βάλει τέλος σ’ αυτή τη διασκέδαση. Τα παράθυρα συχνά πάγωναν από το κρύο, γι’ αυτό τα παιδιά ζέσταιναν χάλκινα νομίσματα στη σόμπα, κι ύστερα τ’ ακουμπούσαν στο παράθυρο για να δημιουργήσουν ένα ολοστρόγγυλο ματάκι πάνω στο παγωμένο τζάμι. Κι από κει κοίταζαν έξω, το μικρό αγόρι και το μικρό κορίτσι,

А зімой гэта радасць заканчвалася. Вокны часта зусім замярзалі, але дзеці награвалі на печы медныя манеты, прыкладвалі іх да замерзлых шыбін, і адразу ж адтаваў прыгожы кружочак, і ў яго пазірала вясёлае, ласкавае вочка — гэта глядзелі, кожны са свайго акна, хлопчык і дзяўчынка,

ο Κέι και η Γκέρντα.

Кай і Герда.

Το καλοκαίρι, ένα σάλτο ήταν αρκετό για να βρουν ο ένας τον άλλο, το χειμώνα όμως έπρεπε να κατέβουν κάτω τις μεγάλες σκάλες κι ύστερα να τις ξανανέβουν πάλι επάνω· κι έξω στο δρόμο είχε το χιόνι έπεφτε παχύ.

Улетку яны адным скачком маглі апынуцца ў гасцях адно ў аднаго, а зімой патрэбна было спачатку спусціцца на многа прыступак уніз, а потым падняцца на гэтулькі ж уверх. На двары пырхаў сняжок.

«Είναι οι λευκές μέλισσες» είπε η γιαγιά του Κέι για τις νιφάδες του χιονιού.

— Гэта раяцца белыя пчолкі! — казала старая бабуля.

«Οι λευκές μέλισσες έχουν βασίλισσα;» ρώτησε το μικρό αγόρι, γιατί ήξερε ότι οι κανονικές είχαν πάντοτε από μία.

— А ў іх таксама ёсць каралева? — пытаўся хлопчык. Ён ведаў, што ў сапраўдных пчол ёсць такая.

«Ναι,» είπε η γιαγιά, «κι αυτή πετά και βρίσκει το σμήνος που κρέμεται σε παχιές συστάδες. Είναι η μεγαλύτερη απ’ όλες, και ποτέ δεν κάθεται για πολύ στη γη, αλλά πηγαίνει πάλι ψηλά στα μαύρα σύννεφα. Τις χειμωνιάτικες νύχτες, πετά συχνά στους δρόμους της πόλης και κρυφοκοιτάζει απ’ τα παράθυρα, και τότε αυτά παγώνουν μ’ έναν τρόπο, τόσο θαυμαστό, που μοιάζουν με λουλούδια.»

— Ёсць! — адказвала бабуля. Сняжынкі абкружаюць яе густым роем, але яна большая за іх усіх і ніколі не прысаджваецца на зямлю, вечна лятае ў чорным воблаку. Часта па начах пралятае яна па гарадскіх вуліцах і заглядвае ў вокны, вось таму якраз яны і пакрываюцца марознымі ўзорамі, быццам кветкамі.

«Ναι, την έχω δει,» είπαν και τα δυο παιδιά μαζί· κι έτσι ήξεραν πως ήταν αλήθεια.

— Бачылі, бачылі! — казалі дзеці і верылі, што ўсё гэта так.

«Μπορεί να έρθει μέσα η βασίλισσα του Χιονιού;» ρώτησε το μικρό κορίτσι.

— А сюды Снежная каралева не можа ўвайсці? — пыталася дзяўчынка.

«Για άσ' την να έρθει μέσα!» είπε το μικρό αγόρι. «Κι εγώ θα την βάλω στο φούρνο για να λιώσει.»

— Хай толькі паспрабуе! — адказваў хлопчык. — Я пасаджу яе на цёплую печ, вось яна і растане.

Τότε η γιαγιά τον χάιδεψε στο κεφάλι και του είπε άλλες ιστορίες.

Але бабуля пагладзіла яго па галаве і завяла размову пра іншае.

Ένα απόγευμα, όταν ο Κάι ήταν στο σπίτι και είχε σχεδόν ξεντυθεί, ανέβηκε στην καρέκλα πλάι στο παράθυρο και κρυφοκοίταξε έξω από την μικρή τρυπούλα. Μερικές νιφάδες έπεφταν, και μια απ’ αυτές, η μεγαλύτερη, στάθηκε στο χείλος μιας γλάστρας. Η νιφάδα άρχισε τότε να μεγαλώνει, να μεγαλώνει, να μεγαλώνει, ώσπου στο τέλος έγινε μια νεαρή κυρία, ντυμένη με το πιο λεπτοκαμωμένο λευκό ύφασμα, φτιαγμένο από ένα εκατομμύριο μικρές νιφάδες σαν αστέρια.

Вечарам, калі Кай быў дома і амаль ужо распрануўся, збіраючыся легчы спаць, ён ускарабкаўся на крэсла каля акна і паглядзеў ў адталы на шыбіне кружочак. За акном пырхалі сняжынкі. Адна з іх, большая, села на край кветкавай скрыні — і пачала расці, пакуль нарэшце не ператварылася ў жанчыну, захутаную ў танюткі белы цюль, сатканы, здавалася, з мільёнаў снежных зорачак.

Ήταν τόσο όμορφη και ντελικάτη, ήταν όμως από πάγο, εκθαμβωτικό αστραφτερό πάγο! Όμως ήταν ζωντανή. Τα μάτια της κοιτούσαν σταθερά σαν δυο αστέρια, όμως μέσα τους δεν υπήρχε ούτε ησυχία ούτε ανάπαυση.

Яна была такая прыгожая і пяшчотная, але з лёду, з асляпляльна зіхоткага лёду, і ўсё ж жывая! Вочы яе ззялі, як дзве ясныя зоркі, але не было ў іх ні цеплыні, ні спакою.

Έγνεψε προς το παράθυρο κάνοντας νόημα με το χέρι της. Το μικρό αγόρι φοβήθηκε και πήδηξε κάτω από την καρέκλα, και τότε του φάνηκε πως ένα μεγάλο πουλί πέταξε έξω από το παράθυρο.

Яна кіўнула хлопчыку і паманіла яго рукой. Кай спалохаўся і саскочыў з крэсла. А міма акна прамільгнула штосьці падобнае на вялікую птушку.

Ο παγετός σκέπασε τα πάντα την επόμενη μέρα, ύστερα όμως ήρθε η άνοιξη κι ο ήλιος έλαμψε, και τα πράσινα φύλλα έκαναν την εμφάνισή τους, τα χελιδόνια έχτισαν τις φωλιές τους, τα παράθυρα άνοιξαν και τα δυο μικρά παιδιά βρέθηκαν ξανά στον όμορφο μικρό τους κήπο, ψηλά στα λούκια, στην κορυφή του σπιτιού.

На другі дзень было ясна і марозна, але потым пачалася адліга, а затым і вясна надышла. Заззяла сонца, праглянула зеляніна, будавалі гнёзды ластаўкі. Вокны расчынілі, і дзеці зноў маглі сядзець у сваім садку ў вадасцёкавым жолабе над усімі паверхамі.

Εκείνο το καλοκαίρι τα τριαντάφυλλα άνθισαν με ασυνήθιστη ομορφιά. Το μικρό κορίτσι είχε μάθει έναν ύμνο, που έλεγε κάτι για τα τριαντάφυλλα, και της θύμιζε τα δικά της. Τραγούδησε τους στίχους στο αγόρι, κι εκείνο τραγούδησε μαζί της:

Ружы тым летам цвілі пышна, як ніколі.

«Η τριανταφυλλιά στην κοιλάδα ανθίζει τόσο γλυκιά,
Κι οι άγγελοι κατεβαίνουν να χαιρετήσουν τα παιδιά.»


Τα δυο παιδιά, πιασμένα χέρι-χέρι, φίλησαν τα τριαντάφυλλα, κοίταξαν τη λαμπερή λιακάδα κι τους φάνηκε σα να είδαν στ’ αλήθεια τους αγγέλους.

Дзеці спявалі, узяўшыся за рукі, цалавалі ружы і радаваліся сонцу.

Τι υπέροχες καλοκαιρινές μέρες ήταν εκείνες! Τι όμορφα να είσαι έξω, δίπλα στις ολόδροσες τριανταφυλλιές που δεν λένε να σταματήσουν ν’ ανθίζουν!

Ах, якое цудоўнае было лета, як добра было пад ружавымі кустамі, якім, здавалася, квітнець і квітнець вечна!

Ο Κέι και η Γκέρντα κοιτούσαν ένα βιβλίο με εικόνες γεμάτο τρομερά ζώα και πουλιά, όταν το ρολόι στο καμπαναριό χτύπησε πέντε, κι ο Κέι είπε:
«Ωχ, νιώθω έναν σουβλερό πόνο στην καρδιά μου, και κάτι μπήκε στο μάτι μου!»

Неяк аднаго разу Кай і Герда сядзелі і разглядвалі кніжку з малюнкамі — звярамі і птушкамі. На вялікім вежавым гадзінніку прабіла пяць.
— Ай! — ускрыкнуў раптам Кай. — Мяне кальнула проста ў сэрца, і штосьці трапіла ў вока!

Το κορίτσι έβαλε τα χέρια γύρω από το λαιμό του και το αγόρι ανοιγόκλεισε τα μάτια του, μα τίποτα δε φαίνονταν να έχει μπει στο μάτι του.

Дзяўчынка абвіла ручкай яго шыю, ён часта-часта маргаў, але ў воку быццам бы нічога не было.

«Νομίζω πως έφυγε τώρα,» είπε. Όμως δεν είχε φύγει.

— Мабыць, выскачыла, — сказаў ён. Але гэта было не так.

Ήταν ένα από κείνα τα κομματάκια του γυαλιού, από τον μαγικό καθρέφτη, που είχε μπει στο μάτι του.

Гэта былі якраз асколкі таго д’ябальскага люстэрка, пра якое мы гаварылі напачатку.

Κι άλλο ένα είχε μπει κατευθείαν μέσα στην καρδιά του φτωχού Κέι, και σύντομα θα γινόταν πάγος.

Небарака Кай! Цяпер яго сэрца павінна было стаць як кавалак лёду.

Δεν πονούσε πια, μα ήταν εκεί.

Боль прайшоў, але асколкі засталіся.

«Γιατί κλαις;» ρώτησε το αγόρι. «Δείχνεις τόσο άσχημη! Τίποτα δε μου συμβαίνει, ούφ!» είπε και συνέχισε, «Αυτό το τριαντάφυλλο είναι καταφαγωμένο! Κοίτα, κι αυτό είναι θεόστραβο! Τι άσχημα που είναι αυτά τα τριαντάφυλλα! Σαν το κιβώτιο που είναι μέσα φυτεμένα!» Κι έδωσε τότε μια κλωτσιά στο κιβώτιο κι έκοψε και τα δυο τριαντάφυλλα.

— Чаму ты плачаш? — запытаўся ён у Герды. — Мне зусім не баліць! Фу! Якая ты непрыгожая! — раптам крыкнуў ён. — Вунь тую ружу точыць чарвяк. А тая зусім крывая. Якія брыдкія ружы! Не лепшыя за скрыні, у якіх тырчаць.
І ён штурхнуў скрыню нагой і сарваў абедзве ружы.

«Τι κάνεις εκεί;» έκλαψε η Γκέρντα. Ο Κέι, μόλις κατάλαβε την τρομάρα του κοριτσιού, τράβηξε κι έκοψε ακόμα ένα τριαντάφυλλο, πήδηξε μέσα από το παράθυρο κι έφυγε μακριά από τη μικρή του φίλη.

— Кай, што ты робіш! — закрычала Герда, а ён, убачыўшы яе спалох, сарваў яшчэ адну ружу і ўцёк ад мілай маленькай Герды ў сваё акно.

Όταν αργότερα έφερε το εικονογραφημένο της βιβλίο, εκείνος την κορόιδεψε: «Τι απαίσια τέρατα έχεις εκεί μέσα;» Έτσι έκανε και κάθε φορά που η γιαγιά τους έλεγε ιστορίες, συνέχεια την διέκοπτε, κι όποτε τα κατάφερνε, πήγαινε πίσω της, φορούσε τα γυαλιά της και μιμούνταν τον τρόπο που μιλούσε. Αντέγραφε όλους τους τρόπους της κι όλοι γελούσαν με τα καμώματά του.

Цяпер, калі Герда прыносіла яму кніжку з малюнкамі, ён казаў, што гэтыя малюнкі — толькі для грудных дзяцей. А калі расказвала што-небудзь старая бабуля — чапляўся да яе слоў. А то даходзіла нават да таго, што пачынаў перадражніваць яе паходку, надзяваць яе акуляры, гаварыць яе голасамі Атрымлівалася вельмі падобна, і людзі смяяліся.

Πολύ σύντομα έγινε ικανός να μιμηθεί το βάδισμα και τη συμπεριφορά κάθε περαστικού.

Хутка Кай навучыўся перадражніваць і ўсіх суседзяў.

Ό,τι ήταν παράξενο ή δυσάρεστο επάνω τους, αυτό ήξερε πώς να μιμηθεί ο Κέι. Κι όταν το έκανε, όλοι έλεγαν:
«Αυτό το αγόρι είναι οπωσδήποτε πολύ έξυπνο!»
Όμως δεν ήταν άλλο από τα κομμάτια του γυαλιού, αυτά που είχαν μπει στο μάτι του και στην καρδιά του, που τον έκαναν να κοροϊδεύει ακόμα και την μικρή Γκέρντα, που ήταν τόσο ολόψυχα αφοσιωμένη σε κείνον.

Ён выдатна ўмеў выстаўляць напаказ усе іх дзівацтвы і недахопы, і людзі казалі:
— Надзвычай здольны хлапчук!
А прычынай усяму былі асколкі, што трапілі яму ў вока і ў сэрца. Таму ён і перадражніваў нават мілую маленькую Герду, а яна ж любіла яго ўсім сэрцам.

Τα παιχνίδια του τώρα ήταν αλλιώτικα από πριν, είχανε τόση γνώση. Μια χειμωνιάτικη ημέρα, καθώς έπεφταν οι νιφάδες του χιονιού τριγύρω, άπλωσε το μπλε παλτό του κι έπιασε το χιόνι καθώς έπεφτε.

І забавы яго сталі цяпер зусім іншымі, такімі дзіўнымі. Аднаго разу зімой, калі ішоў снег, ён з’явіўся з вялікім павелічальным шклом і падставіў пад снег крысо сваёй сіняй курткі.

«Κοίταξε μέσα απ’ αυτό το γυαλί Γκέρντα,» είπε. Και κάθε νιφάδα έμοιαζε μεγαλύτερη κι έδειχνε σαν ένα θαυμαστό λουλούδι ή πανέμορφο αστέρι· ήταν έξοχα να τα κοιτάζεις!

— Паглядзі праз шкло, Герда, — сказаў ён. Кожная сняжынка здавалася пад шклом значна большай, чым была на самай справе, і была падобная на пышную кветку ці дзесяцікутную зорку. Гэта было так прыгожа!

«Κοίτα, τι έξυπνο!» είπε πάλι ο Κέι. «Αυτά έχουν περισσότερο ενδιαφέρον απ’ τα αληθινά λουλούδια! Είναι ακριβώς σαν αληθινά και δεν έχουν ούτε ένα ψεγάδι επάνω τους· αν μονάχα δεν έλιωναν!»

— Бачыш, як мудрагеліста зроблена! — сказаў Кай. — Значна цікавей, чым сапраўдныя кветкі! І якая дакладнасць! Ніводнай няправільнай лініі! Ах, калі б толькі яны не раставалі!

Δεν πέρασε πολύς καιρός απ’ αυτό, κι ο Κέι ήρθε μια μέρα φορώντας τα μεγάλα γάντια του και το μικρό του έλκηθρο στην πλάτη, και τσίριξε μέσα στ’ αυτί της Γκέρντας:
«Με άφησαν να πάω έξω στην πλατεία, εκεί που παίζουν όλοι,» είπε κι έφυγε στη στιγμή.

Трохі пазней Кай з’явіўся ў вялікіх рукавіцах, з санкамі за спінаю, крыкнуў Гердзе ў самае вуха: «Мне дазволілі пакатацца на вялікім пляцы з іншымі хлопчыкамі!» — і пабег.

Εκεί, στην αγορά, μερικά από τα πιο τολμηρά αγόρια έδεναν τα έλκηθρά τους πάνω στις άμαξες καθώς περνούσαν, για να τους σύρουν και κάνουν μια καλή βόλτα. Ήταν τόσο σπουδαίο!

На пляцы каталася шмат дзяцей. Смялейшыя прывязвалі свае санкі да сялянскіх саней і кацілі далёка-далёка. Гэта было вельмі забаўна.

Και καθώς φούντωνε η διασκέδαση κάπως έτσι, πέρασε ένα μεγάλο έλκηθρο. Ήταν ολόλευκο και κάποιος ήταν μέσα, τυλιγμένος σ’ ένα χοντρό λευκό μανδύα ή γούνα, μ’ ένα ολόιδιο γούνινο καπέλο στο κεφάλι. Το έλκηθρο έκανε δυο κύκλους την πλατεία, κι ο Κέι πρόφτασε κι έδεσε το έλκηθρό του όσο πιο γρήγορα μπορούσε κι έφυγε μαζί του.

У самы разгар весялосці на пляцы з’явіліся вялікія сані, пафарбаваныя ў белы колер. У іх сядзеў хтосьці захутаны ў белае футра і ў такой жа шапцы. Сані аб’ехалі пляц двойчы. Кай спрытна прывязаў да іх свае санкі і пакаціў.

Τρέχοντας όλο και πιο γρήγορα, έφτασαν στον παρακάτω δρόμο, και το πρόσωπο που οδηγούσε το μεγάλο έλκηθρο γύρισε στον Κέι και του έγνεψε φιλικά, σα να γνωρίζονταν. Κάθε φορά που πήγαινε να λύσει το έλκηθρό του, το πρόσωπο του έγνεφε, κι ο Κέι καθόταν ήσυχα. Έτσι συνέχισαν ώσπου έφτασαν έξω από τις πύλες της πόλης.

Вялікія сані памчалі хутчэй, потым павярнулі з пляца ў завулак. Чалавек, які сядзеў у іх, павярнуўся і ветліва кіўнуў Каю, нібы знаёмаму. Кай некалькі разоў намагаўся адвязаць свае санкі, але чалавек у футры ўсё ківаў яму, і ён працягваў ехаць за ім. Вось яны выехалі за гарадскія вароты.

Το χιόνι άρχισε να πέφτει τότε τόσο πυκνό, που το αγόρι δεν μπορούσε πια να δει πέρα απ’ τη μύτη του, όμως συνέχισε, ώσπου άξαφνα άφησε το σχοινί που κρατούσε στο χέρι, για να ελευθερωθεί απ’ το έλκηθρο, μάταια όμως. Το μικρό του όχημα συνέχισε να τρέχει ορμητικά με την ταχύτητα του ανέμου.

Снег паваліў раптам камякамі, і стала цёмна, хоць вока выкалі. Хлопчык спешна адпусціў вяроўку, якой зачапіўся за вялікія сані, але санкі яго, нібы прыраслі да іх і працягвалі несціся віхрам.

Φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε, όμως κανείς δεν τον άκουγε. Το χιόνι έπεφτε ορμητικά, το έλκηθρο πετούσε και καμιά φορά τραντάζονταν σα να περνούσε πάνω από φράχτες και χαντάκια.

Кай гучна закрычаў — ніхто не пачуў яго. Снег валіў, санкі імчаліся, ныраючы ў гурбы, пераскокваючы цераз агароджы і канавы.

Είχε τρομάξει αρκετά και προσπάθησε να πει μια προσευχή, όμως το μόνο που μπορούσε να θυμηθεί, ήταν η προπαίδεια.

Кай увесь дрыжаў.

Οι νιφάδες του χιονιού άρχισαν να μεγαλώνουν, να μεγαλώνουν, ώσπου έμοιασαν με μεγάλα λευκά πουλερικά. Άξαφνα πέταξαν. Το μεγάλο έλκηθρο σταμάτησε και το πρόσωπο που το οδηγούσε σηκώθηκε. Ήταν μια κυρία. Ο μανδύας και το καπέλο της ήταν φτιαγμένα από χιόνι. Ήταν μια ψηλή και λεπτή φιγούρα, εκθαμβωτικά λευκή. Ήταν η Βασίλισσα του Χιονιού.

Снежныя камякі ўсё раслі і ператварыліся нарэшце ў вялікіх белых курэй. Раптам яны разляцеліся ў бакі, вялікія сані спыніліся, і чалавек, які сядзеў у іх, падняўся. Гэта была высокая, стройная, бялюткая жанчына — Снежная каралева; і футра і шапка на ёй былі са снегу.

«Ταξιδέψαμε γρήγορα,» είπε, «όμως κάνει παγωνιά. Έλα, μπες κάτω από το αρκουδοτόμαρό μου.» Και τον έβαλε πλάι της στο έλκηθρο, τυλιγμένο με τη γούνα, και το αγόρι ένιωσε σα να βυθίζεται σε μια μαλακιά χιονοστιβάδα.

— Слаўна праехаліся! — сказала яна. — Але ты зусім змерз — лезь да мяне ў футра!
Пасадзіла яна хлопчыка ў сані, захутала ў сваё мядзведжае футра. Кай быццам у снежную гурбу апусціўся.

«Κρυώνεις ακόμα;» ρώτησε εκείνη και τον φίλησε στο μέτωπο.

— Усё яшчэ мерзнеш? — запыталася яна і пацалавала яго ў лоб.

Α! Το φιλί ήταν πιο κρύο κι απ’ το χιόνι και διαπέρασε την καρδιά του, που ήταν ήδη ένας παγωμένος σβώλος. Νόμισε πως θα πέθαινε για μια στιγμή, όμως αμέσως ύστερα έγινε ευχάριστο και δεν ένιωθε πια το κρύο γύρω του.

У! Пацалунак яе быў халаднейшы за лёд, ён працяў яго наскрозь і дайшоў да самага сэрца, а яно і без таго ўжо было напалову ледзяным. Каю падалося, што яшчэ трохі — і ён памрэ… Але толькі на хвілінку, а потым, наадварот, яму стала так добра, што ён нават зусім перастаў зябнуць.

«Το έλκηθρό μου! Μην ξεχάσεις το έλκηθρό μου!» ήταν το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε. Ήταν δεμένο εκεί, σε ένα από τα λευκά πουλερικά, που πετούσαν στην πλάτη του, πίσω από το μεγάλο έλκηθρο.

— Мае санкі! Не забудзь мае санкі! — спахапіўся ён.
Санкі прывязалі на спіну адной з белых курэй, і яна паляцела з імі ўслед за вялікімі санямі.

Η Βασίλισσα του Χιονιού φίλησε τον Κέι ακόμα μια φορά, κι εκείνος ξέχασε την μικρή Γκέρντα, τη γιαγιά του, κι όποιον είχε αφήσει πίσω στο σπίτι.

Снежная каралева пацалавала Кая яшчэ раз, і ён забыў і Герду, і бабулю, і ўсіх сваякоў.

«Τώρα δεν έχει άλλα φιλιά,» είπε εκείνη, «αλλιώς θα πρέπει να σε φιλήσω μέχρι θανάτου!»

— Больш не буду цалаваць цябе, — сказала яна. — А то зацалую да смерці.

Ο Κέι την κοίταξε. Ήταν πολύ όμορφη. Καμιά πιο έξυπνη ή πιο όμορφη δεν μπορούσε να φανταστεί, και τώρα πια δεν έμοιαζε από πάγο όπως πριν, τότε που καθόταν έξω απ’ το παράθυρο και του έγνεφε.

Кай зірнуў на яе. Якая яна была цудоўная! Твару больш разумнага і прыгожага ён не мог сабе і ўявіць. Цяпер яна не здавалася яму ледзяною, як у той раз, калі сядзела за вакном і ківала яму.

Ήταν τέλεια στα μάτια του, δεν την φοβόταν πια καθόλου. Της είπε ότι μπορούσε να λογαριάζει αριθμούς μέσα στο μυαλό του, ακόμα και με κλάσματα, κι ότι ήξερε πόσα τετραγωνικά μέτρα ήταν όλες οι χώρες και πόσους κατοίκους είχαν, κι εκείνη γελούσε όσο της μιλούσε. Του φάνηκε τότε πως όσα ήξερε δεν ήταν αρκετά, και κοίταξε ψηλά στον μεγάλο ουρανό από πάνω τους, και πέταξαν μαζί. Πέταξαν ψηλά, πάνω από μαύρα σύννεφα, καθώς η καταιγίδα βογκούσε και σφύριζε σα να τραγουδούσε κάποιο παλιό σκοπό.

Ён зусім не баяўся яе і расказваў, што ведае ўсе чатыры дзеянні арыфметыкі, ды яшчэ з дробамі, ведае, колькі квадратных міль кожная краіна і колькі там жыхароў, а яна толькі ўсміхалася ў адказ. І тады ён падумаў, што на самай жа справе ведае яшчэ зусім мала. У той жа момант Снежная каралева ўзляцела з ім на чорнае воблака. Бура выла і стагнала, нібы распявала старадаўнія песні;

Πέταξαν πάνω από δάση και λίμνες, πάνω από θάλασσες κι εκτάσεις γης. Κι από κάτω τους η παγερή καταιγίδα λύσσούσε, οι λύκοι ούρλιαζαν και το χιόνι έτριζε. Από πάνω τους πετούσαν μεγάλα κοράκια κράζοντας, κι ακόμα πιο ψηλά φάνηκε το φεγγάρι, μεγάλο και λαμπερό. Αυτό απόμεινε ν’ ατενίζει ο Κέι στη διάρκεια της μεγάλης, μεγάλης χειμωνιάτικης νύχτας, και σαν ήρθε η μέρα, αποκοιμήθηκε στα πόδια της Βασίλισσας του Χιονιού.

яны ляцелі над лясамі і азёрамі, над марамі і сушай; студзёныя вятры дзьмулі пад імі, вылі ваўкі, зіхацеў снег, ляталі з крыкам чорныя крумкачы, а над імі ззяў вялікі лясны месяц. На яго глядзеў Кай усю доўгую-доўгую зімовую ноч, а ўдзень заснуў каля ног Снежнай каралевы.

Ιστορία τρίτη: Για τον κήπο με τα λουλούδια της Γερόντισσας, που ήξερε από μάγια.

Гісторыя трэцяя. Кветнік жанчыны, якая ўмела чараваць

Τι απέγινε όμως η μικρή Γκέρντα από τότε που ο Κέι δεν ξαναγύρισε στο σπίτι;

А што ж было з Гердай, калі Кай не вярнуўся?

Πού μπορούσε να ‘χε πάει; Κανένας δεν ήξερε, κανένας δεν μπορούσε να δώσει μια πληροφορία. Το μόνο που γνώριζαν τα υπόλοιπα αγόρια, ήταν πως τον είδαν να δένει το έλκηθρό του πάνω σ’ ένα άλλο, μεγαλύτερο και θαυμαστό, που τον οδήγησε στο δρόμο και έξω από την πόλη.

Куды ён падзеўся? Ніхто гэтага не ведаў, ніхто не мог адказаць. Хлопчыкі расказвалі толькі, што бачылі, як ён прывязаў свае санкі да вялікіх раскошных саней, якія потым павярнулі ў завулак і выехалі за гарадскія вароты.

Κανείς δεν ήξερε πού βρισκόταν πια. Όλοι έκλαψαν πολύ από τη λύπη τους, κι η μικρή Γκέρντα έκλαψε πικρά πολύ, ώσπου στο τέλος, πίστεψε πως πρέπει να ‘χει πια πεθάνει και πως είχε μάλλον πνιγεί στο ποτάμι που κυλούσε κοντά στην πόλη. Ω! Τι ατέλειωτα και μελαγχολικά βράδια ήταν εκείνα!

Шмат было праліта па ім слёз, горка і доўга плакала Герда. Нарэшце вырашылі, што Кай памёр, утапіўся ў рэчцы, якая працякала за горадам. Доўга цягнуліся змрочныя зімовыя дні.

Κάποτε, ήρθε η Άνοιξη με τη ζεστή λιακάδα της.

Але вось надышла вясна, выглянула сонца.

«Ο Κέι πέθανε και πάει!» είπε η μικρή Γκέρντα.

— Кай памёр і больш не вернецца! — сказала Герда.

«Δεν το πιστεύω αυτό,» είπε τότε η λιακάδα.

— Не веру! — адказала сонечнае святло.

«Ο Κέι πέθανε και πάει!» είπε η Γκέρντα στα χελιδόνια.

— Ён памёр і больш не вернецца! — паўтарыла яна ластаўкам.

«Δεν το πιστεύω αυτό,» είπαν εκείνα, και στο τέλος, ούτε η μικρή Γκέρντα το πίστευε πια.

— Не верым! — адказвалі яны. Хутка і сама Герда перастала гэтаму верыць.

«Θα φορέσω τα κόκκινα παπούτσια μου,» είπε ένα πρωί. «Ο Κέι δεν τα ‘χει δει ποτέ, κι ύστερα θα πάω στο ποτάμι για να ρωτήσω εκεί.»

— Абую ж я свае новыя чырвоныя чаравічкі (Кай ні разу яшчэ не бачыў іх), — сказала яна неяк раніцай, — ды пайду запытаюся пра яго ў ракі.

Ήταν νωρίς το πρωί. Φίλησε τη γιαγιά της, που κοιμόταν ακόμα, φόρεσε τα κόκκινα παπούτσια της και πήγε μονάχη της στον ποταμό.

Было яшчэ вельмі рана. Яна пацалавала спячую бабулю, абула чырвоныя чаравічкі і пабегла адзінюткая за горад, проста да ракі.

«Είναι αλήθεια πως εσύ μου πήρες τον μικρό μου φίλο; Θα σου χαρίσω τα κόκκινα παπούτσια μου, αν μου τον φέρεις πίσω.»

— Праўда, што ты ўзяла майго пабраціма? — спытала Герда. — Я падару табе свае чырвоныя чаравічкі, калі ты вернеш мне яго!

Της φάνηκε τότε πως είδε τα γαλάζια κύματα να γνέφουν μ’ έναν τρόπο παράξενο. Έβγαλε τότε τα κόκκινα παπούτσια της, που ήταν ό,τι πιο πολύτιμο είχε, και τα πέταξε στο ποτάμι. Έπεσαν όμως κοντά στην όχθη, και τα μικρά κύματα τα γύρισαν αμέσως στη στεριά, λες και το ρεύμα δεν ήθελε να πάρει κάτι που ήταν τόσο ανεκτίμητο για την μικρούλα. Στην πραγματικότητα βέβαια, ήταν γιατί δεν είχαν πάρει εκείνα τον μικρό Κέι.

І дзяўчынцы падалося, што хвалі неяк дзіўна ківаюць ёй. Тады яна зняла свае чырвоныя чаравічкі — самае каштоўнае, што ў яе было, — і кінула ў раку. Але яны ўпалі каля самага берага, і хвалі тут жа вынеслі іх назад — рака як быццам бы не хацела браць у дзяўчынкі яе каштоўнасць, бо не магла вярнуць ёй Кая.

Όμως η Γκέρντα σκέφτηκε πως έφταιγε που δεν τα πέταξε αρκετά μακριά, έτσι σκαρφάλωσε σε μια βάρκα που βρίσκονταν ανάμεσα στα βούρλα, πήγε στην άκρη και πέταξε ξανά τα παπούτσια. Η βάρκα όμως δεν ήταν δεμένη, κι οι κινήσεις της μικρούλας την έκαναν να παρασυρθεί μακριά από την ακτή.

Дзяўчынка ж падумала, што кінула чаравічкі недастаткова далёка, улезла ў лодку, якая гайдалася ў трыснягу, стала на краёк кармы і зноў кінула чаравікі ў ваду. Лодка не была прывязана, і ад штуршка адышда ад берага.

Μόλις το κατάλαβε, πάσχισε να κάνει κάτι για να τη γυρίσει πίσω, μα η βάρκα είχε φτάσει κιόλας ένα μέτρο μακριά απ’ τη στεριά και γλιστρούσε γρήγορα, ολοένα και πιο μακριά.

Дзяўчынка хацела хутчэй выскачыць на бераг, але пакуль прабіралася з кармы на нос, лодка ўжо зусім адплыла і шпарка рухалася па цячэнні.

Η μικρή Γκέρντα φοβήθηκε πολύ κι άρχισε να κλαίει, κανείς όμως δεν την άκουγε εκτός από τα χελιδόνια· κι αυτά δεν μπορούσαν να την γυρίσουν πίσω στη στεριά. Πετούσαν μόνο κατά μήκος της όχθης και τραγουδούσαν για να την παρηγορήσουν:
«Εδώ είμαστε! Εδώ είμαστε!»

Герда вельмі спалохалася, заплакала і пачала крычаць, але ніхто, акрамя вераб’ёў, не чуў яе. Вераб’і ж не маглі перанесці яе на сушу і толькі ляцелі за ёю ўздоўж берага і шчабяталі, нібы жадаючы яе суцешыць:
— Мы тут! Мы тут!

Η βάρκα παρασύρθηκε απ’ το ρεύμα, κι η μικρή Γκέρντα κάθισε ακίνητη και ξυπόλυτη. Τα παπούτσια της έπλεαν πίσω από τη βάρκα, δεν μπορούσε όμως να τα φτάσει, γιατί η βάρκα ταξίδευε πολύ πιο γρήγορα από κείνα.

Лодку зносіла ўсё далей. Герда сядзела ціха, у адных панчохах: чырвоныя чаравічкі яе плылі за лодкай, але не маглі дагнаць яе.

Οι όχθες, και στις δυο πλευρές του ποταμού, ήταν πανέμορφες γεμάτες υπέροχα λουλούδια, σεβάσμια δέντρα και πλαγιές με πρόβατα κι αγελάδες· ούτε ένας άνθρωπος όμως δεν φαίνονταν πουθενά.


«Ίσως ο ποταμός με πάει στον μικρό μου Κέι,» είπε, κι λύπη της λιγόστεψε. Σηκώθηκε όρθια κοιτάζοντας για ώρες τις όμορφες πράσινες ακτές.

«Можа, рака нясе мяне да Кая?» — падумала Герда, павесялела, устала і доўга-доўга любавалася прыгожымі зялёнымі берагамі.

Τώρα έπλεε κατά μήκος ενός μεγάλου κήπου με κερασιές κι ένα μικρό αγροτόσπιτο με παράξενα κόκκινα και μπλε παράθυρα. Ήταν αχυρένιο, και μπροστά του στέκονταν φρουροί δύο ξύλινοι στρατιώτες, και τέντωναν τα όπλα τους καθώς περνούσε κάποιος.

Ды вось яна прыплыла да вялікага вішнёвага саду, у якім тулілася хатка пад саламяным дахам, з чырвонымі і сінімі шыбамі ў вокнах. Каля дзвярэй стаялі два драўляныя салдаты і аддавалі чэсць усім, хто праплываў міма.

Η Γκέρντα τους φώναξε, νομίζοντας πως είναι ζωντανοί, εκείνοι όμως δεν απάντησαν όπως ήταν φυσικό. Πλησίασε κοντά τους, καθώς το ρεύμα παρέσυρε τη βάρκα αρκετά κοντά στη στεριά, και φώναξε πιο δυνατά.

Герда закрычала ім — яна палічыла іх жывымі, — але яны, зразумела, не адказалі ёй. Яна падплыла да іх яшчэ бліжэй, лодка наблізілася ледзь не да самага берага,

Μια γερόντισσα βγήκε τότε από το αγροτόσπιτο, ακουμπώντας πάνω σ’ ένα στραβό ραβδί. Φορούσε ένα πλατύγυρο καπέλο, στολισμένο με τα πιο θαυμαστά λουλούδια.

і дзяўчынка закрычала яшчэ гучней. З хаткі выйшла вельмі старая бабулька з кульбай, у вялікім саламяным капелюшы, размаляваным дзівоснымі кветкамі.

«Καημένο παιδί!» είπε η γερόντισσα. «Πώς βρέθηκες μέσα στον μεγάλο ορμητικό ποταμό, να σε παρασύρει έτσι, μακριά στον κόσμο!» Τότε η γερόντισσα μπήκε στο νερό, έπιασε τη βάρκα με το στραβό ραβδί της, την τράβηξε στην ακτή κι έβγαλε έξω την μικρή Γκέρντα.

— Ах ты беднае дзіцятка! — сказала бабуля. — І як гэта ты трапіла на такую вялікую бурную раку ды заплыла так далёка?
З гэтымі словамі бабуля ўвайшла ў раку, зачапіла лодку кульбай, прыцягнула да берага і высадзіла Герду.

Η μικρούλα ήταν τόσο χαρούμενη που βρέθηκε και πάλι στη στεριά, όμως ένιωσε και φόβο βλέποντας την παράξενη γερόντισσα.

Герда была вельмі рада, што апынулася нарэшце на сушы, хоць і пабойвалася незнаёмай бабулі.

«Έλα όμως και πες μου τώρα, ποια είσαι και πώς βρέθηκες εδώ,» ρώτησε εκείνη.

— Ну, хадзем, ды раскажы мне, хто ты і як сюды патрапіла, — сказала бабуля.